Γράμμα στον παππού
Παππούλλη μου.
Πάλε για σένα γράφω. Είπα σου "Αντίο" την ώρα που σε εσήκωσα να σε βάλω στ' αυτοκίνητο τζιαι πως πάω στα Ξένα πάλε τζι είδες με με το βλέμμαν το δυνάμενο μα πλέον απλανές τζιαι είπες "Πού εννα πάεις γιόκκα μου?" Είπα σου "Στην αμερικήν παππού", τζι απάντησες "τζι εγώ θέλω να πάω".
Τυχερός έν εφάνηκες παππού όπως σου άξιζεν να γεράσεις με το νού σου ακέραιο να κουβεντιάζουμεν τζιαι να σιέρεσαι. Τον πολύτιμο σου τον νούν τον πάντα ήρεμο, τον πολυμήχανο τον πολύτροπο, που εφεύρεσεν τους μύλους τότε, τον νούν που έμαθεν αγγλικά το '40 τζι εσπούδασεν μηχανολόγος μέσω αλληλογραφίας με σχολή που την αγγλία. Εχάθηκεν ο πλούσιος σου σε μουσική νους, βκιολάρη μου που επαιζες τες νύχτες τότε στην προσφυγιάν, εχάθηκεν μές το κορμί σσου το σαθρό. Τίποτε δέ θυμάσαι πλέον. Ούτε τα παιθκιά σου. Το πρόσωπο σου το γερακίσιο το τετράγωνο που ακόμα κουβαλά τη δύναμη σου στο πλατύ το μέτωπο μαρτυρά "Δαμέ σε τούτον το κορμί εζούσε σπουδαίος άθρωπος που ποττέ του έν ενευρίασε στη ζωή του". Μα εσύ, ο Εσύ, εν απών. Το τριμμένο σου κοστούμι που πάντα εφορούσες με περηφάνεια εγίνηκεν τσιόλι πάνω σου, εχάθηκες μέσα του. Εζάωσες. Εξαναγίνηκες μωρόν.
Το μόνο που ζητάς εν νερό, συνέχεια νερό. Έν το χορτάννεις.
Μα αναγνώρισες με πάλε (τρέμει η ψυσιή μου κάθε φοράν που σε θωρώ), τον πρώτο σου άγγονα τον συνονόματο που αγάπας πάντα τόσον πολλά, άγγελε μου. Αν δέν ήσουν εσύ τότε, ποττέ έν θα εγίνουμουν εγώ που είμαι. Ευτυχώς που επρόλαβα τζι είπα σου το, Αόρατε Παππού. Το χρέος εξόφλησα το.
Τζι είδες το δείλις το ακκορτεόν πάς το τραπέζι. "Θέλω μουσική" είπες.
Έπαιξα σου τον πολογιαστόν τον περσικόν που σου αρέσκει. Τζιαι το μισοπεθαμένο σιέρι εκράταν το ρυθμό, όπως πάντα. Ήρτεν μου αναφυλλητόν τζιαι παράπονο μεγάλο, τζι εχώστηκα, έπνιξα το να μέν με δούν οι άλλοι στο τραπέζιν που κλαίω. Όι που εγέρασες τζι εννα σε χάσω. Ο δρόμος του κορμιού έσιει τέλος για ούλλους. Κλαίω που αγάπη, που ήμουν τόσο τυχερός να μεγαλώσω δίπλα σου στον μύλο. Κλαίω γιατί την ώραν που έπαιζα, ήρτεν η ψυσιή σου τζι έντζιησεν μου, είπεν μου "Εν εντάξει", τζι έμοιαζεν με Πήγασο, άλογο με φτερά η ψυσιή σου παππού. Έδωκες μου δώρον έναν μπαούλον να φυλάξω μές τον Κήπον μου, να το ανοίξω που εννα έρτει η ώρα του. Έδωκες μου το επειδή ήρτεν η ώρα, τζιαι δέ θα σε ξαναδώ στη γή ξανά.
Στο καλόν παππούλλη.
Πάλε για σένα γράφω. Είπα σου "Αντίο" την ώρα που σε εσήκωσα να σε βάλω στ' αυτοκίνητο τζιαι πως πάω στα Ξένα πάλε τζι είδες με με το βλέμμαν το δυνάμενο μα πλέον απλανές τζιαι είπες "Πού εννα πάεις γιόκκα μου?" Είπα σου "Στην αμερικήν παππού", τζι απάντησες "τζι εγώ θέλω να πάω".
Τυχερός έν εφάνηκες παππού όπως σου άξιζεν να γεράσεις με το νού σου ακέραιο να κουβεντιάζουμεν τζιαι να σιέρεσαι. Τον πολύτιμο σου τον νούν τον πάντα ήρεμο, τον πολυμήχανο τον πολύτροπο, που εφεύρεσεν τους μύλους τότε, τον νούν που έμαθεν αγγλικά το '40 τζι εσπούδασεν μηχανολόγος μέσω αλληλογραφίας με σχολή που την αγγλία. Εχάθηκεν ο πλούσιος σου σε μουσική νους, βκιολάρη μου που επαιζες τες νύχτες τότε στην προσφυγιάν, εχάθηκεν μές το κορμί σσου το σαθρό. Τίποτε δέ θυμάσαι πλέον. Ούτε τα παιθκιά σου. Το πρόσωπο σου το γερακίσιο το τετράγωνο που ακόμα κουβαλά τη δύναμη σου στο πλατύ το μέτωπο μαρτυρά "Δαμέ σε τούτον το κορμί εζούσε σπουδαίος άθρωπος που ποττέ του έν ενευρίασε στη ζωή του". Μα εσύ, ο Εσύ, εν απών. Το τριμμένο σου κοστούμι που πάντα εφορούσες με περηφάνεια εγίνηκεν τσιόλι πάνω σου, εχάθηκες μέσα του. Εζάωσες. Εξαναγίνηκες μωρόν.
Το μόνο που ζητάς εν νερό, συνέχεια νερό. Έν το χορτάννεις.
Μα αναγνώρισες με πάλε (τρέμει η ψυσιή μου κάθε φοράν που σε θωρώ), τον πρώτο σου άγγονα τον συνονόματο που αγάπας πάντα τόσον πολλά, άγγελε μου. Αν δέν ήσουν εσύ τότε, ποττέ έν θα εγίνουμουν εγώ που είμαι. Ευτυχώς που επρόλαβα τζι είπα σου το, Αόρατε Παππού. Το χρέος εξόφλησα το.
Τζι είδες το δείλις το ακκορτεόν πάς το τραπέζι. "Θέλω μουσική" είπες.
Έπαιξα σου τον πολογιαστόν τον περσικόν που σου αρέσκει. Τζιαι το μισοπεθαμένο σιέρι εκράταν το ρυθμό, όπως πάντα. Ήρτεν μου αναφυλλητόν τζιαι παράπονο μεγάλο, τζι εχώστηκα, έπνιξα το να μέν με δούν οι άλλοι στο τραπέζιν που κλαίω. Όι που εγέρασες τζι εννα σε χάσω. Ο δρόμος του κορμιού έσιει τέλος για ούλλους. Κλαίω που αγάπη, που ήμουν τόσο τυχερός να μεγαλώσω δίπλα σου στον μύλο. Κλαίω γιατί την ώραν που έπαιζα, ήρτεν η ψυσιή σου τζι έντζιησεν μου, είπεν μου "Εν εντάξει", τζι έμοιαζεν με Πήγασο, άλογο με φτερά η ψυσιή σου παππού. Έδωκες μου δώρον έναν μπαούλον να φυλάξω μές τον Κήπον μου, να το ανοίξω που εννα έρτει η ώρα του. Έδωκες μου το επειδή ήρτεν η ώρα, τζιαι δέ θα σε ξαναδώ στη γή ξανά.
Στο καλόν παππούλλη.
Σχόλια
Εσυγκίνησες με πολλά σήμερα. Έχω και εγώ μιαν αδυναμία του παππού μου. Εννα πάω αύριο να του το πω....
Ναί κόρη, πήαιννε να του το πείς, αν μπορεί ακόμα να το ακούσει εννα σου δώσει πίσω ένα χαμόγελο που η αξία του εν πιό μεγάλη που την λεγόμενη 'ευτυχία'.
Ina
Σε καλημερίζω. Νιώθω τυχερός. Πολλά.
πρέπει τζι εγώ της γιαγιάς μου :(
Αέρφι μόνο που τη μάμμαν θα εμπορούσεν να έχω έτσι παππούν.
sike
Πέ της το. Με την πρώτη ευκαιρία.
Είσαι πολλά τυχερός τούτο ξέρω το γιατί έτσι νιώθω για τη στετούα μου τη Βαροσιώτησσα που τη μάμμα μου.
Εν οι αναμνήσεις μας που μετρούν, τζιαι περισσότερο τα φίλτρα που εννα βάλουμε για να τες θυμούμαστε.
Rain
Τζι έχω το να μου αρέσκουν τα γλυκόπικρα κόρη.
σταλαματιά
Πέ μου, ότι εν ο παππούς για τα αγόρια εν η στετέ για τες κορούδες? Φτερά, λαλεί τζι ο Ακέρας?
Aceras
Ο Ίκαρος εν που έν άκουσεν του τζιυρού του αλόπως ρε. Άκουσεν μόνον του παππού τζι έφαν την.
είναι άνθρωποι ευλογημένοι.