Θάλασσα

Χορεύκει ο άνεμος λεβέντικο χορό πιασμένος σιέρι-ώμο με τον άμμο τζιαι ο λυράρης ο αφρός κλαίει με τη λύραν του αγκαλιά.  

Μα δέ τον άνεμο ίνταλος πετάσσεται, δέ ίντα ζάμπες, νιός, ίσιαμε τον ήλιο φτάννουν οι παλάμες του στο τέντωμαν του κορμιού, τζιαι πάλε κάτω, διά της γής μιάν πισκαλιάν τζιαι με φωνή εκστατική στριφογυρίζει τζιαι πειράζει τες ελιές του χωραφκιού του διπλανού.

Δέ τζιαι τον άμμο που φτεροπετά.  Σάν σμήνος μικροσκοπικό που θαλασσοπούλια ακολουθά το μάστορα τον άνεμο που σέρνει το χορό.

Γύρε πίσω, θαλασσοκάμωτη μου της φαντασίας,  ακούμπα την πλάτη πάς τες ρίζες, τζιαμέ που ο θάμνος (μου)  κάμνει σκιά.   Γύρε, τζι άφησμε τη δική σου τη μουσική να τη χορέψω.

Κοίτα!  Ψηλά πουπάνω σου δέ τί έσιει!    Πέντε διπλωμένες βαρκούλες,  πογιατισμένες κίτρινο τζιαι κόκκινο, μπλέ,  χάρτινες, χωσμένες μές στο φύλλωμα του θάμνου (μου).  Έν τυχαίο, σήμμερα?  Η τέχνη κάποιου η εφήμερη που εκαρτέραν να τη δώ για να Υπάρξει.

Χαϊδεύκει τωρά τες πατούσες ο όφης του κυμμάτου, τζι αν βάλεις υπόψη τη σιωπή  της θάλασσας εννα μάθεις πως η αγάπη έρκεται μόνον αν αφεθείς στην αγκαλιά του χρόνου τζι αφήσεις τη Στιγμή να γίνει αιωνιότητα.   Για τούτην την αγάπη ζιεί ο άθρωπος.  Τζιείνην που δέν καταλαβαίνει χρόνον ή αποστάσεις, την αγάπη του Παρόντος.   Είδες?  Εν τόσον απλή η σοφία.

Ψηλαφώ σε.  Με τα μάθκια κλειστά.  Αυλακούθκια που τα σχημάτισεν το κύμμα, τζιαι πέτρες λαξεμένες που ζητούν δάχτυλα απαλά να αποστηθήσουν τις καμπύλες τους.  Βάλλω τη μούττη μου στο φύλλωμα τζι αναπνέω αργά τη μυρωθκιάν.  Δαμέ, εν η πηγή της Ζωής.

Έτσι θα σε θυμούμαι θάλασσα.  Αιώνια να κάθεσαι, μοιραία μου,  στη πετρερήν την παραλία χρυσοπράσινη μου, να καρτεράς να κατεβώ το λόφο σου με τες πέτρες πεταχτός τζι ηλλιοκαμένος.  Στην αγκαλιά μμου πάλε θα σε σφίξω έτσι τζιαιρόν του χρόνου.  




Σχόλια

Ο χρήστης Disdaimona είπε…
εσυγκινήθηκα...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν