Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2009

Back to "reality": Εγελάστηκα, τζι επιάσαμεν τον κλέφτην..

Το λοιπόν. Η έξω ζωή έχει εν μυστήριο τρόπο να σε φέρνει πίσω στην πραγματικότητα την κατάλληλη στιγμή, πρίν να 'παραταξιδέψεις' και χαθείς μές τες σπηλιές του Νού χωρίς ελπίδα επιστροφής σύντομης. ήρθε σήμερα η πραγματικότητα να μου δώσει πάτσους, κλωτσιές, έπιασεν με που το γιακκά, έσουσεν με σάν τη μαριονέττα. Καλά το είπα το πρωί το "τέλος κεφαλαίου.." χαχαχα. Είμαι τελικά μεγάααλο ψώνιο. Ευκολόπιστος. Αγαθός. Γαϊδούρι παλαβό που πιστεύει ακόμα στην αθρωπιά, τη ττόκκα, που πιστεύει στην υποστήριξη μικροεπιχειρήσεων της περιοχής (Buy Local!!), που βλέπει μέσα τους ανθρώπους κυρίως τα απλά, τες αρετές κλπ. Αθώος μαννοκίκκηρος είμαι γιατί πασκίζω να διώξω τη δυσπιστία μου για τους 'άλλους' κάτω απο το πάπλωμα που μου προσφέρει η ικανότητα να βλέπω το όμορφο, το καλό. (sigh...) Επιάσαμεν τον κλέφτην που μας είχεν ανοίξει το σπίτι το χειμώνα τζι έκλεψεν μας τα ψιλά μας, το ipod μου, τζιαι κάτι προφυλακτικά (!!???) που το συρτάριν. Επιάσαμεν τον. Ε

Κούρδισμα.

Εικόνα
"Boredom is counter revolutionary" -είδα το καρφωμένο σ'ένα δέντρο στο πάρκο- Ο ΠΡΩΤΟΣ ΝΟΥΣ Ο νούς ο άεργος, ο νούς που επαναπαύεται, ο νούς που δέ ξέρει να ψάξει, αυτός που πλατσουρίζει στη ρουτίνα του, αυτός που συνηθίζει την ύπαρξη τόσο που του φαίνεται πλέον μπέζ, αυτός ο νούς αργοπεθαίνει. Σήψη. Μα δέν το καταλαβαίνει ο ίδιος. Δέν πολεμά καθόλου. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΟΥΣ Ο νούς ο υπερενεργός, που λιμάνι δέ βρίσκει ποτέ να αράξει, ο νούς που ψάχνει να βρεί νόημα for the sake of it, αυτός που μένει ανικανοποίητος πάντοτε, χωρίς να αισθάνεται στον οργασμό της Ζωής, αυτός που του λείπουν όλα επειδή ψάχνει να βρεί το μηδέν και το βρίσκει να ζεί μέσα του στο βάθος, αυτός που αντί να δεχτεί αγάπη τη ρωτά "τί είσαι?", αυτός ο νούς αργοπεθαίνει. Δηλητήριο. Το καταλαβαίνει μα δέν μπορεί να νικήσει τη φύση του. Πολεμά να φύγει. Μισά τον πρώτο νού. Ο ΤΡΙΤΟΣ ΝΟΥΣ Ο νούς που βρίσκει το βαρόμετρο, ο νούς που μαθαίνει να θερμοστατεί μεταξύ του Μηδέν και του Όλα, αυτό

Στη γή με τους λόφους.

Εικόνα
Ταξιδεύει ο ολόκληρος εαυτός προς τες πύλες. Φορτωμένος μάτια. Αφήνει πίσω τα Π, τα πυθαγόρεια, της Λογικής. Αφήνει τις αλυσίδες. Την ομορφιά. Την αλήθεια. Αφήνει πίσω τον ολόκληρο εαυτό, διαμελίζεται και ταξιδεύει. Οι τέσσερις εαυτοί, μοιρασμένοι που αφέθηκαν, στην όχθη του μπλέ μπροστά. μα η πινακίδα λέει "danger, unguarded waters." Ο ένας είναι Γέρος. Ο άλλος γαλανομάτης, νέος. Η άλλη, γυναίκα. Ο άλλος είναι παιδί. Οι τέσσερις εαυτοί κολυμπούν στα βαθειά. Άλλος προς τα δεξιά, εκεί που χωρίζει το μπλέ και το πράσινο. Άλλος έρχεται προς τα δώ, με αποφασιστικότητα. Άλλος κοιτάζει αριστερά, αποφεύγει. Ο άλλος, ο τελευταίος, κρύβεται. Στη μέση του μονοπατιού βλέπω ενα όν σε κέλυφος σμαραγδιού. Χελώνα. "Κρύφτου", είπε. Κρύβομαι. Κι ο φόβος του χαμού φωλιάζει, ιός, καρκίνος, στην καρδιά. Μεγαλώννει σάν κόκκινος πανικός. Φεύγω. Η ψυχή έχει φύγει. Δέ θα το αντέξω. Μα εκεί που σάν τον Αίαντα θα έπεφτα στο σπαθί, σάν απο μηχανής θεός, η ψυχή δείχνει ενα νέο σύνορο. Νέο

Κι έτσι, αρχίζει πάλι το ταξίδι.

Εικόνα
Ο αστροφορεμένος ουρανός που ζεί τυλιγμένος Μέσα μου ρίχνει κύματα τα πέπλα, την λευκή του αυλαία στο Έξω όσο πρέπει και το Έξω όσο πρέπει θολώνει. Δές καθαρά την νέα εικόνα εαυτέ Δές τα Μέσα και τα Έξω να γίνονται τώρα Ένα μήν το παλεύεις τα μάτια να εστιάσεις. Δές τ' άστρα, τους οδηγούς να σου δείχνουν τη θολή γραμμή του ορίζοντα. Με την πυξίδα και τον αστρολάβο σφιχτά κάτω απ' τη μασχάλη σαλπάρω ένα πρωί. Αφήνω πίσω μου το Μή-Ελεύθερο, την Ομορφιά, τις Αλυσίδες να περιμένουν εκεί σε μιά ακτή, σάν μάνες με μαντήλια άσπρα του ξενιτεμού, αφήνω τες εκεί, που τ' αστρο της αυγής κιτρινωπό έφεξε. Nel mezzo del camin di nostra vita mi ritrovai per una selva oscura che la diritta via era smarrita. Ahi quanto a dir qual era è cosa dura esta selva selvaggia e aspra e forte, che nel pensier rinuova la paura! Tant 'e amara che poco è più morte; ma per trattar del ben ch'i' vi trovai, dirò del altre cose ch'i' v'ho scorte. Lasciate ogni speranza, voi ch'ent

Κουφοί στην μουσική της ομορφιάς.

Τί είναι η ομορφιά, τζιήνη που μας απασχολεί τόσον εμάς που (νομίζουμεν) την πλάθουμεν, τζιαι γιατί μας σπρώχνει να την πλάσουμεν? Τζιήνη που μας απασχολεί με διαφορετικόν τρόπον, με τα ένστιχτα, τες αισθήσεις. Η εξωτερική, τζιαι η εσωτερική. Βουρούμεν το Όμορφον, πουπίσω. Μές παρουσιαστικόν μας τζιαι τους άλλους. Μές το περιβάλλον που ζιούμε, τα πράματα που μας ανήκουν. Γυρεύκουμεν 'ομορφα', συμμετρικά. Γυρεύκουμεν να ζωγραφίσουμεν, να γράψουμεν, να κάμουμεν μουσικές. Τρέχουμεν ξοπίσω της ομορφιάς. Τζιαι αφού η αντίληψη μας η σκλαβωμένη εν τούτη που αποφασίζει τί είναι 'όμορφον', τζιαι η αντίληψη τζιήνους που το θωρούν τζιαι ακούουν η σκλαβωμένη τους αντίληψη αποφασίζει αν όντως εν 'όμορφον' κάτι, εν τζι η ομορφιά μολυσμένη που την αιχμαλωσίαν μας. Μα καλά δηλαδή. Αν ξιφυλλίσουμεν την αντίληψη τζιαι σταματήσει το Εγώ να υπάρχει, με ποιάν αίσθησην εννα θωρούμεν την ομορφιάν? Που τούντην αφαίρεσην, εννα υπάρχει υπόλοιπο? Ή εννα μας φανεί η ομορφιά όφκε

Στραβοί, μές τη σπηλιάν της αλήθειας.

Η αλήθκεια του εαυτού. Χωρίς να την έβρεις τζιαμέ στα σκοτεινά που ζεί, έν μπορείς να δημιουργήσεις. Ούτε να προχωρήσεις άλλο. Ποιά εν η αλήθκεια του εαυτού? Πρώτα πρέπει να δείς το ψέμαν το εαυτού πρίν να ρωτήσεις ποιά εν η αλήθκεια. Πρέπει να ξεφυλλίσεις το είναι σου σάν το κρεμμύδι, σάν το φύλλο του πορτοκαλλιού που το καθαρίζεις με το μαχαίρι σε σχήμα σπιράλ. Ένα ένα τα φύλλα να τα διαβάσεις, να δείς το ψέμα τους, χωρίς κρίση. Πρέπει να ρίξεις τα εφτά τείχη της Πόλης σάν τον πορθητήν, να μπείς μέσα να δείς τί έσιεις. Μέν τριγυρίζεις την τροία σου με το αμάξι να παίζεις το παλληκάρι πλέον. Ρίξε τα, τζιαι έμπα στην Πόλη σου. Δέ πόσα πράματα έπεισες τον εαυτό πως εν δικά σου. Εν τραγικό. Που μιτσής το έκαμες τούτον. Ούλλοι κάμνουν το. It's the 'human condition'. Εγεννήθηκες κρατώντας την αλήθκεια, έξερες το πολύτιμο της μυστικό. Ήξερες την στο είναι, ήταν καθαρό. Εκράτας την για λλίο. Ο κόσμος ήταν θαυμαστός γιατί εζούσες μές την αλήθειαν. Μεγαλώννεις. Αρ

Αιχμάλωτοι. Πέρασμα, δίπλα του Βουνού.

Στο κελλί το υπόγειο της ύπαρξης κρατά μας αιχμαλώτους ο Εαυτός. Πρίν ακόμα γεννηθούμεν μαθαίνουμεν να ζιούμεν μές το κλουβίν της μήτρας, μας μαγεύει με την ασφάλεια του μικροκόσμου του, που ζεστός τζιαι υγρός αγκαλιάζει μας. Που την πρώτη μας ανάσαν διπλώννουν μας μές σε σεντονούδι σφιχτά τζι ο εαυτός παραδώννεται μές την αγάπης τις αλυσίδες. Τραγικό. Να συνηθίζουμεν τη σκλαβιά πρίν να μας μπούν ιδέες τζιαι γυρέψουμεν ελευθερία. Που τζιαμέ αρκέφκει το κακόν. Μεγαλώνουμεν διμμένοι, με κρίκους στους αστραγάλους, διμμένοι σάν τους σκλάβους που τραβούν κουπί στη γαλέρα. Δέν τους ακούετε τους κρίκους σας που κουδουνίζουν? Αιχμάλωτοι είμαστε, της σάρκας αιχμάλωτοι. Της οικογένειας μας αιχμάλωτοι. Της βιοπάλης οι σκλάβοι. Του χρήματος. Αιχμάλωτοι της ομορφιάς. Και τους κοινωνικούς κανόνες. Φυλακισμένοι, βυθισμένοι στις αδυναμίες μας. Στη φαντασία μας. Στο παρελθόν. Δεμμένοι. Αλυσίδες οι σκέψεις για ατέλειες, παράλογες ατέλειες. Αλυσίδες κι οι λανθασμένες εικόνες που έχουμε

Ο Γέρος και η θάλασσα

Ακκάννω το κουβανέζικο σάντουϊτς με το χάμ, το καπνιστό χοιρινό, το τηγανιτό αβγό και τη μουστάρδα μές τη φραντζόλα την μυρωδάτη. Πίννω γουλιά καφέ δυνατό με γάλα ζαχαρούχο. "Θέλεις ακόμα ένα φλυντζάνι?" λέει η χαρωπή ευτραφής μιγάς σερβιτόρα με πλατύ χαμόγελο που θυμίζει χωράφια δίπλα σε θάλασσα με τομπάκκο και μπανανιές. "Nαί. Παρακαλώ". Εν μικρό το μαχαζί. Λίγο ξημαρισμένο, έτσι οπως πρέπει σε αυθεντικό μαγειριό. Είναι μακρόστενο το εστιατόριο, με τοίχους πράσινους στους οποίους κρέμμουνται γελαστοί πελάτες άλλων εποχών, μές σε φωτογραφίες καδρωμένες πρόχειρα. Μυρίζει τηγανίλα, κύμινο, ρούμι. Στη γωνιά, ο ιδιοχτήτης παίζει ντόμινο με κάτι μουστακαλλήδες πλατυπρόσωπους σκεμπετζιήδες τύπους που κάθε λλίο πειράζουν ο ένας τον άλλο στα ισπανικά με τζιήντη γλυτζιά γλυστερή προφορά της Κούβας. Τα οπίσθια της καλλονής σερβιτόρας που περνά απο δίπλα μας χορεύουν με το ρυθμό της μουσικής του ραδίου. Κάθεται ο γέρο-Μόργκαν απέναντι μου και τα μάτια του με κοιτάζο

Ύμνος στη ψυχή.

Ύμνος στη Ψυχή. ---------------------------- Έλα ουσία μου του Κήπου, δροσερή, κρυφά ν' αγγίξεις τ' ανθισμένα χείλη. Σε λευκές κάμαρες ξάπλωσε δίπλα της, δόθου, ξεχάστου άνοιξε το λωτό της και τρύγησε, πότισε τα παρτέρια με της βροχής σου την ίαση. Να κοιμηθείς το βράδυ στους καμένους Κήπους. Κοιμήσου ψυχή μου κι ονειρεύτου με. Κοιμήσου κι ο Μορφέας, κρυφός σου εραστής θα σ' οδηγήσει. Αφουγκράστου την ερημιά. Ακούς τα κύματα στους πρόποδες του ηφαιστείου? Περπάτα όσο βαστούν τα μέλη σου και μήν τη σκέφτεσαι την πυρωμένη στάχτη που σου καίει τα υποδήματα. Και περπάτα. Φτάσε εκεί στο λόφο με το Πρόσωπο στο Βράχο, κοίταξε το κατάμματα και μήν το κρίνεις πιά. Ανέβα το. Περίμενε. Και μπές απο τ' ορθάνοιχτο του στόμα το γκροτέσκο χωρίς φόβο Μπές μέσα, ολόκληρη και δόθου στη σπηλιά. Μείνε με το κορμί στα σκοτεινά μα άνοιξε του μέτωπου το μάτι Κοίτα και μή φοβηθείς! Δές πόσο λάμπουνε τ' απολιθώματα σου στο βάθος της! Δές τα πετράδια σου να τα χαράζει σκυφτός ο δου

La verdura.. Nigredo

Εικόνα
Γονατιστός νυχοπιασμένος σε σκαλοπάτι γρανιτένιο απόψε και δέ φοβάμαι. Μές τη ρωγμή του βράχου ψυχοπλατύς ο καλύτερος εαυτός αφήνει την ύλη του να περάσει στο άγνωστο. Άσε με λάβα κοιμισμένη να διαβώ, το χέρι το δεξί μου δές πώς σε χαϊδεύει πατρικά και με το νύχι σχεδιάζει σύμβολα στο δέρμα σου το χέρι μου τ' αριστερό πώς σε χαϊδεύει μητρικά γνωρίζει τις καμπύλες σου, την κάθε κόγχη δές το περίγραμμα μου σάν αβγό που με περιβάλλει, μπλέ έξω έξω, πράσινο, και μέσα βιολετί διώχνει το μαύρο και το κόκκινο δές, είμαι έτοιμος να ξεδιπλώσω την περγαμηνή μου στα σπλάχνα σου. Δέ φοβάμαι βράχε, και διαβαίνω το σκαλοπάτι σου κρατώντας την άκρια του νήματος. Το γεφύρι, πέρασμα στο Αλλού, βαδίζω το χωρίς να διστάζω. Στην άλλη όχθη του ποταμού με βρίσκει ο εαυτός να κάθομαι σε νεκρό δέντρο. Γύρω του όλα που τον ντροπιάζουν. "άδειασε το δοχείο σου στην άλλη του πλευρά και κολύμπησε στη βρωμιά σου κάθησε ολόκληρος στην όχθη της τη διαβρωμένη και νιώσε την να χαίρεται το ελεεινό μεγαλείο τ

Οδοιπορικό

Εικόνα
Επήαμε στην πεθθερά μου το σ/κ, στην πολιτείαν του βουνού τζιαι του πρασίνου που μολύνει με την παρουσίαν της. Είμαι τόσον 'αλλού' ψυχολογικά που δέν βρήκα τίποτε, μα τίποτε αστείον κατα τη διάρκεια της επίσκεψης. 'Εν έκαμα περίεργες σοξοερωτήσεις να τη τσιγκλίσω. Έβριξα, ούτε το φαϊν της έφαα, ούτε δκυό κουβέντες έκοψα. Εσκέφτουμουν τα πουμέσα μου, εσκέφτουμουν την όμορφη μούσα της έμπνευσης που μου εφύσησεν έσιει καμιάν εφτομάν τζιαι αννοίξαν οι εσωτερικοί κόσμοι τζι έμπηκεν αέρας μέσα βόρειος, κρυός σιόνιν, ολόφρεσκος. Άφηκα όσα εσκέφτηκα τζι έγραψα να ριζώσουν. Άλλαξα το δέρμα μου σάν την κουφήν. Ξανα-ανανεώθηκα, τζι εν ωραίον πράμαν. Είμαι σημαίνει ζωντανός, εν μεγάλη κουβέντα να θωρείς τον εαυτό σου να μέν κολλά, να έσιει ροή. Στο δρόμο (οδήγαν η γυναίκα μου) έφκαλα πολλές φωτογραφίες. (για να μέν βαρκούμαι, ή να της λαλώ συνέχεια ήνταλως να οδηγά.) Καλή βδομάδα.

Sublimatio.. στον άνεμο Ιριδίζει, εξανεμίζεται του εαυτού ο χρησμός.

Εικόνα
Jacobsleider Ιερός Γάμος. Της αιθέριας κλίμακας ν' ανέβεις τα σκαλιά εαυτέ. Ανάπνευσε τον ατμό σου και πιές γλαυκό το δρόσο των πνευμόνων. Στο πρώτο σκαλοπάτι στέκει τρεμάμενο τρωτό το κορμί μ' αμφιβολία στο μέτωπο στιγματισμένη. Κοιτάζει πίσω του, το κυπαρίσσι και το σπίτι το παλιό σκλερίζουν, κι αυτός, ο πρωτόπλαστος και ατελής δέ θέλει να τ' αφήσει ακόμα. Βλέπει μπροστά του το Έργο, φοβάται και ζυγίζει τα. Μπροστά του περιμένουνε σημάδι οι μαρμάρινες και νοητές του πόρτες. Και προχωρά. Στου δεύτερου σκαλιού την κλίνη ξαπλώνει ο Εγώς να κοιμηθεί αν τον κρατήσεις απ' το χέρι πατρικά αν τραγουδήσεις χαμηλόφωνα νανούρισμα αγγίζοντας τον με το δάκτυλο της ίασης. Στο τρίτο στρουφαλίζει δοσμένος στην έκσταση ο δερβίσης σου κι ο Έρωτας για τα πεντάμορφα ήλιος είναι στα μάτια του. Στο τέταρτο -που γίνεσαι ξανά παιδί- ανοίγει η καρδιά σάν ορχιδέα το σούρουπο και ο ατμός στα πέταλα σου ζεστά σμίγει τα δάκρυα με το αίμα εκεί, στον μίσχο σου μαζεύεις όλα τ' απλά και α

..Rubedo. Solutio perfecta.

Εικόνα
Ακέφαλος. Γυμνός. Σκίσε πηγάδι στου λαιμού την φλέβα αυλάκι σκίσε. Μια κόκκινη και ρουμπινένια βρύση να λευτερώσει ορμητική ουσία στο σύμπαν. Κόψ' το κεφάλι, πάρ' το να το κρατήσεις ζεστό στα χέρια σου. Στης απαλάμης σου τες ραβδώσεις κυλά ποτάμι το αίμα μου, πιές να δροσιστείς. Σκόρπισε βροχή τις σταγόνες άνεμε, πορφυρό αφρό θαλάσσιο, σπονδή κρασιού. Σκόρπισε τες χέρι άξιο του ανέμου στα διψασμένα. Τα μέλη μου σχίσε ώ μούσα, με ένθεη μανία ολόκληρος σου δίνομαι, μαινάδα όλων γεννήτρα σχίσε και με καρφιά ασημοκάπνιστα τα τέσσερα μου μέλη σε ξύλο ελιάς κάρφωσε Βάκχε ωμηστή θρέψε την πείνα με τη σάρκα μου. ------------------------------------------------------------------------------------------- Σ' ελευθερώννω.. ..εαυτέ που θάφτηκες άκλαφτος στα φύλλα του δάσους εκεί που πρωτογνώρισες τον Έρωτα. εκεί που έχυσε η καρδιά το μαύρο της ζουμί στο βράχο πάνω και στον ποταμό. Σου δίνω... ..ΕΣΕΝΑ, που μ' έπλασες, το χέρι μου, το αντρίκιο μου το χέρι και η συγχώρεση, γλυκει