Ξαπολώ σε, Στάμνα του Πάππου.





Εκάθετουν ήσυχα κάτω που τα χαλάσματα, δίπλα που το ξεραλακάτι σάν τον γέρον που εφίλεψεν με το θάνατον, εκάθετουν ανάποδα τζιαι εκαρτέραν το σιέριν της βαττούς βουττημένο μμές το λιοπύριν της Μεσαρκάς, ξιασμένον που τους αθρώπους, σκελετωμένον, στοισιόν χρήσιμου αντζιού σπασμένου που είσιεν κλείσει τον κύκλον της ζωής του  τζι εκαρτέραν τον άνεμον, τον νήλιον τζιαι τα κάτσαρα να του κοκκαλίσουν το κορμίν του τέλλεια.   

Τζι ήρτα εγώ παρπατητός που το χωματόδρομον της Παλλουρερής.  Με τον Τζιύρη.  Τον Αρφό.   Να προσκυνήσουμεν το χωράφιν του προπάππου, εγκατελειμμένον που τες φασαρίες του '58 όταν ανατινάξαν το λεοφορείον με τα τουρκούθκια τζιαι τες φελλακούτες κάτι άναντροι δίπλα μεταξύ του χωρκού μας τζιαι του τουρκοχωρκού.  


Ήρταμεν, παρπατητοί τζι οι τρείς μας, θκυό μέρες μετά που έμαθεν ο Τζιύρης ότι η καρδία του εν χαλασμένη τζι εννα πεθάνει πρίν της ώρας του.  Ήρταμεν φορτωμένοι τζι ανοιχτοί για να μας δώσει κάτι ο Τζιύρης, να μας πεί επιτέλους κάτι, ότιδήποτε συναισθηματικόν.  Λλία τα λόγια του, είπεν τα ούλλα ψιθυριστά, τζιαι με τα μμάθκια.

"Δαμέ ήταν ο στάβλος".  Δείχνει.  Ποτζιεί ήταν τ' αλακάτι.  

Ούλλα ολόασπρα, αμμοφιλημένα, μισοόρθια, τζι ο κάμπος ο ξερός εμίλαν μόνο με τον άνεμον.

Όπως εμίλαν, είδα χαμέ.  Τζι ήταν το σιέριν της βαττούς φυτεμένο δίπλα που το γαουράγκαθθον.   Ένωσα την μυρωθκιάν της τζι έσσιυψα να τη δώ που κοντά.

Λαλεί μου
"Μέν με ξεριζώσεις μάστρε, άησμε δαχαμέ τζι είμαι καλά."

Απαντώ με πόθον..
"Μα Θέλω σε, Θέλω σε δική μμου.  Θέλω σε να μου δείξεις πόθθεν είμαι, ποιός είμαι, τζι ήντα χρέος έχω σε τούνντον τόπον με τες ξεροφοινιτζιές πον δικός μου".

"Διάσπορε, άφης με δαμέ λαλώ σου γιόκκα μου, τζιαι μέν με ξεριζώσεις να χαρείς τα κοπελλούθκια που εννα κάμεις.  Ψατζιήν εννα 'βρεις μές το ξεροπηλόν μου  σου, να πιείς τζιαι να μου ψατζιεφτείς, μέν μου γυρεύκεις να σου πώ ποιός εμπού'σε, έθθα σ' αρέσει, πελάν γυρεύκεις γιέ μου γρουσέ μου."


"Σταμνόσιερον, εγιώνι Θέλω σε, τζι εννα σε πάρω μιτά μμου, να σε κραώ τες νύχτες συντροφκιά στα ξένα."


"Γιόκκα μου, φύε τωρά.  Έτσι ευθύνες έθθελω.  Εγιώ είμαι μανιχά  το Σιέριν, εσού φαίνεσται μου γυρεύκεις Στάμναν για να πιείς, μα η βαττού έν θωρείς?  Έσπασεν, λουβήθκια."


Μα έπιασα το σιέριν, ετράβησα το, τζι αναστέναξεν το χωράφιν που του έφκαλα έτσι αγκάθθιν που τη ράσιην του.  Έπιασα τζιαι τα λουβήθκια της βαττούς.



Εφύαμεν.


Τζι ήρτεν μιτά μου.



Τζι ήπια τη ψατζιήν  της  μονορούφιν.


Τέσσερα χρόνια εψατζιέφκουμουν.  Τζι έμαθα ποιός εμπού' μαι.


Έκαμεν τη δουλειάν της η βαττού.  Τζι εννα πάει πίσω στο χωράφιν της το καλοτζιέρι, δίπλα που τ' αλακάτι να ξαναναπαφτεί.







Σχόλια

Ο χρήστης Ωραία Ελένη είπε…
Ναι βάλε την πίσω να ησυχάσει... Έτσι είναι κάποια πράματα... πίσω στον τόπο τους... Καλή χρονιά φίλε μου! Πάντα δημιουργικός και ωραίος!
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Ωραία Ελένη

Επήρε μου 4 χρόνια να κάμω το ταξίδι της στάμνας, τζι ήρτεν η ώρα να την αποθέσω στο χώμα της.
Εύχουμαι σου όσες στάμνες κρατάς, να τες πιείς, τζιαι όταν έρτει η στιγμή να τες πάρεις πίσω.
Πολλές ευχές!!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν