Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2009

Γιορτές στη ξενιτιά

Μόνος στην κλειστή βεράντα παρέα με τη ψιλή βροχή.  Φραπέ και τσιγάρο των διακοπών.  Σήμερα μοιάζει το χιόνι με παγωτό που ξεχάστηκε στο χωνάκι του.   Kοιμάται ακόμα η γειτονιά μου, κι ένας άστεγος τρεκλίζει μπροστά στο σπίτι μου κουβαλώντας την περιουσία του ολόκληρη σε μιά βρώμικη βαλίτσα.  Ξεχάστηκε ο χειμώνας σήμερα,  ξυπνούν για λίγο οι μυρωδιές.  Φύλλα που σαπίζουν στις γωνιές του κήπου ξεχασμένα.  Υγρασία.  Χώμα μισοπαγωμένο.  Κορμοί των δέντρων βρεγμένοι.  Τολμά ο ήλιος να φανεί για λίγο ανάμεσα στα σύννεφα που τρέχουν, και χρωματίζει τις στάλες της βροχής με κόκκινες,  κίτρινες, γαλανές και γκρίζες ανταύγειες που με τυλίγουν σάν τις παιδικές αναμνήσεις.  Μυρίζει κύπρο του Φεβράρη.  Κλείνω τα μάτια, είμαι στα χωράφια κάπου στον κόρνο, εκεί που βλαστούν πεύκα στα ημιορεινά, είμαι δέκα χρονών και βοηθώ τον πατέρα διάσπορο να ανάψει κάρβουνα με τους λαλέδες μου στ' αριστερό το χέρι φρεσκοκομμένους.  Υπάρχουν ακόμα τα χωράφια?  Θα τα δείξω στα παιδιά μου κάποτε το Φεβράρη?   Οι

Ξύλο παραμονής χριστουγέννων

Πάμε στο mall για να παίξουν τα μωρά στο εσωτερικού χώρου πάρκο  -έξω κάνει κρύο πλήν τάδε, δέν προσφέρεται για παιχνίδι.  Κόοοοσμος πολλύς, αγχωμένος, αγοράζει απίστευτα άχρηστα πράματα για τον κάθε γνωστό του, φεύγουν φορτωμένοι τσάντες, κουτιά, σκουπίδια καταναλωτικά.  Ψιλοεκνευρίζουμαι αλλά αγνοώ τον άη βασίλη που χρεώννει $10 να κάτσεις το μωρό σου πάνω του για φωτογραφίες ανάμεσα σε ψεύτικα έλατα και ελάφια με απλανές πλαστικό βλέμμα.   Και ρουφώ τον καφέ μου, χαίρομαι τα μωρά που περπατούν χέρι χέρι με τα παπουτσάκια τους τα χειμερινά τα χοντρά.   Μασώ το ντόνατ μου και πάμε στην παιδική χαρά. "Παπάααα, bus!!  Bus!!  Bus!!   Εσύυυ.  (εννοούν θέλουν να τους βάλω σελίνι να τους σούσει το 'αλογάκι' για ένα λεπτό έκστασης).   Βάλλω σελίνι, τα προσωπάκια αππώννουνται, φωνούδες σχίζουν τον αέρα -ειδικά της κόρης μου η φωνή. Θωρώ τα, χαίρομαι μαζί τους. Ξαφνικά έρχεται ένα 7χρονο ξανθό αγόρι άγριο, κάθεται μαζί τους, αρχίζει να τα σπρώχνει για να κάτσει στο τιμόνι.  

Καλώς ήρθες αδέρφι.

Αναμονή στο αεροδρόμιο.  Όλοι περιμένουν κάποιο δικό τους.  Αναμονή στους μύς του προσώπου με σηκωμένα τα φρύδια, κορμιά ζυγισμένα στις μύτες των ποδιών.    Ανοίγει η πόρτα, λάμπουν τα μάτια, ξυπνά το κορμί, ξεδιπλώνονται οι αγκαλιές σάν τα φτερά αγγέλου. Οι ατελείς κύκλοι της απουσίας ενώννουνται μεταξύ των αγαπημένων και των εραστών. Ανακοινώσεις απο κάπου ψηλά για τις πτήσεις και βιαστικοί βαλιτσοφόροι.   Ανοίγει πάλι η πόρτα.  Περπατάς αγαπημένε μου, βλέπω το πρόσωπο σου το φωτεινό να ξεχωρίζει απο το πλήθος.  Χωρίς βαλίτσες.  Πάλι τις έχασε η καταραμένη cyprus airways.  Με βλέπεις, χαμογελάς, με σφίγγεις και σου χαϊδεύω τα μαλλιά.  Καλοσώρισες καλέ μου.  Πάμε έξω για τσιγάρο. "Πεθύμισα τους -10  αδέρφι", λές και αναπνέεις βαθειά τον υγρό αέρα που μυρίζει καύσιμο αεροπλάνου και αλμύρα της θάλασσας μαζί.  Οι γλάροι χαμηλοπετούν γυρεύοντας κάτι να φάν στο χιόνι.  Και ο κόσμος περπατά με τα πρόσωπα καλυμμένα προς το πάρκινγκ δίπλα απο τη σειρά με τις λιμουζίνες που περιμ

Κόβωντας καρπό που το δέντρο της Γνώσης.

Εικόνα
Το δέντρο της Γνώσης όταν το βρείς μές τον κήπο σου, να το προσέχεις  Να το χαϊδεύεις και να του μιλάς γλυκά.  Πότισμα μπόλικο.  Συν-ουσία μαζί του συχνή.  Τάβλι με τες ώρες.  Χάχανα.  Δέ θέλει σοβαρότητα το δέντρο της γνώσης. Τρείς το πρωί παρέα με τον καλό μου φίλο που ήρθε να με δεί, να μου δείξει τα στούτιο.  (Με αυτόν που περάσαμε ωραία το καλοκαίρι στην κύπρο στα σπά  τους αγίους αναργύρους της πάφου με τες γυναίκες μας). Τρείς το πρωί, έχουμε φάει απο δύο Κίτ Κάτ, μία Τουήξ, ερουφήσαμε δύο λίτρα κοκακόλας.  Έ τί να κάμουμε?  Αφού ποτά έν πίννουμε, ουσίες δέν κάμνουμε, κάτι πρέπει να γίνει να μας πιάσει η πελλάρα σωστά?   Γελούμε πνιχτά να μήν ξυπνήσουμε τα μωρά και την Αγάπη.   Δείχνει μου πώς να γράφω ντράμς, σούζει τη μάλλαν του ροκκάρικα για να νιώσει το ρυθμό. Πατά κουμπιά να μου δείξει πώς να κάνω editing τους ήχους.  Του αρέσαν οι ρυθμοί μου. "Τό 'χεις"  λέει.   Γράφει ένα μπάσο γαμάτο, έγινε ιντάστριαλ το κομμάτι, άγριο και ρυθμικό πολλά.   Νιώθω το

730 μέρες με τα μωρά.

Σάν σήμερα πρίν δύο χρόνια άλλαξεν η ζωή.  Εγεννηθήκαν τα δίδυμα μας.  Θυμούμαι ήταν μέρα παγερή, μετά που μιάν τεράστια θύελλα.  Οδηγούσα αργά, χωρίς βιασύνη εσωτερική  -ήταν προγραμματισμένη η επέμβαση-  και δέ μιλούσαμε καθόλου με τη γυναίκα μου, ρουφώντας για τελευταία φορά τα πεύκα με το πέπλο του χιονιού στην άκρη του δρόμου με μάτια ανθρώπων που είναι ακόμα δυάδα, ανθρώπων που δέν έχουν γίνει ακόμα γονείς, οικογένεια.   Θυμούμαι στο χειρουργείο να μου λέει η γιατρός  "μήν κοιτάς την επέμβαση, θα λιποθυμίσεις"  και γώ να της χαμογελώ  "δέν με φοβίζει η αρχή της ζωής η έντονη γιατρέ".  Είδα το νυστέρι να σχίζει το σάκο με σταθερή κίνηση, τον ποταμό της ζωής να ρέει, το γιό μου να ορθώνει το χέρι μέσα απο την σκοτεινιά της ασφάλειας της μήτρας και να κραυγάζει "είμαι ζωντανός",  μετά την κόρη μου.  Κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου που είχε στο πρόσωπο ζωγραφισμένη τη Σοφία της Γυναίκας.  Είχαμε φτάσει εδώ σ' αυτή τη στιγμή μετά απο βάσανα 3 χρον

Μές το χιόνι.

Μιά ώρα φτυαρίζω βαμβακερό ανάλαφρο χιόνι.  Δέν είναι κουραστικό, μόνο σπαστικό. Τα πάντα είναι καλυμμένα με το σκέπασμα το λευκό, ακόμα και οι δρόμοι που ησυχάζουν σήμερα χωρίς αυτοκίνητα, μόνο τα φορτηγά του δήμου με την τεράστια τους χούφτα κυλούν αργά παραμερίζοντας τα πούπουλα.  Στέκομαι και ακουμπώ στο φτυάρι.  Η πλευρά μου η αισθησιακή απολαμβάνει το χάδι στο πρόσωπο και την ιδιαίτερη βαμβακερή σιωπή της χιονοθύελλας.  Ακόμα και τα σύννεφα έχουν μείνει ακίνητα και χαίρονται το μάννα τους που αδειάζει το βαρύ τους σώμα.  Όλα είναι όμορφα και εξισωμένα κάτω απο το σκέπασμα του χιονιού.   Μα η άλλη μου πλευρά, η ιδιότροπη φωνάζει  "είσαι κυπραίος ρέ, τί κάμνεις δαμέ μές την απάνθρωπη κρυάδα των -8 με το φτυάρι, ντυμένος ορειβάτης μές το χιόνι?" Πάω να περπατήσω και γλυστρώ. Δέ ξέρω πόσους χειμώνες μπορώ να απολαύσω ακόμα σ' αυτή τη χώρα. Πεθυμώ τους λαλέδες της κύπρου, τις σούβλες μές τα χωράφια τον φεβράρη, το απαλό κλίμα με την ηλιοφάνεια του μάρτη. Το π

Ένας κυπραίος διδάσκει το στάρπακς να κάμνει φραπέ.

Οδηγώ αργά το απόγευμα, τέζα, την τελευταία βδομάδα μόνο 3 ώρες ύπνο κατάφερα να κοιμούμαι κάθε νύχτα για να προλάβω να στήσω τα στούτια μέχρι την κυριακή που θα έρθει ένας πολλά καλός μου φίλος ενορχηστρωτής να μείνει μαζί μου 4 μέρες να μου κάμει crash course στα προγράμματα.   Πόψε αρχίζουν οι διακοπές μου.  Δύο βδομάδες χωρίς να εξηγώ κανενού πώς να παίζει και πώς να ανακαλύψει μέσα του την πηγή της μουσικής και των αισθήσεων.   Μέεεεελι.   Σταματώ στο στάρπακς για τον απογευματινό τρίτο καφέ τον γιορτινό, να πομπαριστώ για να αντέξω ακόμα μιά νύχτα έρωτα με τη μουσική, να ζήσω τον μήνα του μέλιτος μου μαζί με αυτή τη νέα ερωμένη την αιώνια.  Θέλει ο έρωτας θυσίες.  Της μουσικής πρέπει να της πετάσσεις τα μάτια έξω συχνά, αλλιώς σ' αφήνει.   "Γειά σου κύριε D.,  τί θα πάρουμε απόψε", χαμογελά η νεαρή και ευγενική μπαρίστα με τα γυαλιά,  "το συνηθισμένο?" "Red Eye".   "Venti, please".   "Παγωμένο"    (3 σιότς εσπρέσο με γάλ

Αγρυπνία στο νέο στούτιο.

Εικόνα
Εψές επαντρέφτηκα το στούτιο μου.   Τελευταίο στάδιο.  Έναρξη επίσημη.  Έκοψα την κορδέλλα.   Ανοίξαμε.  Το εργοστάσιο λειτουργεί. Τα μάτια μου εν ολόμαυρα σήμερα.  Δέν έκλεισα μάτι καθόλου εψές. Ώς το πρωί εβίδωννα γραφεία, μηχανήματα, εφόρτωννα libraries ήχων σε σκληρούς δίσκους, ένωννα οθόνες, εττέσταρα  software.  Εκατοντάδες gigabytes πληροφοριών.    Και όλα δουλεύουν, δέν έκαμα λάθος. Εν πολλά άβολο μου τούτο που κάμνω, εν κλασσικός συνθέτης που είμαι. Μα η βουτιά στο άβολο, όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιό βαθειά μας παίρνει κοντά στο βυθό του Είναι, εκεί που όλα είναι καθαρά, απέραντα και χωρίς όρια.   Εψές ήταν η επίσημη πρώτη νύχτα του Ιερού Γάμου με το στούτιο και τα ηλεκτρονικά.   Εφόρτωσα τα πάντα, μετά έγραψα 2-3 λεπτά μουσικής ηλεκτρονικής, δέν κοιμήθηκα τίποτε. Για να νιώσω δικό μου το εργοστάσιο.   Γιατί αν δέν πονήσεις, δέ γίνεται ποτέ ενα αντικείμενο ή μιά ιδέα πραγματικά ένα με σένα.    Δίνοντας την αγρυπνία μου δώρο, πήρα πίσω την καρδιά του στούτιο.  Και

Στροφή προς το άβολο.

Οι σκέψεις που κάμνω για τα όρια με γεμίζουν όρεξη να τα γαργαλήσω, να τους πώ 'ελάτε'. Εαυτέ μου Πόσο συνηθίζεις τον καθημερινό σου κόσμο...   Ζείς μέσα στο κρέας σου το υλικό και το νοητό σε μιά ρουτίνα ισοζυγισμένη που πάλεψες μέσα απο εφηβείες πολλές να αποχτήσεις για να βρείς την ποθητή σταθερότητα που μας πουλήσαν οι γονείς/δασκάλοι/ιερείς/φίλοι/φύλο/αγνώστοι. Θυμάσαι τις περιόδους ανασφάλειας και αστάθειας με τρόμο.  Θυμάσαι τα συναισθηματικά λάθη με ντροπή και απαξίωση.  Διψάς για ακόμα περισσότερη ασφάλεια του Είναι, για διόρθωση των ψυχολογικών κολλημάτων, για ωρίμανση.  Τί ζητάς τελικά?  Να ισιώσουν οι κόγχες της ατέλειας σου?  Να σβήσεις το ανθρώπινο απο πάνω σου? Πότε θα πάρεις ρίσκα με τα συναισθήματα? Θα σταματήσεις ποτέ να αγνοείς τη στιγμή για χάρη του ποθητού Αύριο του γεμάτου 'θέλω'  'θα γίνω'  'θα φτάσω'   'θα λυτρωθώ'   'θα επιλύσω'   'θα αποκτήσω'  'θα κερδίσω'  ?? Θα σταματήσεις να θυμάσαι

Απεχθάνομαι τες γιορτές του κόσμου.

Βαρκούμαι τες γιορτές.  Πολλά.  Ειδικά στην αμερική που μας τα πρίζουν να αγοράζουμε 100 δώρα.   Νιώθω άβολα που ούλλες οι οικογένειες των μαθητών μου γεμίζουν τσάντες με σοκολάτες, μπρελόκ πιάνου, δωροκάρτες του στάρπακς, μετρητά, μαλακίες.  Που υποχρέωση μόνο το κάμνουν.   Διούν φιλοδώρημα σε ούλλους τους δασκάλους τους, σε ούλλους που συνεργάζουνται μαζί τους.  Γιατί?   Έν θέλω.  Τη δουλειά μου κάμνω, δέ χρειάζουμαι άχρηστα πράματα ή λεφτά.  Θα προτιμούσα να μου εδιούσαν την απόλυτη τους προσοχή για μισή ώρα, να με ευχαριστήσουν αληθινά για τούτα που προσφέρω στα παιδιά τους.  Να με Δούν λίγο. Βαρκούμαι την έξαψη των ημερών.  Τα στολίδια στους δρόμους.  Τα φώτα.  Την συγκέντρωση της σκέψης της κοινωνίας, αυτή την ένωση της ενέργειας στο 'αγοράζω', στο 'τρώω', στο 'δωρίζω'.  Είναι τόσο άδειο αυτό το γενικό παραλήρημα.   Δέν έχει νόημα. Θα προτιμούσα να καθούμαστε όλοι γύρω απο τραπέζι, να επικοινωνήσουμε.  Να πούμε για τα όνειρα μας.  Για τις ελπίδες μας.

Ταξίδι στο κέντρο.

Σύντροφε ταξιδιώτη: Η ύπαρξη έχει σχήμα σπιράλ, σάν γαλαξίας.   Η συνειδητότητα μας είναι σαν ένα αβγό, ένας μικρός πλανήτης που ζεί και περιστρέφεται γύρω απο το κέντρο του γαλαξία αυτού χωρίς να βλέπει πέρα απο την τροχιά της.   Η βαρύτητα αυτού του πλανήτη τραβά κοντά  της όλο το σύστημα σκέψης μας, την επαφή με την πραγματικότητα, τα Πιστεύω, τον τρόπο που φιλτράρουμε τον κόσμο.  Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο του χωροχρόνου του σύμπαντος, φέρνει συγκέντρωση της ύλης η σκέψη,  κι έχει ορατό σύνορο που φτάνει μέχρι εκεί που ορίζει η ικανότητα μας να το παρατηρήσουμε με τα αισθητήρια μας όργανα.   Πού είναι ο ορίζοντας αυτός?   Δοκιμάστε να τον δείτε.  Πού είναι η ζώνη άνεσης?  Εκεί τελειώνει η γής σας, εκεί και η γραμμή του ορίζοντα.     Βλέπετε την τροχιά σας? Τί υπάρχει πέραν της δικής σας τροχιάς?   Τί υπάρχει στους άλλους βραχίονες του γαλαξία της ύπαρξης?? Κάθε φορά που έρχεται μιά ιδέα ξένη να εισβάλει στον οργανωμένο μας τρόπο ύπαρξης, εκεί βρίσκονται τα όρια.   Εκεί

Στην Πεζίνα.

Όρθιος με χέρια παγωμένα  μές το κρύο να ποτίσω το αυτοκίνητο μου με το κόκκινο εκρηκτικό υγρό που τόσο του αρέσει να ρουφά κάθε 3 μέρες, σάν τον αλκοολικό.  Τέσσερα λεπτά άχρηστα ορθοστασίας.  Ο σταθμός λερωμένος, του '70, πάνε κι έρχονται αυτοκίνητα απρόσωπα με κόσμο που βιάζεται, κατεβαίνουν και στέκονται σάν εμένα να γεμίσουν με καύσιμα τον φαγάνα της μηχανής.  Δέν μπορείς να σκεφτείς τίποτα ουσιαστικό την ώρα του ανεφοδιασμού. Η  Λίθη  της Αντλίας:     Σταματά η σκέψη σου, κοιτάζεις το ανοιχτό στόμα του οχήματος και κάθε λίγο τους ηλεκτρονικούς αριθμούς στο κοντρόλ της αντλίας.  $10.49........10.89......12.79.......20.....    και η υπομονή σου λιγοστεύει όσο προσέχεις την αργή ανάβαση προς το ποθητό  $40.    Κοιτάζεις με αμηχανία τους άλλους ταξιδιώτες, δέ χαμογελά κανένας, και η περιέργεια δέν έχει θέση εδώ.   Σκέφτομαι ξαφνικά πως νιώθω την ίδια αμηχανία σε δημόσια ουρητήρια όταν στεκόμαστε 5 άντρες στη σειρά με τες  πουλλούδες  στα χέρια.   Κανένας δέν κοιτάζει τον ά

Ο μαθητής μου ο Γάαααααααρος.

Μόλις με έπιασεν τηλέφωνον μιά μάμμα μαθητή τον οποίο προετοιμάζω για τα auditions του κονσερβατορίου και για το πορτφόλιο του τραγουδιών/συνθέσεων/θεωρίας κλπ.  Ένας νεαρός 18ρης πολλά ταλαντούχος αλλά άκρως ανυπόθετο άτομο, τεμπέλης, ανοργάνωτος.  Πρίζει μου τα συνέχεια η μάμμα του  -εξανάγραψα για τούτη, εν η μεγαλοproducer που της έβαλα τες φωνές πρίν κανένα μήνα και την 'έβαλα στη θέση της'.  Πληρώννει με μιά φάουσα δολλάρια να σιγουρευτώ οτι ο γιός της θα μπεί στο κονσερβατόριο.   Εμπήκε το λοιπόν, πίννει νερό στ' όνομα μου, respect.   Έπιασεν με το λοιπόν τηλέφωνο για να μου πεί οτι εχτές το απόγευμα οταν πήρε το γιό της στο γιατρό στη μεγαλούπολη εδιαρρήξαν το αυτοκίνητο τους στο οποίο είχε αφήσει ο μαλάκας το macbook pro του ΠΑΣ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΗΓΟΥ, το iPhone του, και άλλα.  Τον βλάααακα.   Και το κουφό: Στο κομπιούτερ είχε όοολο του το πορτφόλιο, τα τραγούδια του μιξαρισμένα, τις εργασίες του.  Όλα.  Χωρίς να τα έχει κάνει back-up σε εξωτερικό δίσκο ποτέ του!
Εικόνα
Πρώτο χιόνι.  Καλό  μας χειμώνα.  Αποκλεισμένοι στο σπίτι.  Με νέσκαφε, μουσική, μωρά.

Αγοράζοντας πιάνο με ουρά για την πελλο Μ.

Μπαίνω στο μουσικό κατάστημα.  Τα θηλυκότατα πιάνα στέκονται στη γραμμή με ανοιχτές αγκάλες, σιωπηλά, κοιμούνται κάτω απο φώτα άσπρα και σκληρά στο ψηλοτάβανο χώλ.  Μιλώ χαμηλόφωνα στον πωλητή, ένα γέρο πονηρό, ούτε πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων να ήταν,  περουκοφόρος με μουστακούδι, λίγο γλοιώδεις τύπος αταίριαστος με τον ιερό αυτό χώρο, παρείσακτος μες το ναό της μουσικής. Δεξιά τα steinway, τα yamaha.  Αριστερά τα δεύτερης ποιότητας κινέζικα.   Περιμένω την M.,  άργησε η καριόλα.   Έτσι τύπος πελλός έναι.  Όταν κάνουμε μάθημα πιάνου βρίζει συνέχεια, αππώννεται, τινάζει τα μαλλιά με πείσμα.  Πολλά έντονη γυναίκα, ενοχλητική.  Έχει λίγο ταλέντο και της κάνω μάθημα 4 χρόνια, κάαατι άρπαξε.   Αλλά με αγώνα.  Εν το πνεύμα της αντιλογίας, δέ δέχεται να της πείς κάτι που δέ ξέρει ήδη, οπότε πάντα έχουμε διαφωνίες  ("μα γιατί να παίξω φόρτε δαμέεεε? έν μου αρέσκει.."   Εγώ: "-έεεε, αφού έτσι λαλεί ρε Μ., τί να κάμουμε, έτσι θέλει ο μότσαρτ, τί να σου κάμω".   Αυτή

Περπατάς χωρίς φίλτρα.

Ταξιδεύεις σ' ένα απέραντο κάμπο Μέσα σου. Επισκέπτης, κοιτάζεις μόνο.  Δέν είσαι κριτής, δέν επιβεβαιώνεις, ούτε κατακρίνεις. Δέν είσαι μάνα ούτε πατέρας.  Ούτε εραστής.  Ούτε δολοφόνος.   Απλά περπατάς στον Κήπο σου. Εδώ βράχοι.  Εκεί ελεώνες.  Δίπλα στα δεξιά μεγαλώνει το κριθάρι. Χωριά.   Οι κατοίκοι είναι οι αναμνήσεις σου μετενσαρκωμένες.  Κάθε μέρα ξαναζούν το θέατρο που τους ανάθεσες, ο κάθε χωρικός θυμάται τα λόγια και τις πράξεις του και ακολουθεί την μορφή του έργου, όπως ζητάς εσύ να το ζήσει.     Ήρωες σε αναζήτηση θεατρικού είναι. Αλλού κοιλάδες με ποταμούς προς τη θάλασσα. Και όταν σταθείς στο βράχο εκεί που η γραμμή της γαίας σου συναντά τον Ωκεανό, εκεί θα δείς τη Μούσα σου. Εσύ είσαι η Μούσα.

Δύο Εαυτοί μαστόροι

Εικόνα
Κύκλος είμαστε, στη μέση κύκλου.  Σύμβολο του ήλιου.  Άστρο αυτόφωτο.  Ανάγκη δέν έχουμε κανένα για να επιβεβαιώσει ή να καταστρέψει την ευτυχία μας.  Φωτίζουμε και δίνουμε ζωή στους πλανήτες που στροβιλίζονται κοντά μας.  Και η έκρηξη μας τους δίνει ζωή, αλλά μόνο οταν έχουν τη σωστή προστασία για να μήν τους κάψει το ραδιενεργό μας υλικό.  Μόνοι οι άξιοι πλανήτες κοντά μας βρίσκουν τη Ζωή.  Οι άλλοι θα καούν, Άρης και Αφροδίτη θα γίνουν, κατάξεροι, καμένοι.   Μόνο η γή, που στέκεται στη σωστή απόσταση μπορεί να σταθεί δίπλα μας.  Γίνε γή.  Η ατμόσφαιρα της προστατεύει, δέχεται μόνο την ευεργεσία του άστρου, κι έτσι γεννιέται η ζωή.  Το άστρο δίνει συνεχώς, και η γή φιλτράρει μόνο αυτά που χρειάζεται, δέν κρίνει τα υπόλοιπα, τα φιλτράρει.  Γίνε γή. Και μαζί είμαστε φέγγαροι, μάνες, μήτρες.  Δεχόμαστε στην αγκάλη χωρίς όρους.  Ακούμε, καλοσωρίζουμε το φώς άλλων να λάμψει πάνω και μέσα μας.  Ετερόφωτοι.  Και πλανήτες κυκλώννουμε με την επ

Διαχωρισμός.

Κάτσε ακίνητος μές τη μέση του εαυτού σου, κοντά στο Ελεύθερο.   Εκεί που δέν επηρεάζει το ποιός είσαι το παρελθόν σου, τα γονίδια σου, εκεί που το μέλλον δέν υπάρχει.     Το Ελεύθερο είναι εκεί  που το Εγώ-Εσύ  δέν υπάρχουν, εκεί που ανθίζει το Μεγάλο Εμείς, η γραμμή που ενώννει όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ποτέ.  Στάθου στο πλάι εκεί κοντά στο ελεύθερο και κόψε τα ανθρώπινα δεσμά, τη σχέση με την ύλη, τις αλυσίδες του καθημερινού εαυτού.  Κολύμπα στη θάλασσα που δέ γνωρίζει όρια.  Χωρίς τίποτα να σε κρατά στερεό.  Χωρίς χαρακτήρα.  Χωρίς  υπάρχω. Εκεί στη σιωπή και τη ροή θα δείς καθαρά τί συμβαίνει. Κοίτα τους άλλους εαυτούς που κολυμπούν δίπλα σου.   Έχουν σχήματα, μορφές, αρχιτεκτονική ο καθένας δικιά του που την έπλασαν οι εμπειρίες και οι αποφάσεις κάθε στιγμής στη ζωή σου.  Έχουν αρχές και κωδικούς ξένους που μετά έγιναν δικοί.  Ανήκουν όλοι σε κάποιους ή στην ύλη.  Άλλοι είναι δυνατοί, έχουν σχήμα τρίγωνο.  Άλλοι ρέουν.  Έχουν σχήμα στρογγυλό.  Άλλοι κυνηγούν τη

Προγόνοι.

Όλοι είμαστε αδέλφια. Μας ενώννει το τρωτό μας.  Οι ατέλειες.  Οι ανησυχίες. Όλοι κουβαλούμε τα βάρη των προγόνων και πασκίζουμε μιά ζωή να τα κατανοήσουμε (αν φανούμε τυχεροί)  και να τα βρούμε μέσα μας για να τους δώσουμε πρώτα φωνή, και μετά ανάπαυση.    Μουρμουρούν, στα βάθη της ψυχής.   Οι ελπίδες τους, οι προειδοποιήσεις σοφίας γερόντων, το μαύρισμα τους, τα κακά που είχαν κάνει, η μετάνοια.  Όλα μας τα μεταφέρουν στη γέννηση μας και ζούν μέσα μας τυλιγμένα, κάποτε χρωματίζουν την διάθεση ή τη συμπεριφορά μας ή ακόμα και τους στόχους που βάζουμε χωρίς γνώση γιατί τους βάζουμε. Με τη γέννηση μας δίνουμε στους προγόνους ελπίδα, αθώο, διαιώνιση του είδους.  Αυτοί μας δίνουν  βάρη.   Και όταν γίνουμε εμείς προγόνοι στους επόμενους, συνεχίζουμε αυτό τον κύκλο. Ο άνθρωπος που ξυπνά, έχει υποχρέωση να δεί μέσα του αυτά που του έχουν δώσει οι δέκα προηγούμενες γενεές.  Να τα καταπιεί.  Να τα βγάλει στην επιφάνεια.  Όχι αυτά που του δώσαν οι γονείς μόνο.  Να δεί καθαρά αυτά που δώ
Κάθομαι στο κουλλουράδικο.  Ώρες τώρα.  Τρώω ντόνατ, κουλλούρι με σησάμι σε σάντουϊτς γαλοπούλας, πίννω καφέ παγωμένο και κάθε μιά ώρα πάω έξω για τσιγάρο.  Ο ήλιος έχει πάει να κοιμηθεί πίσω που τα κτίρια απέναντι στην τζαμαρία και οι αχτίδες του σάν μακρυά δάκτυλα καλλιτέχνη που δέ γνώρισε ποτέ κακουχίες μ' αγκαλιάζουν με το απέραντα αδελφικό τους φώς. Βλέπω. Ακούω. Είμαι. Νιώθω. Είμαι ανοιχτός.

Έφτασε το Κόκκινο Βιβλίο

Εικόνα
Περιμένω το που το καλοκαίρι. Το βιβλίο που έγραψε στο χέρι ο Κάρλ Γιούγκ ο φιλόσοφος/ψυχίατρος μαθητής του Φρόϋντ. Έκαμε τα σχέδια, έγραψε τα κείμενα με χαρτί και καλαμάρι.   Έγραψε για τα Εσωτερικά του ταξίδια, τις οπτασίες, τα σύμβολα που είδε οταν προσπάθησε να φτάσει μέσα του σε μέρη σκοτεινά και βαθειά.   Επεριμέναν 50 χρόνια να το εκδώσουν έν το είχε γράψει για να το εκδώσει τότε, ήταν οι σημειώσεις, η πρώτη ύλη που επλάστηκε πρίν γράψει τη φιλοσοφία του. Εν όμορφο να διαβάζεις που ένα Μάστρο Ταξιδευτή για το δρόμο του.  Για τα όμορφα του Μπλέ Μάτια που εβλέπαν τόσο καθαρά. Συνιστώ το.   The Red  Book. Πάμε.

Έλα Χειμώνα.

Αύριο Δεκέμβριος. Φέτος τα σύννεφα θα έχουν χρώμα γκριζομπλέ και θα κυλούν αργά στον ποταμό τ'ουρανού προς τη θάλασσα. Φέτος τα γυμνά δέντρα θα ναι σημάδι αναγέννησης. Το χιόνι πέπλο προστασίας. Το κρύο αντίβαρο στην εσωτερική αύρα του φούρνου. Τα μονοπάτια με το στρώμα πάγου πρόκληση στην πυξίδα. Το κλείσιμο στο σπίτι ευκαιρία για εσωτερική αναδίπλωση, οργάνωση. Φέτος  τα μουντά χρώματα στον ποταμό δέ διώχνουν το πράσινο. Στον χειμώνα δέν ανήκω. Μέσα μου θα περπατώ στις πέτρες απόμερης παραλίας κάπου κοντά στο Ζύγι εκεί που η θάλασσα διώχνει τη σκέψη.

Εξεύρεση νταντάς.

Εμείς στη ΧΤΕρνία δέν έχουμε συγγενείς κοντά μας να μας προσέχουν τα μωρά για να δουλεύκουμε.  Καλά.   Έχουμε συγγενείς.  Όι ομως κοντά.  (350χλμ δέν είναι κοντά).  Αλλά μιλούμε για τη Πεθερά Όφη την Οξαποδώ που παρά να μας τα προσέχει  (προσφέρεται να μετακομήσει στην πόλη μας είπε)  προτιμώ να μου τα μεγαλώννουν οι λύκοι στο δάσος ή να τα αφήνω μόνα τους.  Ε, επειδή δέν έχουμε άλλη επιλογή, έχουμε 2-3 μέρες κοπέλλα που έρχεται στο σπίτι μερικές ώρες για να μπορεί η Αγάπη να δουλεύει ή να πάει στα πεντικιούρ/ψώνια της να νιώσει γυναίκα αντί νοσοκόμα/τροφός/καθαρίστρια/μάστρος/Σολομώντας/Ιώβ και άλλα μυθικά πρόσωπα. Δυστυχώς όποιαν κοπέλλαν εφέραμεν έν μας έκατσεν ώς τωρά.  Χωρίς να έχουμεν ιδιαίτερες ιδιοτροπίες.  Τα μωρά εν φρόνιμα, χαλαρά μωρά, καθόλου απαιτητικά.  Έχουν πρόγραμμα κανονικό αλλα όχι απόλυτο.  Εν γελαστά, μεγαλωμένα με αγάπη πολλή και σημασία μαζί με όρια.  Είμαι περήφανος, εν το μεγαλύτερο μας επίτευγμα οτι έχουμε σωστά μωρά.  Και ποιός δέ θα ήθελε να είναι μέρος τ

Η μεθυσμένη γιατρός.

Είμαι διακοπές για πέντε μέρες λόγω του  Thanksgiving. Εψές είχα πολλά παράξενη νύχτα.  Είπα να φκώ έξω με κάτι γνωστούς ντόπιους που γνώρισα στο κκαφέ που πάω  -με καλέσαν όπως το έφερε η κουβέντα χτές το πρωί να πάμε στα καταγώγεια να ακούσουμε μουσική live, μιάν λεγόμενη jugband  που θα έπαιζεν bluegrass.  Σ' ενα μπάρ θεοσκότεινο, ξημαρισμένο γεμάτο χώρκατους γενάες που επίνναν φτηνές μπύρες σε πλαστικά ποτήρια.   Ανέβηκα τη σκάλα στο 100χρονο πατάρι που εμύριζε μούχλες, και έκατσα σ' ένα στούλ τρεμάμενο στο μπάρ της σερβιτόρας με τα μεγάλα σιλικονάτα βυζιά της ξανθής, παράγγειλα ρούμι.   Ένας βρωμερός αξύριστος δίπλα μου φώναζε χυδαία πράματα σε κάτι κοπέλλες χαμηλού νοητικού επιπέδου που χαχανίζαν με τα σχόλια του για τους κώλους τους, κι εγώ έπιασα να παρατηρώ τον κόσμο σ' αυτό το άβολο και ξένο για μένα περιβάλλον.  Αρέσκει μου να νιώθω άβολα, μόνο έτσι μαθαίνεις.    Ανθρωπολογία.   Ήμουν σάν τη μούγια μές το γάλα πάντως χαχαχα. Οι μουσικοί, βλοσυροί,  εκουρδίζα

Gesamtkunstwerk.

Μερικές σκέψεις σκόρπιες, περίεργες που Είδα απόψε.. Τυχερός είναι ο άθρωπος που έχει στο λειβάδι της φύσης του ποταμάκια πολλά, άλλα να κυλούν παράλληλα, άλλα να ενώννουνται να κολυμπούν παρέα, και άλλα να χύνουν το νερό τους σε λεκάνες ανάμεσα σε βουνά.  Τυχερός όποιου η φύση διαχωρίζει τα μέρη της ζωής του σε στεγανά σάν του υποβρυχίου δωμάτια, η δουλειά ζεί στη μιά μεριά, τα χόμπυ στην άλλη, η οικογένεια αλλού, κι όλα μαζί προχωρούν χωρίς να πολυεπηρεάζουν την εικόνα που έχει για τον εαυτό.  Πρέπει να είναι μεγάλη ικανοποίηση να μήν έχεις την ανάγκη να συγκεντρώσεις τον εαυτό σου, όλες του τες πτυχές σε μιά γραμμή που να ενώννει όσα Είσαι κι όσα Κάνεις. Αν οι ποταμοί σου που διασχίζουν τις κοιλάδες του Κήπου έχουν καημό να βρεθούν μεταξύ τους, να σμίξουν τα νερά τους και για χιλιάδες χρόνια της ύπαρξης σου αυτός ο σκοπός τους αναταράσσει, τους φουρτουνιάζει γιατί ο έρωτας που τους ανακινεί είναι ανεκπλήρωτος χωρίς τη συντροφιά τους διπλανούς ποταμούς, αν γεννήθηκες μ' αυ

Βουτιά στο άγνωστο.

Αρχίζει μουσικό ταξίδι καινούργιο. Εδανείστηκα μερικές χιλιάδες δολλαριάκια, κάμνω home studio ηλεκτρονικής μουσικής. Ήρταν τα πρώτα software εχτές, περιμένω σιγά σιγά τα μηχανήματα να φτάσουν, το στρινιάρικο μικρόφωνο που κοστίζει όσο μιά τηλεόραση HD χαχαχα, οι απέραντες βιβλιοθήκες ήχων, τα virtual sound modeling synthesizers που θα χρησιμοποιήσω για να κάνω γλυπτική ήχου. Θα ενώσω την 'ακουστική'  μουσική που γράφω, με την ηλεκτρονική.   Θα μπορώ να με ηχογραφώ να παίζω πιάνο πχ, μετά να βλέπω το soundwave στο κομπιούτερ, να το κόβω/ράβω να το αλλάζω όπως θέλω σάν να τζι είναι πηλός.   Εν πολύπλοκα τα προγράμματα, σάν να είσαι γραφίστας που κάμνεις 3D animation, θέλουν αποθέματα μνήμης κλπ.  Μόνο οι βιβλιοθήκες θα είναι 1.5  terabytes μάσσιαλλα. And it's really overwhelming. Έν ξέρω ΤΙ  κάμνω.   Αλλά ακολουθώ το ένστιχτο μου, που μου λαλεί οτι για να ενώσω ούλλα όσα μου περνούν, την κλασσική, τη γλυπτική, την παραδοσιακή, την ποίηση,  πρέπει να έβρω ένα μέσ

Πατέρας.

Έμεινες σχεδόν όλη νύχτα ξύπνιος. Κρατάς το χεράκι της κόρης για να νιώθει ασφάλεια οταν ο βήχας και η μύξα δέν την αφήνει να αναπνεύσει καλά,  και οταν κοιμηθεί πάς δίπλα, κρατάς αγκαλιά το κορμάκι του γιού που τρέμει με πυρετό. Δέ θέλουν γάλα, ούτε νερό, ούτε φάρμακο να πιούν.  Μα η ενέργεια σου η δυνατή και ήσυχη που τους λέει οτι είναι όλα καλά και οτι είσαι εκεί τα πείθει να ενυδατωθούν, να κάνουν κουράγιο όταν το πικρόγλυκο φάρμακο τους γεμίσει το στόμα εχθρούς και το μυαλό σκέψεις ανασφάλειας. Καθαρίζεις τον εμετό απο το παντελόνι, κάνεις μπάνιο.  Σε λίγο ξανά εμετός.   Αυτή τη φορά στην αγκαλιά σου.  Και ούτε σε πειράζει καθόλου.  Ξανακαθαρίζεσαι.  Το δίωρο κλάμα ούτε που σ' ενοχλεί πραγματικά την ώρα που το αντέχεις μές τα φτιά σου, κι ας φουσκώννουν τα συναισθήματα κρυφά σου, ας χάννεις κρυφά την υπομονή  - μα έρχεται κι άλλη, κυμματιστή, σοφή να σ' αγκαλιάσει.  Βούδδας.  Ξέχασες να φάεις, να ξυριστείς, να σκεφτείς τες νευρωτικές σου σκέψεις, καθάρισες απο τα υπ

Ελεγία: Ο Πατριάρχης της γειτονιάς.

Ο κύριος Χένρυ, ο περήφανος με την τραγιάσκα γέροντας, τρείς πιθαμές αντράκι όλο ξύδι και σηκωμένα ειρωνικά φρύδια, ο ετοιμόλογος που πάντα στεκόταν όρθιος μπροστά στις καταιγίδες της ζωής, ο κύριος Χένρυ που αψηφούσε το κρύο φτυαρίζοντας χιόνια στα ενενήντα τέσσερα του χρόνια χωρίς να ζητά βοήθεια ποτέ  ("ανήμπορος είμαι και θέλεις να με βοηθήσεις" -μου είχε πεί τότε που τον είχα πλησιάσει με το φτυάρι μου χαμογελαστός ένα κρύο πρωινό του γενάρη μετά απο την χιονοθύελλα που μας σκέπασε)   ο  κύριος χένρυ που είχε παραξενιές πολλές, μάζευε παλιοπράματα στο σπίτι του εφημερίδες, σπασμένα μηχανήματα, κούκλες, ποδηλατάκια, βάζα γυάλινα, τραπεζάκια, βιβλία  -ώς το ταβάνι γεμάτο το σπίτι σκουπίδια άλλων ανθρώπων που τα μάζευε με μανία στα παλιατσίδικα κάθε σάββατο που πήγαινε να αγοράσει και να πουλήσει-   τόσα μάζεψε που το σπίτι ξεχύλισε και δέν μπορούσε πλέον να μείνει εκεί και ζούσε δίπλα στης κόρης του,   ο κύριος Χένρυ ο γαλανομάτης ηλιοκαμένος γέρος που περπατούσε με καμάρι

H γιατρός με το πιάνο.

"Να παίξουμε χριστουγεννιάτικα σήμερα?", το βλέμμα της λίγο σκοτεινό, ούτε γειά δέν μου είπε ακόμα, περιμένω στην τεράστια πόρτα και σκουπίζω τα πόδια στο χαλάκι.  Τα σκυλιά μυρίζουν τα παπούτσια μου, κουνούν την ουρά. "Γειά σου Δρ. Σ, βιάζεσαι σήμερα να αρχίσεις το πιάνο βλέπω!" Δέ γελά.  Οι ώμοι της γονατίζουν ανεπαίσθητα προς στιγμή και το βλέπω.   Τη ξέρω χρόνια, είναι άνθρωπος έντονος πολύ, αρχίατρος στο emergency room του μεγαλύτερου νοσοκομείου της πόλης της.  Μεγάλα γαλανά μάτια αλλά σφιγμένα, κρύβουν κόσμους που δέν μοιράζεται με άλλους, και τα κοντά της μαλλιά είναι χτενισμένα με χέρι γυναίκας που έχει ως προτεραιότητα τους άλλους όχι την εαυτό της. "Χριστουγεννιάτικα να μου βρείς σήμερα Διάσπορε, αλλά όχι τα μοντέρνα, τα παλιά του Χάντελ και τα γερμανικά, έχουν βάθος περισσότερο." Απορώ.  Πρώτη φορά μου ζητά η Δρ. Σ   κάτι.  Συνήθως αφήνεται να την οδηγήσω, τα μαθήματα μας είναι γι αυτήν ευκαιρία να μήν έχει βαριές ευθύνες ή να λέει σε ά

Ταφή του Υπάρχω και το Lapis philosophorum.

Πρελούδιο. Στο πάρκινγκ του στάρπακς το πολυσύχναστο δαμέ στο σπίτιν κοντά τους ινδούς μαθητές απλώννουνται πουπάνω καμπόσα υψηλής τάσης σύρματα της ηλεκτρικής τα οποία  κρέμμουνται πλαδαρά σάν διασχίζουν  τον ουρανό κοντά στον ορίζοντα της δύσης του ήλιου τζιαι παίζουν με τα τόξα των καυσαερίων που αφήννουν πίσω τους τα αεροπλάνα στα 35 χιλιάδες πόδια.  Τί σημαίνει η εικόνα αυτή?  Τίποτε.  Απλά εν τζιαμέ. Πάν αυτοκίνητα τζι έρκουνται κάθε πέντε λεπτά, όσο χρειάζεται ο καφές να βράσει μυρωδάτος.  Μετά που τη δουλειά, κατα τες τέσσερις όταν σχολάννει η εργατιά των γύρο γραφείων η ταλαιπωρημένη του μικρομεσαίου μισθού τζιαι περπατά με τες βαλίτσες των λάπτοπ σάν τον λύμπουρα  φορτωμένο σιτάριν, παιρνούν που το στάρπακς για τον Τρίτο Καφέ, τζιήνον που θα τους βοηθήσει να αντέξουν τες ιδιοτροπίες του/της συντρόφου της, την πελλάραν των κοπελλουθκιών, τους λοαρκασμούς που χρωστούν τζιαι που πρέπει να πλερώσουν πόψε, το μάτς που πρέπει να μείνουν όξυπνοι να δούν ώς τες 11.  Εν
Σιωπώ. Θα λείψω όσο χρειαστεί. Στο επανιδείν.

Götterdämmerung

Εικόνα
Αννοίω το αδιάβροχον αργά να νιώσω τη βροσιή μα έννεν δροσερή κρούζουν οι σταγόνες της σάν το ασίτ τζιαι λειώννει μου το δέρμαν ούλλον. Παρπατώ γυρόν του βάλτου τζι είμαι μόνον κόκκαλα καρτερώ την έκσταση να έρτει πάλε μα μόνον το κενόν του ουρανού φαίνεται ψηλά πάνω που τα ζαβοκλωννιά τζι ο βάλτος εχώστηκεν κάτω που τα ξερόχορτα ρωτώ τον να μου πεί δκυό λόγια γλυτζιά μα έν μου λαλεί τίποτε, ώς τζι οι κάστορες αποφεύγουν με. "Έν είμαστεν δαμέ για να μας ξαπολάς τα σκουπίθκια σου.  Φύε." Βουρώ αγκρισμένος  πάς τον όχτον. Λείφκει ο αέρας των πνευμόνων, προδώννει η καρδία. Τζιαι μές τον πανικόν φκαίννω τρείς βράχους που εχλιάζαν τζιαι παρολλίον να σκοτωθώ. Έν με θέλουν δαμέ. "Τζιαι ποιός σου είπεν είμαστεν σύμβολα σου ρε κκεραττά?  Ανήκουμεν σου τίποτε?? Λάμνε έσσω σου τζιαι γυρεύκουν σε, εχάθηκες." Τα δέντρα εν τίτσιρα.  Εππέσαν τα φύλλα, έχασα τα φέτος. Ενεκρώσαν πάλε. Τζιαι μετανώννω το. Εθωρούσαν με τα δέντρα αδιάφορα. "Ποττέ σου δ

Ο βουδιστής δάσκαλος.

Εικόνα
Βαστά με λλίον η κούραση, έν έχω κάβλες μετά που το δεκάωρον που εδίδαξα σήμερα να πλάθω όμορφες εικόνες, τζαι θα τα πώ απλα. Λλία λεπτά πρίν να φύω για δουλειά το πρωί είδα τυχαία έξω που το παράθυρο τζι είδα τους βουδιστές που περνούν συχνά πυκνά που δαμέ να πλησιάζουν που απόσταση.  Έτρεξα να τους φωτογραφίσω όπως κάμνω κάθε φορά.   Με είδε ο Δάσκαλος, κάθε φορά με βλέπει.  Αντρέπουμαι, αλλά πάλε φκάλλω τους φωτογραφία.   Σήμερα είχαν καινούργιο πρόσωπο μαζί τους. Μπροστά ο Δάσκαλος, ήρεμος, γεμάτος Άδειο.  Φορεί ζεστά ρούχα κάτω που το μανδύα, σκούφο.  Κάμνει ψοφόκρυο.  Πίσω του ο Μαθητής, συντετριμμένος, θωρείς τη δουλειά που κάμνει ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.  Φαίνεται υποβάλλουν τον σε κακουχίες για να μάθει πώς αποβάλλεις το κορμί, κρυώννει, έχασεν βάρος, κουβαλά βαρύ δοχείο όπου πάει, διαλογίζεται συνέχεια, ασταμάτητα.  Τί να γυρεύει το παλληκάρι?  Απαρνήθηκε τα εγκόσμια για να βρεί την Ελευθερία μέσα που την ταπείνωση. Πάλε επεράσαν που δαμέ τζι είδα τους.  Καμιά φ

Ο μάστρε χτίστης του ΑνΟΙκω.

Τραπέζι μακρόστενο, άσπρο ξεβαμμένο τόπους τόπους.  Λιτό.  Όλο γωνιές άχαρες για όλους, μα εμένα με τραβάς.  Πολλά.   Είσαι λίγο χαμηλό και βολεύεις το γράψιμο.  Εσύ θα μπείς μπροστά απο το παράθυρο, να βλέπω έξω την ώρα που γράφω.   Σε κληρονόμησε η γυναίκα μου που τη γιαγιά της.   Κάτσε μπροστά μου να γράφω πάνω σου, ξέρεις τί σοβαρό ρόλο παίζεις.  Έβγα που το υπόγειο που σαπίζεις μές την υγρασία τόσα χρόνια, να σου πλύνω το κορμί να μυρίσεις όμορφα.  Έλα. Τραπέζι θηλυκό, θα σε βάλω δίπλα, σε σχήμα Γ που το άλλο.  Εσύ είσαι ψηλή, με πόδια τορνευτά, τα τακούνια σου λείπουν!  Σε βρήκα στην πόλη με το ψαρολίμανο πρίν 4 χρόνια, μιά μέρα που είχα πάει μαραζωμένος  (έκπληξη!)  για να έβρω θάλασσα.   Καθόσουν στη βιτρίνα του παλιατζίδικου και όπως περνούσα σε είδα και σε αγόρασα χωρίς δεύτερη σκέψη.  Για να σε χωρέσει το αυτοκίνητο, μετά που σε κουβάλησα ένα χιλιόμετρο στην πλάτη, ξεβίδωσα τα πόδια σου με το swiss army knife που είχα μαζί μου.  Κάτσε τωρά δίπλα μου, είμαι έτοιμος, έβγα πο

Οι δύο μάνες της Σοφουλλίτσας.

Η  Σοφουλίτσα που είναι εννιά χρονών κάθεται στο πιάνο και τα μαλλάκια της τα κατάμαυρα λάμπουν καλοχτενισμένα κάτω απο το φως της τεράστιας λάμπας που κρέμμεται απο πάνω μας διώχνοντας το σκοτάδι του Νιόβρη.  Χαμογελά μου με αθωότητα, περηφάνεια.  Ψηλώννει λίγο τους ώμους της να καθήσει καλύτερα, μα δέν φτάνουν τα πόδια στο πάτωμα καλά.  Της φέρνω σκαμνάκι.  Αγγίζει τα πλήχτρα με σιγουριά, και με κοιτάζει πλάγια περιμένωντας να της δώσω εναρκτήριο νεύμα της κεφαλής.  Ψηλώννω το αριστερό μου φρύδι και αρχίζει.   Νότες αργές αλλά σίγουρες.  Γελώ μέσα μου, έχει διαβάσει πάρα πολλά, όπως της είπα.  Τελειώνει το κομμάτι, άψογα παιγμένο, και με ρωτά ερωτήσεις. "Εδώ στη δεύτερη σελίδα έπαιξα το φόρτε καλά?" "Ναι Σοφούλα, να αναπνέεις αμέσως πρίν, θα είναι ακόμα πιό καλά" "Οκ." Ξαναδοκιμάζει.  Σφίγγει τα χείλη για να συγκεντρωθεί. "Έτσι?" "Ναι!.    Άλλες ερωτήσεις έχεις?" "Έχω.   Εδώ δυσκολεύτηκα με το ρυθμό.   Μου πήρε 3