Μαρτυρώ
Στην Αίγυπτο, το '83.
Ο βεδουίνος κρατεί τα ρέτινα του αλόγου μου τζιαι του αλόγου του παπά μου, είμαι δέν είμαι 11 χρονών. Περπατά νωχελικά το άλογο μές τη χρυσή την άμμο, ήρεμα, τζι ο βεδουίνος μιλά μας με σπαστά αγγλικά, να εξηγήσει τα θαυμάσια που θωρούμε μπροστά μας. Μπροστά στη Σφίγγα εκοντοστάθηκε, τζιαι οι λαιμοί ετεντωθήκαν για να μπορέσουν τα μμάθκια να συλλάβουν την έκταση της πέτρας τζιαι τη δύναμη που αναβλύζει που μές την ξαπλωμένη λιονταροθεά. Δίπλα εν οι τρείς οι πυραμίδες. Περπατά το άλογο πίσω που το μάστρον του τον μαυροντυμένον, τζι εγώ έχω τυλίξει την τζιεφαλή με ένα αραχνούφαντο κάλυμμα να μέν με τρώει ο ήλιος. Είμαι αρχαίος.
Ξεπεζεύκουμεν τζιαι τα άλογα φεύκουν μαζί με τον οδηγό τους που έχει καλοπληρωθεί τζιαι μας ευχαριστά που τα είκοσι του νύσια. Εννα έχουν να φάν τα μωρά του πόψε.
Έν μου μιλά καθόλου ο παπάς μου, έννεν πλάσμαν που χρησιμοποιά τη γλώσσαν συχνά για να εκφραστεί. Αφήννει με μόνον μου να δούν τα μμάθκια μου τζιήνα που θέλουν, χωρίς να μου μολύνει τη φαντασίαν με εξηγήσεις. Κρατά με που το σιέρι τζιαι μπαίννουμε στο άθλιο ταξί που μας περιμένει να μας πάρει πίσω στο μουσείο.
Τζιαμέ στην είσοδο στέκει πυλωρός ένας θεός γρανιτένος, πανύψηλος, άφθορος, με σφιχτές γροθιές στη μέση του να κρατούν σκήπτρο τζιαι το Άνκ το γυριστό σταυρό των αιγυπτίων. Κρατά με που το σιέριν ο παπά-Διάσπορος τζιαι στεκούμαστεν μπροστά που τούντο θέαμα της δημιουργίας ενός αθρώπου. Κοιτάζω μιάν το άγαλμαν, μιάν τον παπάν μου. Τζιαι κάτι νιώθω να συμβαίννει.
Ο αρχαιος θεός τζιαι ο παπάς μου αρκέφκουν να μιλούν ο ένας του άλλου, γλώσσαν των αισθήσεων. Τζιαι η συνουσία τους κρατά ώραν πολλήν, νιώθω την μές το τεράστιο σιέριν του παπά μου που όσο πάει σφίγγει με, διαπερνά με τζι εμέναν η Ουσία που ανταλλάσσει ο θεός με τον τρωτό που στέκεται μπροστά μου.
Τζι επιτέλους, τελειώνει η εργασία του θεού.
"Διάσπορε μου δέ έντα άγαλμαν. Πιστεύκεις πως εν άθρωπος που το εσκάλισεν?"
Μιλά ο παπάς με ενθουσιασμό που δέν ξαναάκουσα να φκέννει που τα χείλη του τα πονεμένα, τζιαι το πρόσωπο του λάμπει όπως ένας φάρος που επερίμενεν χρόνια να έρτει ο φαροφύλακας, επερίμενε πιστά, γεμάτος καύσιμο, με τη λάμπαν έτοιμην, κάποιον να τον Ανάψει. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον παπάν μου να εκφράζει κάτι άλλον εχτός που άγχος, θυμόν, έντασην, κριτικήν. Εγίνηκεν μωρόν τζι ερωτεύκετουν τον Πανύψηλον μπροστά του, που σάν τον Τζιύρην εστάθηκεν τζι έδωσεν του την αγάπην που ο ίδιος ποττέ του έν εγνώρισεν που τον δικόν του τον παπάν. Τρέμει το τεράστιο σιέρι. Θωρώ το πρόσωπο να σφίγγεται που την προσπάθεια να μέν δείξει τη συγκίνηση του που νιώθει.
Εκατό κιλά πλάσμαν, Άδρωπος με τη σημασία της λέξης να τρέμει μές το σιερούιν μου.
Εφοήθηκα. Μα η ψυχούλλα μου, που έξερεν που τότε τα απόκρυφα τζι ας μέν είσιεν γλώσσα να μου τα πεί, ησύχασεν με, έξερα πως τούτη εν η στιγμή της Γέννησης του παπά μου.
Φεύκουμεν.
Έν εξαναμιλήσαμεν για τούντο θέμαν ποττέ μας.
Ήρτεν η ζωή σιονωτή να τον καππακώσει τζι άλλον τον παπάν μου. Να του χώσει τη Γέννηση κάτω που πραχτικά θέματα, πόνον, σύχχισην, τραγωδίες του πλασμάτου, τζιαι η συνειδητότητα του εξέχασεν στο έξω του τούντη στιγμή.
Εδούλευκεν όμως κρυφά ο θεός των αιγυπτίων για χρόνια μές τον παπάν μου, κρυφά του, κρυφά μας. Ώς το '96 εδούλευκεν τον βράχον του να του τον καταλύσει για να δεί την αλήθκειαν.
Τζιαι μιάν ημέραν που ήρτα που τα ξένα, νέος εικοσιτεσσάρων χρονών πλέον, νέος μαυρισμένος που τα δικά μου, νέος που έψαχνεν τη δημιουργίαν με κάθε τρόπον πέρκι το σώσει, νέος που έφερεν εργαλεία του γλύπτη μαζίν του για κάποιο λόγον ανεξήγητο, νέος με κοπίδι τζιαι σφυρί στο σιέρι που έφερα για να κάμω μιάν τζιεφαλούαν πέτρενην που μου ήρτεν να κάμω, έκατσα στην αυλήν τζι εττακκούρουν να μου φκεί το άχτιν.
Ήρτεν να με παρακολουθήσει. Ώραν πολλήν.
Τζιαι ξαφνικά γυρίζει τζιαι λαλεί μου
"ρέ, δώσμου τζι εμέναν το κοπίδιν άμαν τελειώσεις, ήρτεν μου να κάμω κάτι."
Έδωκα του τα που έφυα, έν έβαλα υπόψη. Άθρωπος δίχα καλλιτεχνία μέσα του ήταν. Ξερός. Πραχτικός. Αψός. Δίχα φαντασίαν.
Έφυα πάλε για σπουδές, τζι άφησα του το κοπίδι τζιαι το σφυρί, ενόμισα θα έκαμνεν κανένα ταψάκι.
Τζιαι το επόμενο καλοτζιέρι που ήρτα, είσιεν μές την αυλήν μίαν τεράστια σφίγγα. Εδούλευκεν την ένα χρόνο να την ιφκάλει.
Εστάθηκα πουκάτω της, δίπλα του.
Τα μμάθκια του τα σιωπηλά είπαν "ευχαριστώ".
Τζι ο θεός των αιγυπτίων, που για κάποιο λόγο ανεξήγητο μιά μέρα ανοιξιάτικη του '83 είχε αποφασίσει να δώσει το Δώρο σ' ένα πλάσμα βασανισμένο που επήαιννε προς τον πνευματικό θάνατο βουρητός, ο θεός που με τόσην αγάπην του έδωκε το Δώρο της δημιουργίας για να τον σώσει, ήρτεν τζι έκατσεν μεταξύ μας χαρούμενος τζιαι είπεν:
"Ενώννω σας τες τύχες σας εσάς τους δκυό πάνω στες πέτρες τες άψυσιες που ο ένας εννα πελεκά, τζι άλλος εννα τες ιγράφει μουσικήν. Οι πέτρες εν το μυστικόν. Ο Έρωτας της Δημιουργίας εν το μυστικό. Τζι όσο του δίνεσται, εννα έρκεται άφθονη η ίαση τζιαι η Ζωή. Ποττέ μέν το ξεχάσετε αν θέλετε να μείνετε αθάνατοι. Βαφτίζω σας με τον Έρωταν του σύμπαντος. Χάτε, πάω, έχω δουλειάν αλλού."
Το σπέρμαν του θεού έππεσεν πάς τα κορμιά μας τζιαι τους θκυό, σπέρμαν ακατάλητον της δημιουργίας που κράτην έν έσιει.
Τζι εν μεγάλη η ευθύνη τούντου δώρου, ασήκωτη σχεδόν, τζι έθελε δουλειάν πολλήν για να στεριώσει..
Τζιαι ήταν αντρική δουλειά, χρυσάφι, Ήλιος, κριάρι.
Γυρεύκει ο Ήλιος το Φεγγάριν του για χρόνια, για να δέσει το Δώρον, να κλείσει ο κύκλος του.
Ο βεδουίνος κρατεί τα ρέτινα του αλόγου μου τζιαι του αλόγου του παπά μου, είμαι δέν είμαι 11 χρονών. Περπατά νωχελικά το άλογο μές τη χρυσή την άμμο, ήρεμα, τζι ο βεδουίνος μιλά μας με σπαστά αγγλικά, να εξηγήσει τα θαυμάσια που θωρούμε μπροστά μας. Μπροστά στη Σφίγγα εκοντοστάθηκε, τζιαι οι λαιμοί ετεντωθήκαν για να μπορέσουν τα μμάθκια να συλλάβουν την έκταση της πέτρας τζιαι τη δύναμη που αναβλύζει που μές την ξαπλωμένη λιονταροθεά. Δίπλα εν οι τρείς οι πυραμίδες. Περπατά το άλογο πίσω που το μάστρον του τον μαυροντυμένον, τζι εγώ έχω τυλίξει την τζιεφαλή με ένα αραχνούφαντο κάλυμμα να μέν με τρώει ο ήλιος. Είμαι αρχαίος.
Ξεπεζεύκουμεν τζιαι τα άλογα φεύκουν μαζί με τον οδηγό τους που έχει καλοπληρωθεί τζιαι μας ευχαριστά που τα είκοσι του νύσια. Εννα έχουν να φάν τα μωρά του πόψε.
Έν μου μιλά καθόλου ο παπάς μου, έννεν πλάσμαν που χρησιμοποιά τη γλώσσαν συχνά για να εκφραστεί. Αφήννει με μόνον μου να δούν τα μμάθκια μου τζιήνα που θέλουν, χωρίς να μου μολύνει τη φαντασίαν με εξηγήσεις. Κρατά με που το σιέρι τζιαι μπαίννουμε στο άθλιο ταξί που μας περιμένει να μας πάρει πίσω στο μουσείο.
Τζιαμέ στην είσοδο στέκει πυλωρός ένας θεός γρανιτένος, πανύψηλος, άφθορος, με σφιχτές γροθιές στη μέση του να κρατούν σκήπτρο τζιαι το Άνκ το γυριστό σταυρό των αιγυπτίων. Κρατά με που το σιέριν ο παπά-Διάσπορος τζιαι στεκούμαστεν μπροστά που τούντο θέαμα της δημιουργίας ενός αθρώπου. Κοιτάζω μιάν το άγαλμαν, μιάν τον παπάν μου. Τζιαι κάτι νιώθω να συμβαίννει.
Ο αρχαιος θεός τζιαι ο παπάς μου αρκέφκουν να μιλούν ο ένας του άλλου, γλώσσαν των αισθήσεων. Τζιαι η συνουσία τους κρατά ώραν πολλήν, νιώθω την μές το τεράστιο σιέριν του παπά μου που όσο πάει σφίγγει με, διαπερνά με τζι εμέναν η Ουσία που ανταλλάσσει ο θεός με τον τρωτό που στέκεται μπροστά μου.
Τζι επιτέλους, τελειώνει η εργασία του θεού.
"Διάσπορε μου δέ έντα άγαλμαν. Πιστεύκεις πως εν άθρωπος που το εσκάλισεν?"
Μιλά ο παπάς με ενθουσιασμό που δέν ξαναάκουσα να φκέννει που τα χείλη του τα πονεμένα, τζιαι το πρόσωπο του λάμπει όπως ένας φάρος που επερίμενεν χρόνια να έρτει ο φαροφύλακας, επερίμενε πιστά, γεμάτος καύσιμο, με τη λάμπαν έτοιμην, κάποιον να τον Ανάψει. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον παπάν μου να εκφράζει κάτι άλλον εχτός που άγχος, θυμόν, έντασην, κριτικήν. Εγίνηκεν μωρόν τζι ερωτεύκετουν τον Πανύψηλον μπροστά του, που σάν τον Τζιύρην εστάθηκεν τζι έδωσεν του την αγάπην που ο ίδιος ποττέ του έν εγνώρισεν που τον δικόν του τον παπάν. Τρέμει το τεράστιο σιέρι. Θωρώ το πρόσωπο να σφίγγεται που την προσπάθεια να μέν δείξει τη συγκίνηση του που νιώθει.
Εκατό κιλά πλάσμαν, Άδρωπος με τη σημασία της λέξης να τρέμει μές το σιερούιν μου.
Εφοήθηκα. Μα η ψυχούλλα μου, που έξερεν που τότε τα απόκρυφα τζι ας μέν είσιεν γλώσσα να μου τα πεί, ησύχασεν με, έξερα πως τούτη εν η στιγμή της Γέννησης του παπά μου.
Φεύκουμεν.
Έν εξαναμιλήσαμεν για τούντο θέμαν ποττέ μας.
Ήρτεν η ζωή σιονωτή να τον καππακώσει τζι άλλον τον παπάν μου. Να του χώσει τη Γέννηση κάτω που πραχτικά θέματα, πόνον, σύχχισην, τραγωδίες του πλασμάτου, τζιαι η συνειδητότητα του εξέχασεν στο έξω του τούντη στιγμή.
Εδούλευκεν όμως κρυφά ο θεός των αιγυπτίων για χρόνια μές τον παπάν μου, κρυφά του, κρυφά μας. Ώς το '96 εδούλευκεν τον βράχον του να του τον καταλύσει για να δεί την αλήθκειαν.
Τζιαι μιάν ημέραν που ήρτα που τα ξένα, νέος εικοσιτεσσάρων χρονών πλέον, νέος μαυρισμένος που τα δικά μου, νέος που έψαχνεν τη δημιουργίαν με κάθε τρόπον πέρκι το σώσει, νέος που έφερεν εργαλεία του γλύπτη μαζίν του για κάποιο λόγον ανεξήγητο, νέος με κοπίδι τζιαι σφυρί στο σιέρι που έφερα για να κάμω μιάν τζιεφαλούαν πέτρενην που μου ήρτεν να κάμω, έκατσα στην αυλήν τζι εττακκούρουν να μου φκεί το άχτιν.
Ήρτεν να με παρακολουθήσει. Ώραν πολλήν.
Τζιαι ξαφνικά γυρίζει τζιαι λαλεί μου
"ρέ, δώσμου τζι εμέναν το κοπίδιν άμαν τελειώσεις, ήρτεν μου να κάμω κάτι."
Έδωκα του τα που έφυα, έν έβαλα υπόψη. Άθρωπος δίχα καλλιτεχνία μέσα του ήταν. Ξερός. Πραχτικός. Αψός. Δίχα φαντασίαν.
Έφυα πάλε για σπουδές, τζι άφησα του το κοπίδι τζιαι το σφυρί, ενόμισα θα έκαμνεν κανένα ταψάκι.
Τζιαι το επόμενο καλοτζιέρι που ήρτα, είσιεν μές την αυλήν μίαν τεράστια σφίγγα. Εδούλευκεν την ένα χρόνο να την ιφκάλει.
Εστάθηκα πουκάτω της, δίπλα του.
Τα μμάθκια του τα σιωπηλά είπαν "ευχαριστώ".
Τζι ο θεός των αιγυπτίων, που για κάποιο λόγο ανεξήγητο μιά μέρα ανοιξιάτικη του '83 είχε αποφασίσει να δώσει το Δώρο σ' ένα πλάσμα βασανισμένο που επήαιννε προς τον πνευματικό θάνατο βουρητός, ο θεός που με τόσην αγάπην του έδωκε το Δώρο της δημιουργίας για να τον σώσει, ήρτεν τζι έκατσεν μεταξύ μας χαρούμενος τζιαι είπεν:
"Ενώννω σας τες τύχες σας εσάς τους δκυό πάνω στες πέτρες τες άψυσιες που ο ένας εννα πελεκά, τζι άλλος εννα τες ιγράφει μουσικήν. Οι πέτρες εν το μυστικόν. Ο Έρωτας της Δημιουργίας εν το μυστικό. Τζι όσο του δίνεσται, εννα έρκεται άφθονη η ίαση τζιαι η Ζωή. Ποττέ μέν το ξεχάσετε αν θέλετε να μείνετε αθάνατοι. Βαφτίζω σας με τον Έρωταν του σύμπαντος. Χάτε, πάω, έχω δουλειάν αλλού."
Το σπέρμαν του θεού έππεσεν πάς τα κορμιά μας τζιαι τους θκυό, σπέρμαν ακατάλητον της δημιουργίας που κράτην έν έσιει.
Τζι εν μεγάλη η ευθύνη τούντου δώρου, ασήκωτη σχεδόν, τζι έθελε δουλειάν πολλήν για να στεριώσει..
Τζιαι ήταν αντρική δουλειά, χρυσάφι, Ήλιος, κριάρι.
Γυρεύκει ο Ήλιος το Φεγγάριν του για χρόνια, για να δέσει το Δώρον, να κλείσει ο κύκλος του.
Σχόλια
μακάρι ούλλοι οι αθρώποι να βρίσκουν τούτοι τη συνάντηση και να κάμνουν όνειρα που να μπαίνουν τζιαι άλλοι μέσα όπως ο παπάς σου
Αν ενόμισε το φεγγάρι ότι ήβρε τον ήλιο αλλά τελικά ο ήλιος έσβησε;
Ρε κουμπάρε…
Θα ηθελα να σε γνωρίσω το καλοτζιαίριν, αν επιθυμείτε, τζιαι αν έρτετε στην Κύπρο. Ώρες ώρες όμως φοούμαι. Γράφεις πράματα έξω του κόσμου…
Είσαι μεν τυχερός που έσιεις ενδιαφέροντα τζιαι σημαντικά πλάσματα γύρω σου, αλλά γράφει τζιαι μια ψυσιή που εν έσιει μεν αρκήν με τέλος!
Η πιο πάνω φράση, μπορούσε να λεχθεί μόνο που άθρωπον που δεν φοάται τζιείνον που *δεν* είναι άθρωπος.
ρίτσα
Αν μου επιτρέπεις, θα χρησιμοποιήσω την κουβέντα σου σε ποίημαν. "η συνάντηση με το κοπίδι". Σπουδαία κουβέντα. Εν ερώτηση που θα έθελα να ρωτήσω όσους θκιεβάζουν τες 'περιπέτειες της ψυσιής του διάσπορου' -Θα ερωτούσα "Εσείς ρέ παιθκιά, εσυναντηθήκατε ποττέ σας με το κοπίδι σας?"
anonymous
Ναί. Παιδεία που εν ροή μεταξύ μαθητή τζιαι δασκάλου, μαθαίνουν τζιαι οι δύο τους, ανταλλάσσουν ισότιμα πράματα.
Rain Tears
Tο φεγγάριν, το μαλακό, το ευαίσθητο, η γυναικεία ενέργεια έρκεται έξω άμαν το μάθεις πώς να προστατεύκεται που το κακό χωρίς να χώννεται.
Ο ήλιος, ο μυώδης, ο ανεξάρτητος, ο σκληρός, ο αρσενικός, έρκεται έξω άμα τον μάθεις να κυβερνά χωρίς να γίνεται τσάρος, να διοικά με σοφία τζιαι γνώση.
Για να βρεθούν ο ήλιος με το φεγγάριν, πρέπει να γινεί κάτι: πρώτα καταλάβουν τζιαι οι δκυό τους ότι ο ένας περιέχει μέσα του τη φύσην του άλλου. Ο ήλιος εν στο ανάποδο του φεγγάρι, τζιαι το φεγγάρι εν στο ανάποδο της ήλιος. Αλλά έν το καταλαβαίνουν, έν το θωρούν. Μόνο όταν ο ήλιος μάθει να συμπεριφέρεται σάν φεγγάρι (τζιαι το φεγγάρι σάν τον ήλιο) θα μπορέσουν να βρεθούν. Εζάλισα σε?
στροβολιώτη
Κουμπάρε μου θα βρεθούμε σίγουρα. Ερκούμαστε σε 3 βδομάδες.
Μα γιατί φοάσαι τούτα που γράφω ρε? Εν τρομαχτικά τα ταξίθκια της ψυσιής? Αφού εν όμορφα. Εν τέχνη τζι επιστήμη να βρείς εσωτερικά οχήματα τζιαι γλώσσαν να σε καταλάβεις. Εν πολλά καλή δουλειά. Με καλές απολαβές :)))
εσυγκίνησες με πάλε , διάσπορε.
Έγραψες μαρτυρίαν.
Τζιαι εν το πιο αληθινόν που αγγίζει τη ψυσιή μου, η μαρτυρία.
Εν μαγευτικόν το ότι έρκεται το Δώρον τζιαι κουβαλούμεν το χρόνια μέσα μας.
Τζιαι κάποιοι άξιοι, αξιοποιούν το. Διούν Δώρον την Δημιουργίαν τους πίσω στον πλάστην.
Έσιεις δίκιο, ήβρεν το φεγγάριν του. Δικαιούται να Γεννά. Να γκαστρώννεται.
Έρκεται το Δώρον, με πολύχρονη κύηση. Θέλει μαμμούν να το γεννήσει. Τζιήνος που βρίσκει τη μαμμούν αξιοποιά το. Τζιαι διά τους ουσίαν η δημιουργία, διούν πίσω υλικό, καλλιτεχνία.
Όλοι είμαστε καλλιτέχνες, αδιαλλείπτως ενημερωμένοι με την επίγνωση του πάθους, του πόνου, των απολαύσεων της ζωής και σχηματίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τις εικόνες τους.
Σκέφτηκες ποτέ γιατί ο παπάς σου επέλεξε να κάνει τη σφίγγα αντί κάτι άλλο;
βλέπω πως έσιει μάτια που Θωρούν όσα αφήννω κενά! με μεγάλην έκπληξη το βλέπω τούτο. Εννα έσιει ολόκληρην ανάρτηση για τη σφίγγα, μα πρίν τούτης πρέπει να γράψω για τη Θεά, που έφερεν τη θηλυκήν ενέργεια στη δημιουργία. Η σφίγγα εν ο ιερός γάμος του αρσενικού με το θηλυκό. Γι αυτό επήρε χρόνια να χτιστεί η Ιδέα...
Η ιστορία, όπως ο άνθρωπος και οι πεταλούδες και τα αηδόνια και οι ανθρώπινες καρδιές και τα όνειρα, είναι εύθραυστο πράγμα, δημιουργημένο από τίποτα δυνατότερο ή περισσότερο διαρκές από τα 24 γράμματα και ένα μάτσο από σημεία στίξης.
Αλλά κάποια δημιουργήματα, μικρά, απλά, γεμάτα περιπέτεια ή ανθρώπους που κάνουν θαύματα, κρατούν περισσότερο από τους δημιουργούς του, και κάποια από αυτά επιβιώνουν πέρα από τον τόπο που γεννήθηκαν.