Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2009

Γιορτές στη ξενιτιά

Μόνος στην κλειστή βεράντα παρέα με τη ψιλή βροχή.  Φραπέ και τσιγάρο των διακοπών.  Σήμερα μοιάζει το χιόνι με παγωτό που ξεχάστηκε στο χωνάκι του.   Kοιμάται ακόμα η γειτονιά μου, κι ένας άστεγος τρεκλίζει μπροστά στο σπίτι μου κουβαλώντας την περιουσία του ολόκληρη σε μιά βρώμικη βαλίτσα.  Ξεχάστηκε ο χειμώνας σήμερα,  ξυπνούν για λίγο οι μυρωδιές.  Φύλλα που σαπίζουν στις γωνιές του κήπου ξεχασμένα.  Υγρασία.  Χώμα μισοπαγωμένο.  Κορμοί των δέντρων βρεγμένοι.  Τολμά ο ήλιος να φανεί για λίγο ανάμεσα στα σύννεφα που τρέχουν, και χρωματίζει τις στάλες της βροχής με κόκκινες,  κίτρινες, γαλανές και γκρίζες ανταύγειες που με τυλίγουν σάν τις παιδικές αναμνήσεις.  Μυρίζει κύπρο του Φεβράρη.  Κλείνω τα μάτια, είμαι στα χωράφια κάπου στον κόρνο, εκεί που βλαστούν πεύκα στα ημιορεινά, είμαι δέκα χρονών και βοηθώ τον πατέρα διάσπορο να ανάψει κάρβουνα με τους λαλέδες μου στ' αριστερό το χέρι φρεσκοκομμένους.  Υπάρχουν ακόμα τα χωράφια?  Θα τα δείξω στα παιδιά μου κάποτε το Φεβράρη?   Οι

Ξύλο παραμονής χριστουγέννων

Πάμε στο mall για να παίξουν τα μωρά στο εσωτερικού χώρου πάρκο  -έξω κάνει κρύο πλήν τάδε, δέν προσφέρεται για παιχνίδι.  Κόοοοσμος πολλύς, αγχωμένος, αγοράζει απίστευτα άχρηστα πράματα για τον κάθε γνωστό του, φεύγουν φορτωμένοι τσάντες, κουτιά, σκουπίδια καταναλωτικά.  Ψιλοεκνευρίζουμαι αλλά αγνοώ τον άη βασίλη που χρεώννει $10 να κάτσεις το μωρό σου πάνω του για φωτογραφίες ανάμεσα σε ψεύτικα έλατα και ελάφια με απλανές πλαστικό βλέμμα.   Και ρουφώ τον καφέ μου, χαίρομαι τα μωρά που περπατούν χέρι χέρι με τα παπουτσάκια τους τα χειμερινά τα χοντρά.   Μασώ το ντόνατ μου και πάμε στην παιδική χαρά. "Παπάααα, bus!!  Bus!!  Bus!!   Εσύυυ.  (εννοούν θέλουν να τους βάλω σελίνι να τους σούσει το 'αλογάκι' για ένα λεπτό έκστασης).   Βάλλω σελίνι, τα προσωπάκια αππώννουνται, φωνούδες σχίζουν τον αέρα -ειδικά της κόρης μου η φωνή. Θωρώ τα, χαίρομαι μαζί τους. Ξαφνικά έρχεται ένα 7χρονο ξανθό αγόρι άγριο, κάθεται μαζί τους, αρχίζει να τα σπρώχνει για να κάτσει στο τιμόνι.  

Καλώς ήρθες αδέρφι.

Αναμονή στο αεροδρόμιο.  Όλοι περιμένουν κάποιο δικό τους.  Αναμονή στους μύς του προσώπου με σηκωμένα τα φρύδια, κορμιά ζυγισμένα στις μύτες των ποδιών.    Ανοίγει η πόρτα, λάμπουν τα μάτια, ξυπνά το κορμί, ξεδιπλώνονται οι αγκαλιές σάν τα φτερά αγγέλου. Οι ατελείς κύκλοι της απουσίας ενώννουνται μεταξύ των αγαπημένων και των εραστών. Ανακοινώσεις απο κάπου ψηλά για τις πτήσεις και βιαστικοί βαλιτσοφόροι.   Ανοίγει πάλι η πόρτα.  Περπατάς αγαπημένε μου, βλέπω το πρόσωπο σου το φωτεινό να ξεχωρίζει απο το πλήθος.  Χωρίς βαλίτσες.  Πάλι τις έχασε η καταραμένη cyprus airways.  Με βλέπεις, χαμογελάς, με σφίγγεις και σου χαϊδεύω τα μαλλιά.  Καλοσώρισες καλέ μου.  Πάμε έξω για τσιγάρο. "Πεθύμισα τους -10  αδέρφι", λές και αναπνέεις βαθειά τον υγρό αέρα που μυρίζει καύσιμο αεροπλάνου και αλμύρα της θάλασσας μαζί.  Οι γλάροι χαμηλοπετούν γυρεύοντας κάτι να φάν στο χιόνι.  Και ο κόσμος περπατά με τα πρόσωπα καλυμμένα προς το πάρκινγκ δίπλα απο τη σειρά με τις λιμουζίνες που περιμ

Κόβωντας καρπό που το δέντρο της Γνώσης.

Εικόνα
Το δέντρο της Γνώσης όταν το βρείς μές τον κήπο σου, να το προσέχεις  Να το χαϊδεύεις και να του μιλάς γλυκά.  Πότισμα μπόλικο.  Συν-ουσία μαζί του συχνή.  Τάβλι με τες ώρες.  Χάχανα.  Δέ θέλει σοβαρότητα το δέντρο της γνώσης. Τρείς το πρωί παρέα με τον καλό μου φίλο που ήρθε να με δεί, να μου δείξει τα στούτιο.  (Με αυτόν που περάσαμε ωραία το καλοκαίρι στην κύπρο στα σπά  τους αγίους αναργύρους της πάφου με τες γυναίκες μας). Τρείς το πρωί, έχουμε φάει απο δύο Κίτ Κάτ, μία Τουήξ, ερουφήσαμε δύο λίτρα κοκακόλας.  Έ τί να κάμουμε?  Αφού ποτά έν πίννουμε, ουσίες δέν κάμνουμε, κάτι πρέπει να γίνει να μας πιάσει η πελλάρα σωστά?   Γελούμε πνιχτά να μήν ξυπνήσουμε τα μωρά και την Αγάπη.   Δείχνει μου πώς να γράφω ντράμς, σούζει τη μάλλαν του ροκκάρικα για να νιώσει το ρυθμό. Πατά κουμπιά να μου δείξει πώς να κάνω editing τους ήχους.  Του αρέσαν οι ρυθμοί μου. "Τό 'χεις"  λέει.   Γράφει ένα μπάσο γαμάτο, έγινε ιντάστριαλ το κομμάτι, άγριο και ρυθμικό πολλά.   Νιώθω το

730 μέρες με τα μωρά.

Σάν σήμερα πρίν δύο χρόνια άλλαξεν η ζωή.  Εγεννηθήκαν τα δίδυμα μας.  Θυμούμαι ήταν μέρα παγερή, μετά που μιάν τεράστια θύελλα.  Οδηγούσα αργά, χωρίς βιασύνη εσωτερική  -ήταν προγραμματισμένη η επέμβαση-  και δέ μιλούσαμε καθόλου με τη γυναίκα μου, ρουφώντας για τελευταία φορά τα πεύκα με το πέπλο του χιονιού στην άκρη του δρόμου με μάτια ανθρώπων που είναι ακόμα δυάδα, ανθρώπων που δέν έχουν γίνει ακόμα γονείς, οικογένεια.   Θυμούμαι στο χειρουργείο να μου λέει η γιατρός  "μήν κοιτάς την επέμβαση, θα λιποθυμίσεις"  και γώ να της χαμογελώ  "δέν με φοβίζει η αρχή της ζωής η έντονη γιατρέ".  Είδα το νυστέρι να σχίζει το σάκο με σταθερή κίνηση, τον ποταμό της ζωής να ρέει, το γιό μου να ορθώνει το χέρι μέσα απο την σκοτεινιά της ασφάλειας της μήτρας και να κραυγάζει "είμαι ζωντανός",  μετά την κόρη μου.  Κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου που είχε στο πρόσωπο ζωγραφισμένη τη Σοφία της Γυναίκας.  Είχαμε φτάσει εδώ σ' αυτή τη στιγμή μετά απο βάσανα 3 χρον

Μές το χιόνι.

Μιά ώρα φτυαρίζω βαμβακερό ανάλαφρο χιόνι.  Δέν είναι κουραστικό, μόνο σπαστικό. Τα πάντα είναι καλυμμένα με το σκέπασμα το λευκό, ακόμα και οι δρόμοι που ησυχάζουν σήμερα χωρίς αυτοκίνητα, μόνο τα φορτηγά του δήμου με την τεράστια τους χούφτα κυλούν αργά παραμερίζοντας τα πούπουλα.  Στέκομαι και ακουμπώ στο φτυάρι.  Η πλευρά μου η αισθησιακή απολαμβάνει το χάδι στο πρόσωπο και την ιδιαίτερη βαμβακερή σιωπή της χιονοθύελλας.  Ακόμα και τα σύννεφα έχουν μείνει ακίνητα και χαίρονται το μάννα τους που αδειάζει το βαρύ τους σώμα.  Όλα είναι όμορφα και εξισωμένα κάτω απο το σκέπασμα του χιονιού.   Μα η άλλη μου πλευρά, η ιδιότροπη φωνάζει  "είσαι κυπραίος ρέ, τί κάμνεις δαμέ μές την απάνθρωπη κρυάδα των -8 με το φτυάρι, ντυμένος ορειβάτης μές το χιόνι?" Πάω να περπατήσω και γλυστρώ. Δέ ξέρω πόσους χειμώνες μπορώ να απολαύσω ακόμα σ' αυτή τη χώρα. Πεθυμώ τους λαλέδες της κύπρου, τις σούβλες μές τα χωράφια τον φεβράρη, το απαλό κλίμα με την ηλιοφάνεια του μάρτη. Το π

Ένας κυπραίος διδάσκει το στάρπακς να κάμνει φραπέ.

Οδηγώ αργά το απόγευμα, τέζα, την τελευταία βδομάδα μόνο 3 ώρες ύπνο κατάφερα να κοιμούμαι κάθε νύχτα για να προλάβω να στήσω τα στούτια μέχρι την κυριακή που θα έρθει ένας πολλά καλός μου φίλος ενορχηστρωτής να μείνει μαζί μου 4 μέρες να μου κάμει crash course στα προγράμματα.   Πόψε αρχίζουν οι διακοπές μου.  Δύο βδομάδες χωρίς να εξηγώ κανενού πώς να παίζει και πώς να ανακαλύψει μέσα του την πηγή της μουσικής και των αισθήσεων.   Μέεεεελι.   Σταματώ στο στάρπακς για τον απογευματινό τρίτο καφέ τον γιορτινό, να πομπαριστώ για να αντέξω ακόμα μιά νύχτα έρωτα με τη μουσική, να ζήσω τον μήνα του μέλιτος μου μαζί με αυτή τη νέα ερωμένη την αιώνια.  Θέλει ο έρωτας θυσίες.  Της μουσικής πρέπει να της πετάσσεις τα μάτια έξω συχνά, αλλιώς σ' αφήνει.   "Γειά σου κύριε D.,  τί θα πάρουμε απόψε", χαμογελά η νεαρή και ευγενική μπαρίστα με τα γυαλιά,  "το συνηθισμένο?" "Red Eye".   "Venti, please".   "Παγωμένο"    (3 σιότς εσπρέσο με γάλ

Αγρυπνία στο νέο στούτιο.

Εικόνα
Εψές επαντρέφτηκα το στούτιο μου.   Τελευταίο στάδιο.  Έναρξη επίσημη.  Έκοψα την κορδέλλα.   Ανοίξαμε.  Το εργοστάσιο λειτουργεί. Τα μάτια μου εν ολόμαυρα σήμερα.  Δέν έκλεισα μάτι καθόλου εψές. Ώς το πρωί εβίδωννα γραφεία, μηχανήματα, εφόρτωννα libraries ήχων σε σκληρούς δίσκους, ένωννα οθόνες, εττέσταρα  software.  Εκατοντάδες gigabytes πληροφοριών.    Και όλα δουλεύουν, δέν έκαμα λάθος. Εν πολλά άβολο μου τούτο που κάμνω, εν κλασσικός συνθέτης που είμαι. Μα η βουτιά στο άβολο, όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιό βαθειά μας παίρνει κοντά στο βυθό του Είναι, εκεί που όλα είναι καθαρά, απέραντα και χωρίς όρια.   Εψές ήταν η επίσημη πρώτη νύχτα του Ιερού Γάμου με το στούτιο και τα ηλεκτρονικά.   Εφόρτωσα τα πάντα, μετά έγραψα 2-3 λεπτά μουσικής ηλεκτρονικής, δέν κοιμήθηκα τίποτε. Για να νιώσω δικό μου το εργοστάσιο.   Γιατί αν δέν πονήσεις, δέ γίνεται ποτέ ενα αντικείμενο ή μιά ιδέα πραγματικά ένα με σένα.    Δίνοντας την αγρυπνία μου δώρο, πήρα πίσω την καρδιά του στούτιο.  Και

Στροφή προς το άβολο.

Οι σκέψεις που κάμνω για τα όρια με γεμίζουν όρεξη να τα γαργαλήσω, να τους πώ 'ελάτε'. Εαυτέ μου Πόσο συνηθίζεις τον καθημερινό σου κόσμο...   Ζείς μέσα στο κρέας σου το υλικό και το νοητό σε μιά ρουτίνα ισοζυγισμένη που πάλεψες μέσα απο εφηβείες πολλές να αποχτήσεις για να βρείς την ποθητή σταθερότητα που μας πουλήσαν οι γονείς/δασκάλοι/ιερείς/φίλοι/φύλο/αγνώστοι. Θυμάσαι τις περιόδους ανασφάλειας και αστάθειας με τρόμο.  Θυμάσαι τα συναισθηματικά λάθη με ντροπή και απαξίωση.  Διψάς για ακόμα περισσότερη ασφάλεια του Είναι, για διόρθωση των ψυχολογικών κολλημάτων, για ωρίμανση.  Τί ζητάς τελικά?  Να ισιώσουν οι κόγχες της ατέλειας σου?  Να σβήσεις το ανθρώπινο απο πάνω σου? Πότε θα πάρεις ρίσκα με τα συναισθήματα? Θα σταματήσεις ποτέ να αγνοείς τη στιγμή για χάρη του ποθητού Αύριο του γεμάτου 'θέλω'  'θα γίνω'  'θα φτάσω'   'θα λυτρωθώ'   'θα επιλύσω'   'θα αποκτήσω'  'θα κερδίσω'  ?? Θα σταματήσεις να θυμάσαι

Απεχθάνομαι τες γιορτές του κόσμου.

Βαρκούμαι τες γιορτές.  Πολλά.  Ειδικά στην αμερική που μας τα πρίζουν να αγοράζουμε 100 δώρα.   Νιώθω άβολα που ούλλες οι οικογένειες των μαθητών μου γεμίζουν τσάντες με σοκολάτες, μπρελόκ πιάνου, δωροκάρτες του στάρπακς, μετρητά, μαλακίες.  Που υποχρέωση μόνο το κάμνουν.   Διούν φιλοδώρημα σε ούλλους τους δασκάλους τους, σε ούλλους που συνεργάζουνται μαζί τους.  Γιατί?   Έν θέλω.  Τη δουλειά μου κάμνω, δέ χρειάζουμαι άχρηστα πράματα ή λεφτά.  Θα προτιμούσα να μου εδιούσαν την απόλυτη τους προσοχή για μισή ώρα, να με ευχαριστήσουν αληθινά για τούτα που προσφέρω στα παιδιά τους.  Να με Δούν λίγο. Βαρκούμαι την έξαψη των ημερών.  Τα στολίδια στους δρόμους.  Τα φώτα.  Την συγκέντρωση της σκέψης της κοινωνίας, αυτή την ένωση της ενέργειας στο 'αγοράζω', στο 'τρώω', στο 'δωρίζω'.  Είναι τόσο άδειο αυτό το γενικό παραλήρημα.   Δέν έχει νόημα. Θα προτιμούσα να καθούμαστε όλοι γύρω απο τραπέζι, να επικοινωνήσουμε.  Να πούμε για τα όνειρα μας.  Για τις ελπίδες μας.

Ταξίδι στο κέντρο.

Σύντροφε ταξιδιώτη: Η ύπαρξη έχει σχήμα σπιράλ, σάν γαλαξίας.   Η συνειδητότητα μας είναι σαν ένα αβγό, ένας μικρός πλανήτης που ζεί και περιστρέφεται γύρω απο το κέντρο του γαλαξία αυτού χωρίς να βλέπει πέρα απο την τροχιά της.   Η βαρύτητα αυτού του πλανήτη τραβά κοντά  της όλο το σύστημα σκέψης μας, την επαφή με την πραγματικότητα, τα Πιστεύω, τον τρόπο που φιλτράρουμε τον κόσμο.  Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο του χωροχρόνου του σύμπαντος, φέρνει συγκέντρωση της ύλης η σκέψη,  κι έχει ορατό σύνορο που φτάνει μέχρι εκεί που ορίζει η ικανότητα μας να το παρατηρήσουμε με τα αισθητήρια μας όργανα.   Πού είναι ο ορίζοντας αυτός?   Δοκιμάστε να τον δείτε.  Πού είναι η ζώνη άνεσης?  Εκεί τελειώνει η γής σας, εκεί και η γραμμή του ορίζοντα.     Βλέπετε την τροχιά σας? Τί υπάρχει πέραν της δικής σας τροχιάς?   Τί υπάρχει στους άλλους βραχίονες του γαλαξία της ύπαρξης?? Κάθε φορά που έρχεται μιά ιδέα ξένη να εισβάλει στον οργανωμένο μας τρόπο ύπαρξης, εκεί βρίσκονται τα όρια.   Εκεί

Στην Πεζίνα.

Όρθιος με χέρια παγωμένα  μές το κρύο να ποτίσω το αυτοκίνητο μου με το κόκκινο εκρηκτικό υγρό που τόσο του αρέσει να ρουφά κάθε 3 μέρες, σάν τον αλκοολικό.  Τέσσερα λεπτά άχρηστα ορθοστασίας.  Ο σταθμός λερωμένος, του '70, πάνε κι έρχονται αυτοκίνητα απρόσωπα με κόσμο που βιάζεται, κατεβαίνουν και στέκονται σάν εμένα να γεμίσουν με καύσιμα τον φαγάνα της μηχανής.  Δέν μπορείς να σκεφτείς τίποτα ουσιαστικό την ώρα του ανεφοδιασμού. Η  Λίθη  της Αντλίας:     Σταματά η σκέψη σου, κοιτάζεις το ανοιχτό στόμα του οχήματος και κάθε λίγο τους ηλεκτρονικούς αριθμούς στο κοντρόλ της αντλίας.  $10.49........10.89......12.79.......20.....    και η υπομονή σου λιγοστεύει όσο προσέχεις την αργή ανάβαση προς το ποθητό  $40.    Κοιτάζεις με αμηχανία τους άλλους ταξιδιώτες, δέ χαμογελά κανένας, και η περιέργεια δέν έχει θέση εδώ.   Σκέφτομαι ξαφνικά πως νιώθω την ίδια αμηχανία σε δημόσια ουρητήρια όταν στεκόμαστε 5 άντρες στη σειρά με τες  πουλλούδες  στα χέρια.   Κανένας δέν κοιτάζει τον ά

Ο μαθητής μου ο Γάαααααααρος.

Μόλις με έπιασεν τηλέφωνον μιά μάμμα μαθητή τον οποίο προετοιμάζω για τα auditions του κονσερβατορίου και για το πορτφόλιο του τραγουδιών/συνθέσεων/θεωρίας κλπ.  Ένας νεαρός 18ρης πολλά ταλαντούχος αλλά άκρως ανυπόθετο άτομο, τεμπέλης, ανοργάνωτος.  Πρίζει μου τα συνέχεια η μάμμα του  -εξανάγραψα για τούτη, εν η μεγαλοproducer που της έβαλα τες φωνές πρίν κανένα μήνα και την 'έβαλα στη θέση της'.  Πληρώννει με μιά φάουσα δολλάρια να σιγουρευτώ οτι ο γιός της θα μπεί στο κονσερβατόριο.   Εμπήκε το λοιπόν, πίννει νερό στ' όνομα μου, respect.   Έπιασεν με το λοιπόν τηλέφωνο για να μου πεί οτι εχτές το απόγευμα οταν πήρε το γιό της στο γιατρό στη μεγαλούπολη εδιαρρήξαν το αυτοκίνητο τους στο οποίο είχε αφήσει ο μαλάκας το macbook pro του ΠΑΣ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΗΓΟΥ, το iPhone του, και άλλα.  Τον βλάααακα.   Και το κουφό: Στο κομπιούτερ είχε όοολο του το πορτφόλιο, τα τραγούδια του μιξαρισμένα, τις εργασίες του.  Όλα.  Χωρίς να τα έχει κάνει back-up σε εξωτερικό δίσκο ποτέ του!
Εικόνα
Πρώτο χιόνι.  Καλό  μας χειμώνα.  Αποκλεισμένοι στο σπίτι.  Με νέσκαφε, μουσική, μωρά.

Αγοράζοντας πιάνο με ουρά για την πελλο Μ.

Μπαίνω στο μουσικό κατάστημα.  Τα θηλυκότατα πιάνα στέκονται στη γραμμή με ανοιχτές αγκάλες, σιωπηλά, κοιμούνται κάτω απο φώτα άσπρα και σκληρά στο ψηλοτάβανο χώλ.  Μιλώ χαμηλόφωνα στον πωλητή, ένα γέρο πονηρό, ούτε πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων να ήταν,  περουκοφόρος με μουστακούδι, λίγο γλοιώδεις τύπος αταίριαστος με τον ιερό αυτό χώρο, παρείσακτος μες το ναό της μουσικής. Δεξιά τα steinway, τα yamaha.  Αριστερά τα δεύτερης ποιότητας κινέζικα.   Περιμένω την M.,  άργησε η καριόλα.   Έτσι τύπος πελλός έναι.  Όταν κάνουμε μάθημα πιάνου βρίζει συνέχεια, αππώννεται, τινάζει τα μαλλιά με πείσμα.  Πολλά έντονη γυναίκα, ενοχλητική.  Έχει λίγο ταλέντο και της κάνω μάθημα 4 χρόνια, κάαατι άρπαξε.   Αλλά με αγώνα.  Εν το πνεύμα της αντιλογίας, δέ δέχεται να της πείς κάτι που δέ ξέρει ήδη, οπότε πάντα έχουμε διαφωνίες  ("μα γιατί να παίξω φόρτε δαμέεεε? έν μου αρέσκει.."   Εγώ: "-έεεε, αφού έτσι λαλεί ρε Μ., τί να κάμουμε, έτσι θέλει ο μότσαρτ, τί να σου κάμω".   Αυτή

Περπατάς χωρίς φίλτρα.

Ταξιδεύεις σ' ένα απέραντο κάμπο Μέσα σου. Επισκέπτης, κοιτάζεις μόνο.  Δέν είσαι κριτής, δέν επιβεβαιώνεις, ούτε κατακρίνεις. Δέν είσαι μάνα ούτε πατέρας.  Ούτε εραστής.  Ούτε δολοφόνος.   Απλά περπατάς στον Κήπο σου. Εδώ βράχοι.  Εκεί ελεώνες.  Δίπλα στα δεξιά μεγαλώνει το κριθάρι. Χωριά.   Οι κατοίκοι είναι οι αναμνήσεις σου μετενσαρκωμένες.  Κάθε μέρα ξαναζούν το θέατρο που τους ανάθεσες, ο κάθε χωρικός θυμάται τα λόγια και τις πράξεις του και ακολουθεί την μορφή του έργου, όπως ζητάς εσύ να το ζήσει.     Ήρωες σε αναζήτηση θεατρικού είναι. Αλλού κοιλάδες με ποταμούς προς τη θάλασσα. Και όταν σταθείς στο βράχο εκεί που η γραμμή της γαίας σου συναντά τον Ωκεανό, εκεί θα δείς τη Μούσα σου. Εσύ είσαι η Μούσα.

Δύο Εαυτοί μαστόροι

Εικόνα
Κύκλος είμαστε, στη μέση κύκλου.  Σύμβολο του ήλιου.  Άστρο αυτόφωτο.  Ανάγκη δέν έχουμε κανένα για να επιβεβαιώσει ή να καταστρέψει την ευτυχία μας.  Φωτίζουμε και δίνουμε ζωή στους πλανήτες που στροβιλίζονται κοντά μας.  Και η έκρηξη μας τους δίνει ζωή, αλλά μόνο οταν έχουν τη σωστή προστασία για να μήν τους κάψει το ραδιενεργό μας υλικό.  Μόνοι οι άξιοι πλανήτες κοντά μας βρίσκουν τη Ζωή.  Οι άλλοι θα καούν, Άρης και Αφροδίτη θα γίνουν, κατάξεροι, καμένοι.   Μόνο η γή, που στέκεται στη σωστή απόσταση μπορεί να σταθεί δίπλα μας.  Γίνε γή.  Η ατμόσφαιρα της προστατεύει, δέχεται μόνο την ευεργεσία του άστρου, κι έτσι γεννιέται η ζωή.  Το άστρο δίνει συνεχώς, και η γή φιλτράρει μόνο αυτά που χρειάζεται, δέν κρίνει τα υπόλοιπα, τα φιλτράρει.  Γίνε γή. Και μαζί είμαστε φέγγαροι, μάνες, μήτρες.  Δεχόμαστε στην αγκάλη χωρίς όρους.  Ακούμε, καλοσωρίζουμε το φώς άλλων να λάμψει πάνω και μέσα μας.  Ετερόφωτοι.  Και πλανήτες κυκλώννουμε με την επ

Διαχωρισμός.

Κάτσε ακίνητος μές τη μέση του εαυτού σου, κοντά στο Ελεύθερο.   Εκεί που δέν επηρεάζει το ποιός είσαι το παρελθόν σου, τα γονίδια σου, εκεί που το μέλλον δέν υπάρχει.     Το Ελεύθερο είναι εκεί  που το Εγώ-Εσύ  δέν υπάρχουν, εκεί που ανθίζει το Μεγάλο Εμείς, η γραμμή που ενώννει όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ.  Στάθου στο πλάι εκεί κοντά στο ελεύθερο και κόψε τα ανθρώπινα δεσμά, τη σχέση με την ύλη, τις αλυσίδες του καθημερινού εαυτού.  Κολύμπα στη θάλασσα που δέ γνωρίζει όρια.  Χωρίς τίποτα να σε κρατά στερεό.  Χωρίς χαρακτήρα.  Χωρίς  υπάρχω. Εκεί στη σιωπή και τη ροή θα δείς καθαρά τί συμβαίνει. Κοίτα τους άλλους εαυτούς που κολυμπούν δίπλα σου.   Έχουν σχήματα, μορφές, αρχιτεκτονική ο καθένας δικιά του που την έπλασαν οι εμπειρίες και οι αποφάσεις κάθε στιγμής στη ζωή σου.  Έχουν αρχές και κωδικούς ξένους που μετά έγιναν δικοί.  Ανήκουν όλοι σε κάποιους ή στην ύλη.  Άλλοι είναι δυνατοί, έχουν σχήμα τρίγωνο.  Άλλοι ρέουν.  Έχουν σχήμα στρογγυλό.  Άλλοι κυνηγούν τη

Προγόνοι.

Όλοι είμαστε αδέλφια. Μας ενώννει το τρωτό μας.  Οι ατέλειες.  Οι ανησυχίες. Όλοι κουβαλούμε τα βάρη των προγόνων και πασκίζουμε μιά ζωή να τα κατανοήσουμε (αν φανούμε τυχεροί)  και να τα βρούμε μέσα μας για να τους δώσουμε πρώτα φωνή, και μετά ανάπαυση.    Μουρμουρούν, στα βάθη της ψυχής.   Οι ελπίδες τους, οι προειδοποιήσεις σοφίας γερόντων, το μαύρισμα τους, τα κακά που είχαν κάνει, η μετάνοια.  Όλα μας τα μεταφέρουν στη γέννηση μας και ζούν μέσα μας τυλιγμένα, κάποτε χρωματίζουν την διάθεση ή τη συμπεριφορά μας ή ακόμα και τους στόχους που βάζουμε χωρίς γνώση γιατί τους βάζουμε. Με τη γέννηση μας δίνουμε στους προγόνους ελπίδα, αθώο, διαιώνιση του είδους.  Αυτοί μας δίνουν  βάρη.   Και όταν γίνουμε εμείς προγόνοι στους επόμενους, συνεχίζουμε αυτό τον κύκλο. Ο άνθρωπος που ξυπνά, έχει υποχρέωση να δεί μέσα του αυτά που του έχουν δώσει οι δέκα προηγούμενες γενεές.  Να τα καταπιεί.  Να τα βγάλει στην επιφάνεια.  Όχι αυτά που του δώσαν οι γονείς μόνο.  Να δεί καθαρά αυτά που δώ
Κάθομαι στο κουλλουράδικο.  Ώρες τώρα.  Τρώω ντόνατ, κουλλούρι με σησάμι σε σάντουϊτς γαλοπούλας, πίννω καφέ παγωμένο και κάθε μιά ώρα πάω έξω για τσιγάρο.  Ο ήλιος έχει πάει να κοιμηθεί πίσω που τα κτίρια απέναντι στην τζαμαρία και οι αχτίδες του σάν μακρυά δάκτυλα καλλιτέχνη που δέ γνώρισε ποτέ κακουχίες μ' αγκαλιάζουν με το απέραντα αδελφικό τους φώς. Βλέπω. Ακούω. Είμαι. Νιώθω. Είμαι ανοιχτός.

Έφτασε το Κόκκινο Βιβλίο

Εικόνα
Περιμένω το που το καλοκαίρι. Το βιβλίο που έγραψε στο χέρι ο Κάρλ Γιούγκ ο φιλόσοφος/ψυχίατρος μαθητής του Φρόϋντ. Έκαμε τα σχέδια, έγραψε τα κείμενα με χαρτί και καλαμάρι.   Έγραψε για τα Εσωτερικά του ταξίδια, τις οπτασίες, τα σύμβολα που είδε οταν προσπάθησε να φτάσει μέσα του σε μέρη σκοτεινά και βαθειά.   Επεριμέναν 50 χρόνια να το εκδώσουν έν το είχε γράψει για να το εκδώσει τότε, ήταν οι σημειώσεις, η πρώτη ύλη που επλάστηκε πρίν γράψει τη φιλοσοφία του. Εν όμορφο να διαβάζεις που ένα Μάστρο Ταξιδευτή για το δρόμο του.  Για τα όμορφα του Μπλέ Μάτια που εβλέπαν τόσο καθαρά. Συνιστώ το.   The Red  Book. Πάμε.