La verdura.. Nigredo





Γονατιστός νυχοπιασμένος σε σκαλοπάτι γρανιτένιο απόψε και δέ φοβάμαι.
Μές τη ρωγμή του βράχου ψυχοπλατύς ο καλύτερος εαυτός αφήνει την ύλη του να περάσει στο άγνωστο.
Άσε με λάβα κοιμισμένη να διαβώ, το χέρι το δεξί μου δές πώς σε χαϊδεύει πατρικά
και με το νύχι σχεδιάζει σύμβολα στο δέρμα σου
το χέρι μου τ' αριστερό πώς σε χαϊδεύει μητρικά
γνωρίζει τις καμπύλες σου, την κάθε κόγχη
δές το περίγραμμα μου σάν αβγό που με περιβάλλει, μπλέ έξω έξω, πράσινο, και μέσα βιολετί
διώχνει το μαύρο και το κόκκινο
δές, είμαι έτοιμος να ξεδιπλώσω την περγαμηνή μου στα σπλάχνα σου.
Δέ φοβάμαι βράχε, και διαβαίνω το σκαλοπάτι σου κρατώντας την άκρια του νήματος.






Το γεφύρι, πέρασμα στο Αλλού, βαδίζω το χωρίς να διστάζω.


Στην άλλη όχθη του ποταμού με βρίσκει ο εαυτός να κάθομαι σε νεκρό δέντρο.
Γύρω του όλα που τον ντροπιάζουν.

"άδειασε το δοχείο σου στην άλλη του πλευρά και κολύμπησε στη βρωμιά σου
κάθησε ολόκληρος στην όχθη της τη διαβρωμένη και νιώσε την να χαίρεται το ελεεινό μεγαλείο της.
Πόσο κακό θα μπορούσες να ζωντανέψεις έξω σου στον κόσμο, εαυτέ?
Και πόσο πασκίζεις να το κρύψεις βαθειά σου εδώ να μή φανεί?
Στο δάσος, τα πτώματα φωνάζουν.
Στην επόμενη στιγμή καραδοκεί αυτό που φοβάσαι.
Πόσο να στέκεσαι φρουρός του εαυτού?
Πόσο έχει σαπίσει αυτό που σε τρώει και σου αρρωστά τα σπλάχνα
Πόσο θα κρατήσει αυτό?
Δέν είσαι μόνο αυτό γλυκέ μου. Δέν είσαι.
Κάτσε δίπλα Τους και μόνο βλέπε τα.
Άσε το μπλέ να τα αγκαλιάσει.
Όλα τα Μέσα, θεόπλαστα
και οι νόμοι οι Έξω δέν είναι οι ανθρώπινοι."





Μιά λίμνη με πέπλα.
Αγγίζω τα κλαδιά χωρίς φύλλα στην καινούργια επιφάνεια.
Και δέ φοβάμαι πιά.
Τρυγώ απαλά τον κόλπο της.
Μαύρο σιρόπι το νερό της.
Βυθίζομαι άφοβα.
Στην άλλη την πλευρά είναι ο αέρας ελεύθερος, μυρωμένος.







Στο βυθό της λίμνης ζούνε κέδροι και πεύκα ώς την κορφή τ' ουρανού.
Και θορυβούν με τα κλαδιά τους εκκωφαντικά.
Γίνομαι και γώ δέντρο, ένα με τη χορωδία τους.
Κοπάζουν. Φεύγουν. Με περιβάλλει δακτυλίδι.


Ανέβηκα στο τρίγωνο βουνό και όλα ησυχάζουν.










Μπαίνω στη σήραγγα σας δέντρα.










Εκεί που έχει τρέξει ο λογισμός, στο βουνό του Βασάλτη δέ θα πάω.
Βασάλτης δέν είμαι εγώ. Το δάσος λέει όΧι.
Εδώ, φοβάμαι.

Τυλίγω γύρο μου κορδέλα ριγέ, και προχωρώ, το προσπερνώ.
Δέ με ενδιαφέρεις Βασάλτη. Και σύ θεόπλαστος.





Κρατώντας το σμαράγδι μου σφιχτά μεταξύ του αντίχειρα και του δείχτη, τυλίγω το μίτο, βγαίνω έξω απ' τη σχισμάδα του βράχου ασφαλής.


Το μπλέ σμαράγδι ένα έγινε με το πράσινο
μα πολλές φορές πρέπει να γίνει αυτό το ταξίδι για να στεριώσει η ουσία του.
Πολλές. Κι αντέχω το, εαυτέ.
Εύκολο το πρώτο ταξίδι εαυτέ. Βάστα καλά αγαπημένε, το τρίτο και το τέταρτο είναι δύσκολο, αν μπόρεις να ξανάρτεις.






Προς το παρών, αντίο.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Mondestrucken/Φεγγαρομέθυστος

Ελάτε στες μουσικές

Στη συναυλίαν των μαθητών του Διάσπορου.