Φύγαν απότομα, χωρίς προειδοποίηση.
Το κομμάτι ετέλλειωσε Διάσπορε. Έπαιξες στα χαρτιά την Συνείδηση σου. Θέλησες να μιλήσεις με το άπιαστο.
Βυθίστηκες σε δάση επικίνδυνα. Μάζεψες υλικό. Ήρθαν οι μούσες. Έγραψες αυτό που έμελλε να γράψεις. Και τώρα θα πληρώσεις καλέ μου.
Σήμερα.
Μέρα βροχερή και γκριζοπράσινη στο ξέφωτο. Τα σύννεφα επιδεικνύουν τις σφιγμένες τους γροθιές. Ένας μεθυσμένος Διάσπορος, ντυμένος μισός παγώνι μισός φίδι ουροβορό κλωθογυρίζει στα βαλτόνερα και τρεκλίζει αγριεμένος αψηφώντας τα μαστίγια τ' ουρανού στο αγαπημένο του μονοπάτι σ' ένα χωράφι έρημο προανοιξιάτικο εκεί στο λόφο με τα πεθαμένα χόρτα, τα ψηλόλιγνα σκούρα συνοφρυωμένα χόρτα του χειμώνα, αυτά τα λείψανα απολιθώματα του Πρίν. Με κάθε του βήμα λυγίζουν αγκομαχώντας τα στάχυα, καμπυλώνουν μπροστά του σάν αργά και κουρασμένα τόξα. Στο πλάϊ του οι δυό Μούσες γυμνές κι αλυσοδεμένες. Κλαίνε. Ο Διάσπορος, με βλέμμα λύκου κτητικό, αντρίκιο βλέμμα πλέον σαν μάσκα γκροτέσκα του Εγώ.ΑγρΖ.Καν.Γαλ.ΜΧ.λώ.ΑΣυν (αυτού του πέραν-άνθρωπου που διάμεσο γίνεται της Ουσίας και γράφει τα θαυμάσια του τα μουσικά) δέν τις αφήνει να φύγουν. Τον ικετεύουν, τρέχουν τα δάκρυα ολόμαυρα στα πρόσωπα κι ο ιδρώτας, το αίμα στο δεμένο τους λαιμό ποτάμι.
-"Διάσπορε αγάπη μου μεγάλη, καλέ μου, έλα στα σύγκαλα σου να χαρείς μή μας κάνεις κακό, καλέ μου ο φλογερός ο έρωτας μας έκλεισε σοφά τον κύκλο του, τους Νόμους ξέρεις τους, και τόσα όμορφα έγραψες στη μήτρα μας κουλλουριασμένος ένα μήνα τώρα, άσε μας τώρα να φύγουμε να γυρίσουμε στη Λίθη. Δέν σου ανήκουμε, μή μας κρατάς. Δέν πρέπει να μας ξαναδείς."
-"ΟΧΙ. Είσαστε για πάντα δικές μου." "Χωρίς εσάς ανάξιος, μηδαμινός, μικρός, τρωτός, φθαρτός, κοινός". "Δέ θα μου φύγετε ποτέ ξανά, δέν το αντέχω".
Μα Εκείνος Που Κανονίζει Να Έρθουν Όλα Όπως Είναι Γραμμένα σχίζει το χωράφι στα δύο, τραβά τον ουρανό απο τα μαλλιά και τον παίρνει μαζί του, μαζί τις δύο μούσες, το κοστούμι του παγωνιού, την μάσκα του Εγώ.ΑγρΖ.Καν.Γαλ.ΜΧ.λώ.ΑΣυν, κι αφήνει το Διάσπορο ντυμένο ουροβορό όφι και φεύγει βροντώντας
σπάζει τους κορμούς του δάσους στο διάβα του. Σιγή.
Γονατίζει ο Διάσπορος σκληρίζοντας και πέφτει, άδειος, στη μαύρη λάσπη με τα μπράτσα
κομμένα ώς τους αγκώνες.
Σκηνή Β'
Χτές το βράδυ.
Ο Διάσπορος επέστρεψε σπίτι αμέριμνος μιά όμορφη μέρα ανοιξιάτικη. Στάθηκε στην πόρτα, ακούμπησε στον τοίχο. Τρέμουν τα πόδια.
- Άφαντες οι βαλίτσες τους, τα ρούχα τους, οι φωτογραφίες, τα κοσμήματα, τα παπούτσια, τα τετράδια, τα βιβλία, οι κατσαρόλες, τα έπιπλα, το πάτωμα, η στέγη, το αυτοκίνητο, τα ποιήματα , οι κορδέλες, τα εσώρουχα, οι κραυγές της ηδονής, η πίκρα, τα γλέντια, τα μαξιλάρια, τα μολύβια, η εξαίσια τους μυρωδιά, τα κρασιά, η γάτα, οι παρτιτούρες, ο κήπος.
Άφαντες η μούσες. Ούτε σημείωμα.
Σκηνή Γ'
Πρίν ένα μήνα.
Το ανοιξιάτικο το βράδυ που είχαν έρθει οι Μούσες και τυλίξανε το Διάσπορο με τον Έρωτα τους. Το βράδυ που εμοιραστήκαν τη Μουσική μαζί του.
(i begged
i wept
i tore my skin
i sang
i danced
and
you both came)
-in the dark, music-filled room-
we
sat amongst well groomed geraniums
and cardboard boxes
music stands
computer screens
and crumpled paper.
My love, she slept in the other room
unaware
but We three
(secretly)
sipped wine in
perfectly rounded balloon glasses
laughed
lit tiny fires on window-sill candles and
touched (and knew).
The ocean folded its quiet waves
murmuring nervously
somewhere out the black window
you took turns and
caressed my sobbing face
eyes bright as desire
hands soft as almost love.
You held me in your
mouths and
motherly wombs
clutching me tight as tree roots
and breathed:
"Be on your way my darling,
you now can write.."
Σκηνή Δ'
Σε χρόνο ανύπαρκτο. Μές την καλύβα.
Άφησα το τρωτό κορμί
δόθηκα
εβαφτίστηκα
στου ποταμού τα σμαραγδένια χείλη
η κιμωλία (η κόκκινη) σημάδεψε
τ' Ανόθευτο στο μέτωπο
λευκά εντύθηκε το Αγαθό
και το Ελεύθερο φτερούγισε
στις ράχες των κυμάτων.
----------------
Λέει ο ποιητής:
".....επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
θαλασσωμένος·Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος....."
Ποιητή, δέν θέλω να το ξαναπεράσω.
Σκηνή Ε'
Σκηνή προσωπική, απόψε.
Κλαίω όλη μέρα. Άκουσα το ίδιο κομμάτι το αγαπημένο που έχω γι αυτές τις περιστάσεις 139 φορές. Επανάληψη της ιστορίας.
"Φύγαν όλοι. Φύγαν και τα Δέντρα" -είχες γράψει στο τετράδιο κάποτε ΔΙάσπορε.
Πάλι έμεινες μόνος σου καλέ μου. Πάλι η τεράστια άδεια τρύπα που έχεις στο κέντρο της κοιλιακής χώρας μόνιμα, άνοιξε το τεράστιο στόμα της. Πάλι ζείς το χαμό, έφυγε ο έρωτας, ήρθε ο χαμός και μαζί του έρχονται μουσαφίρηδες όλοι οι χαμοί που έχεις ζήσει και αυτοί που δέν έχεις ζήσει ακόμα. Φύγανε. Έφυγες και σύ. Και ποιός θα σε φέρει πίσω? Κανένας δέ θέλει ούτε μπορεί. Πάντα θα είσαι εντελώς μόνος σου. Αξίζει το ακριβέ μου?
Σχόλια
Αγκαλιά μεγάλη σου ανοίγω καλέ μου...
που αμέσως ήρτες με τα λόγια σου τα απαλά τα σοφά να προσθέσεις το θετικό και το 'πέραν του εαυτού', σε αγκαλιάζω πίσω.
Όμως, υπάρχουν κι άλλες, μικρές χαρές, σε χαμηλότερες πλαγιές...Πρέπει να τις ζούμε κι αυτές, αν θέλουμε να είμαστε πλήρεις...
it's true... αλλά τούτες τες δύο ποτέ δέ θα τες ξαναδώ. Πονά με.
κουνούπι
Ποιώ.
Λεμέσια
Ναι. Και πρέπει να είμαστε πλήρεις, θέλουμε τις μικρές ανθρώπινες χαρές. Αλλιώς....
Την ώρα ομως που κατρακυλάς που τες κορφές στους πρόποδες και χτέρνεις το κορμί σου, τρέχουν τα αίματα πονείς.. Είναι μέρος της διαδικασίας.