Ο δάσκαλος της Σουνάντας, τζι η Σιωπή, τζι η Τεμπελιά.

"Κάτσε Διάσπορε να σε κεράσω Τσιά με πιπέρι καφτερό, αφού εν το τελευταίο μάθημα του γιού μου πρίν τες διακοπές κάτσε να μιλήσουμε λλίο τζι έχω ιστορία να σου πώ", λαλεί η φίλη μου η Σουνάντα τζιαι προσφέρει μου ζεματιστό τζιαι υπέροχα αρωματικό φλυντζάνι με κρέμα, βότανα τζιαι τσάϊ ινδικό.  Εν ντυμένη με φανταχτερά μεταξωτά, πόψε έσιει συναυλία χορού τζι εν έτοιμη.

Πάει πολλά καλά ο γιός της.  Θαύμα κανονικό.  Παρά τες αναπηρίες που του εφόρτωσεν τον εγκέφαλο η φύση, έσιει τη μουσικήν άφθονη μέσα του, δυνατά γονίδια.  7 χρονών τζι έμαθα του ούλλες τες κλίμακες, τες συγχορδίες, ρουφά τα σάν τον πελλόν ούλλα, με τεράστιο ενθουσιασμό.  Τζι η μάνα του ξέρει το.  Παίζει τζιαι μότσαρτ λλίον ο μιτσής, λάμπει το προσωπάκι του, τα καφέ του μμάθκια εν γεμάτα αγάπη,  τζι ας μέν μιλά, τζι ας μέν είπεν ποττέ του "σ' αγαπώ" κανενού.  Μακάρι να' ταν ούλλοι μου οι μαθητές έτσι.  Έσιει 2-3 βδομάδες προσπαθώ να του δείξω ήνταλως να παίζει με χάρη.  Εν δύσκολο για ένα μωρό, πόσο μάλλον για μωρό που έσιει προβλήματα.  Κάθουμαι όμως υπομονετικά τζιαι παίζω κομμάθκια για να με θωρεί.  Τζιαι παρ' όλο που το παρουσιαστικό μου ξεγελά, είμαι πλάσμα που λικνίζουμαι άμα παίζω, τζι ώς τωρά όσοι μαθητές έχουν Μμάθκια, "πιάννουν"  την ιδέα τζιαι μαθθαίνουν την τέχνη του πώς να χάννεται το πλάσμα μές την μουσική.  Εν τέγνη το Χάννουμαι μές τη Στιγμή, τέγνη που μπορείς να μάθεις.


Ρουφούμε τσιά  με θόρυβο.

"Δάσκαλε Διάσπορε, θέλω να μοιραστώ μιάν ιστορία.  Παρακολουθώ σε που μάσιεσαι να διδάξεις τη Σιωπή του γιού μου τζι εθθύμισες μου κάτι σημαντικό που έμαθα που ένα δάσκαλο μου στην Ινδία.

Όταν ήμουν 16 χρονών, επήραν με οι γονιοί μου (εν μουσικοί πάππου προς πάππου, θυμάσαι?) σ' ένα δάσκαλο γέρο ενενηντάρη για να μου μάθει θρησκευτική μουσική.  Εγώ έν έθελα.  Τί να μου μάθει? Εγώ ενόμιζα ήμουν  φτασμένη ήδη με 10 χρόνια σπουδήν πάνω μου σοβαρή, τρίωρες πρόβες κάθημέρα, συναυλίες με τον παπάν μου σωρό.  Έξερα 500 σαραντάλεπτα κομμάθκια πόξω, έξερα να αυτοσχεδιάζω, η φωνή μου έκλωννεν σάν το φίδι,  επήρεν νάκκον ο νούς μου αέραν άν και πάντα ελάλεν ο παπάς μου πως κάτι λείπει τζιαι πως θέλω δουλειάν.


Έν έθελα να πάω στην αρκή, εφοούμουν,  ο δάσκαλος τούτος ήταν πολλά γέρος, διάσημος, τζιαι δέν έπιαννεν μαθητές πλέον.  Χάρη στους γονιούς μου έκαμνεν που με έπιασε μαθήτριαν του.  Έν μπορούσα να πώ όι.   Τζι εμελέτησα πάρα πολλά, επροετοιμάστηκα, τζι αφού μου είπαν πως τα δίωρα καθημερινά μαθήματα θα με εφκάλλαν πιό ψηλά, επείστηκα.  Τί θα μου μάθει αφού τα ξέρω ούλλα?  Επήα αππωμένη τζι αχχωμένη να μάθω τα μυστικά του γέρου.  Είχα σκοπόν να του τραουδήσω ένα κομμάτι της αυγής, να τον εντυπωσιάσω με την τεχνική μου.  

Τζι έναν πρωίν έβαλα τα καλά μου τζι επήαμεν στη γειτονιάν του, σ΄ένα σπίτι χαλαμάντουρο πλιθθαρένο να τον δούμε.  Το λοιπόν αννοίω την πόρτα με τη μάμμα μου, τζι εκάθετουν ο γέρος χαμέ τζι εκάπνιζεν μές το ολόφωτον του μικρό σαλόνι.  Είπεν μας 'καλημέρα', τζι έφυεν η μάμμα μου.  Έκατσα τζι εγώ μπροστά του τζι επερίμενα να αρκέψει να τραουδά, να αρκέψει το μάθημα.  "Να τραουδήσω εγώ δάσκαλε?"  Ερώτησα τον.    Μα έν απάντησεν τίποτε, έκλεισεν τα μμάθκια του μόνο -ενόμισα ετζοιμήθηκεν.  Θκυό ώρες.  Ήρτεν η μάνα μου πίσω έπιαν με.  Την επομένη, το ίδιο.  Σιωπή, κλειστά τα μάθκια, μάθημα γιόκ.  Επήεν η ιστορία καμπόσες εφτομάδες.  Τζιείνος έκλειεν τα μμάθκια του, τζι εγώ εκάθουμουν απέναντι του αμίλητη, έν ετόλμουν να ταράξω καθόλου που τη νευρικότητα τζι εθώρουν χαμέ τα πόθκια μου, έπαιζα με τα κρόσια του χαλιού, εσκέφτουμουν, επείνουν.    Στα πολλά, αφού έν ετόλμουν να τον ρωτήσω τίποτε, ούτε να πώ της μάνας μου "μα έν με διδάσκει", άρκεψα να θωρώ γυρόν για να μέν βαρκούμαι.  Επρόσεξα τες αχτίδες του ήλιου που εκολυμπούσαν πάς τον τοίχο, τα χρώματα του χαλιού, τα έπιπλα, τες γραμμές του προσώπου του γέρου.  Έμαθα το σπίτιν του πόξω τζιαι νεκατωτά.  Ύστερα άρκεψα να τον παρακολουθώ.  Ανάπνεεν με μιάν ηρεμία αλλόκοσμη, μόνο 1-2 αναπνοές το λεπτό, τζιαι το πρόσωπο του ήταν στρογγυλό τζιαι ασημί, φεγγάρι.  Τζιαι χωρίς να το καταλάβω άρκεψα τζι εγώ να αναπνέω συγχρονισμένα μαζίν του.

Μιάν ημέραν, άνοιξεν τα μμάθκια του στη μέση του "μαθήματος", τζι άρκεψεν να τραουδά μιά νόταν μόνο.  Έφκηκεν ένας ήχος γλυτζιύς, ήχος που έρκετουν που τα βάθη της ψυσιής.  Τζι εκατάλαβα πως με έθελεν να τραουδήσω μαζίν του την ίδια νότα.  Η νότα επήεν 1 ώρα, δίχα να αλλάξει.  Τζι όταν ετέλειωσε, γυρίζει τζιαι λαλεί μου  "Τωρά είσαι έτοιμη να μάθεις μουσικήν, πήαιννε έσσω σου, τζιαι τα μαθήματα σου μαζίν μου ετελειώσαν έν έχω τίποτε άλλο να σου δέιξω μάνα μου".

Είπα το της μάνας μου, τζι εγέλασεν."





Χαμογελώ της Σουνάντας.  Καταλάβει.  Τζιαι φεύκω γεμάτος Ομορκιάν.

Η  Τεμπελιά, κοπέλλια, τζι η Σιωπή, εν η τέχνη που φέρνει μπροστά μας την ευτυχίαν.

Σχόλια

Ο χρήστης Dimitris A. είπε…
Πολύ όμορφο και αληθινό!
Ο χρήστης Joy Tears είπε…
Τα κείμενα σου για τους μαθητές εν τα καλύτερα!!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν