Η θηλυκή Ενέργεια του σύμπαντος
Ξαναπιάννω το σεττάρ στα σιέρκα πόψε μόλις πάω σπίτι. Που το κρούσε-κρούσε τες ποκαλάμες, τα κλωννιά, τα δεντρά του εαυτού έμεινα να είμαι Άγνωστος μου. Εν αλήθκεια επικίνδυνον να κοντεύκεις του ηφαιστείου τζιαι να κάμνεις καμίνιν δίπλα του. Κραθκιούμαι πόψε, αλλά όι πολλά καλά. Δυστυχώς, η μέρα μου τζιυλά, εν τζιαι μεγάλη, πρέπει να φέρνω τον εαυτόν στην πραγματικότητα κάθε στιγμή, για να καταφέρνω να διδάξω με τον τρόπο που ξέρω. Εγίνηκεν, σχεδόν ετέλειωσεν η μέρα χωρίς (σχεδόν) να νευριάσω κανέναν πλάσμαν δικόν ή ξένον. Αλλά το κορμίν μου εν τέλλεια πανικοβλημένον, σάν το ταυρίν που φεύκει πρώτη φοράν που τη μάναν του να βουρήσει μές την πεδιάδαν με τους θκειούες του τζιαι σιέρεται αλλά δέ ξέρει πού να πάει.
Ξαναπιάννω το σεττάρ πόψε. Τζιαι το κομπιούτερ.
Επήα σ' έναν μαθητήν μου ινδόν. Το κοπελλούιν έσιει καμπόσα προβλήματα νόησης αλλά έσιει πολλύν ταλέντον. Ανάδειξα τον σε μικρό χρονικό διάστημα, τζιαι η μάνα του πίννει νερό στ' όνομαν μου. Εν τζιαι τζιήνη μουσικός φτασμένη της ινδικής κλασσικής, που οικογένειαν διάσημην μές την ινδία, μουσικοί ούλλοι τους πάππον προς πάππον. Τζιαι ξέρει επίσης κλασσικό χορόν ποτζιήντον κλωστρόν.
Σήμμερα που επήα μάθημαν λαλεί μου "έχω σου ένα δώρο ρέ".
Λαλώ της "ήντα δώρον ολά, θέλω δώρα? Τη δουλειά μου κάμνω τζιαι πλερώννουμαι με ριάλλια τζιαι με την ικανοποίησην."
Απαντά μου με γέλλιον "Όι ποτζιήντο δώρον. Ηχογράφησα με να τραουδώ, κάμνω αυτοσχεδιασμόν πάς την κλίμακαν του κομμαθκιού με τα σεττάρ που μου έβαλες να ακούσω την περασμένην εφτομάν. Έμπνευσες με ρέ κυπραίε. Έλα το cd να το ακούσεις. Νομίζω χρειάζεται το κομμάτιν σου λλίην απαλότηταν, εν ούλλο θυμόν τζιαι πόνον. Κρούζει, εν ολοκόκκινον".
Σκέφτουμαι μόνος μου "δκιάολε, εκατάλαβεν με τούντο πλάσμαν που εγεννήθηκεν 5,000 χιλιόμετρα μακρά που το χωρκόν που με γέννησεν εμέναν, άλλη θρησκεία, άλλες αναφορές, τζιαι δέ γαμώτα που με 'επιασεν που την πρώτην")
τζιαι λαλώ της "άτε, τραούδα μου άμα τελειώσουμεν το μάθημαν, να σε ακούσω λλίον, έχω το ανάγκην"
Τελειώννει το μάθημαν.
Έρκεται ο άντρας της τζιαι πιάννει την τάπλαν να παίξει κρουστά. Κοστουμαρισμένος, business man την ημέρα, το βράδυ ψυχοπλάστης. Κάθεται τούτη σταυροπόδι τζιαι ντζιήζει στο μέτωπον τα τρία πρώτα δάκτυλα. Αφήννει πρώτα τον ήχον να της έρτει μές τη ψυσιήν, τζιαι αννοίει τα χείλη με την πρώτη νότα.
Τζιαι ο Δράκος ο δικός της πετάσσεται που το λαιμόν, τιλύεται γυρόν του άντρα της πρώτα, μετά γυρόν που το γιόν της, πιάννει την ενέργειαν τους τζιαι στέκεται μπροστά μου σε απόστασην αναπνοής, Δράκος ολοζώντανος. Τζι έμεινεν η Στιγμή ακέραια. Ήρταν οι νότες σάν τα σεντόνια να με σιεπάσουν. Ήρτεν η μελωδία σάν τη θάλασσα τη γαλανή. Ήρτεν η ροή που νιώθει ο ερωτευμένος να με έβρει. Ήρτεν ο πόνος άλλων προγόνων που εχάσαν δικούς τους πολλούς σε πολέμους αρχαίους που ούτε τους ξέρουμεν πως εγίναν. Ήρταν γιασουμιά, λωτοί, τριαντάφυλλα, πιπέρκα, μυρωθκιές, ιστορία, πόθος, ζωή, σπίθκια πέτρενα με τοιχογραφίες άλλων θεών τζιαι δοξασίων, ήρτεν ο Γάγγης με το καφέ του το ιαματικό νερό, ήρταν τα κτίρια που έχουν αγάλματα σωρό σκαλιστά με λεπτομέρεια, ήρτεν ο παππούς της που της έμαθεν τα μουσικά, ήρταν δεντρά άγνωστα μου να βλαστήσουν, ήρτεν η Γέννα που μόνον γεναίκα καταλάβει, ήρταν ούλλα.
Τζι ετραούδαν πέντε λεπτά μόνον. Τζιαι μετά εσιώπησεν. Την ώραν που έκλεισεν τα χείλη, ένωσα ένα δάκρυν να πλάθει κύμμαν μιτσήν μές το μάτιν μου, τζιαι να κατεβαίνει που το βλέφαρον το πουπάνω ώς το πουκάτω. Έμεινεν ώς τζιαμέ. Ήταν το δάκρυν του Ευχαριστώ.
Γιατί εν τούτον που εχρειάζουμουν σάν είμαι στο καμίνιν μου. Την Γένναν.
Τζιαι η ενέργεια η Θηλυκή στο Σύμπαν εν η λατρεμένη της Θεού.
Χωρίς της τίποτε έν γεννιέται.
Ξαναπιάννω το σεττάρ πόψε. Τζιαι το κομπιούτερ.
Επήα σ' έναν μαθητήν μου ινδόν. Το κοπελλούιν έσιει καμπόσα προβλήματα νόησης αλλά έσιει πολλύν ταλέντον. Ανάδειξα τον σε μικρό χρονικό διάστημα, τζιαι η μάνα του πίννει νερό στ' όνομαν μου. Εν τζιαι τζιήνη μουσικός φτασμένη της ινδικής κλασσικής, που οικογένειαν διάσημην μές την ινδία, μουσικοί ούλλοι τους πάππον προς πάππον. Τζιαι ξέρει επίσης κλασσικό χορόν ποτζιήντον κλωστρόν.
Σήμμερα που επήα μάθημαν λαλεί μου "έχω σου ένα δώρο ρέ".
Λαλώ της "ήντα δώρον ολά, θέλω δώρα? Τη δουλειά μου κάμνω τζιαι πλερώννουμαι με ριάλλια τζιαι με την ικανοποίησην."
Απαντά μου με γέλλιον "Όι ποτζιήντο δώρον. Ηχογράφησα με να τραουδώ, κάμνω αυτοσχεδιασμόν πάς την κλίμακαν του κομμαθκιού με τα σεττάρ που μου έβαλες να ακούσω την περασμένην εφτομάν. Έμπνευσες με ρέ κυπραίε. Έλα το cd να το ακούσεις. Νομίζω χρειάζεται το κομμάτιν σου λλίην απαλότηταν, εν ούλλο θυμόν τζιαι πόνον. Κρούζει, εν ολοκόκκινον".
Σκέφτουμαι μόνος μου "δκιάολε, εκατάλαβεν με τούντο πλάσμαν που εγεννήθηκεν 5,000 χιλιόμετρα μακρά που το χωρκόν που με γέννησεν εμέναν, άλλη θρησκεία, άλλες αναφορές, τζιαι δέ γαμώτα που με 'επιασεν που την πρώτην")
τζιαι λαλώ της "άτε, τραούδα μου άμα τελειώσουμεν το μάθημαν, να σε ακούσω λλίον, έχω το ανάγκην"
Τελειώννει το μάθημαν.
Έρκεται ο άντρας της τζιαι πιάννει την τάπλαν να παίξει κρουστά. Κοστουμαρισμένος, business man την ημέρα, το βράδυ ψυχοπλάστης. Κάθεται τούτη σταυροπόδι τζιαι ντζιήζει στο μέτωπον τα τρία πρώτα δάκτυλα. Αφήννει πρώτα τον ήχον να της έρτει μές τη ψυσιήν, τζιαι αννοίει τα χείλη με την πρώτη νότα.
Τζιαι ο Δράκος ο δικός της πετάσσεται που το λαιμόν, τιλύεται γυρόν του άντρα της πρώτα, μετά γυρόν που το γιόν της, πιάννει την ενέργειαν τους τζιαι στέκεται μπροστά μου σε απόστασην αναπνοής, Δράκος ολοζώντανος. Τζι έμεινεν η Στιγμή ακέραια. Ήρταν οι νότες σάν τα σεντόνια να με σιεπάσουν. Ήρτεν η μελωδία σάν τη θάλασσα τη γαλανή. Ήρτεν η ροή που νιώθει ο ερωτευμένος να με έβρει. Ήρτεν ο πόνος άλλων προγόνων που εχάσαν δικούς τους πολλούς σε πολέμους αρχαίους που ούτε τους ξέρουμεν πως εγίναν. Ήρταν γιασουμιά, λωτοί, τριαντάφυλλα, πιπέρκα, μυρωθκιές, ιστορία, πόθος, ζωή, σπίθκια πέτρενα με τοιχογραφίες άλλων θεών τζιαι δοξασίων, ήρτεν ο Γάγγης με το καφέ του το ιαματικό νερό, ήρταν τα κτίρια που έχουν αγάλματα σωρό σκαλιστά με λεπτομέρεια, ήρτεν ο παππούς της που της έμαθεν τα μουσικά, ήρταν δεντρά άγνωστα μου να βλαστήσουν, ήρτεν η Γέννα που μόνον γεναίκα καταλάβει, ήρταν ούλλα.
Τζι ετραούδαν πέντε λεπτά μόνον. Τζιαι μετά εσιώπησεν. Την ώραν που έκλεισεν τα χείλη, ένωσα ένα δάκρυν να πλάθει κύμμαν μιτσήν μές το μάτιν μου, τζιαι να κατεβαίνει που το βλέφαρον το πουπάνω ώς το πουκάτω. Έμεινεν ώς τζιαμέ. Ήταν το δάκρυν του Ευχαριστώ.
Γιατί εν τούτον που εχρειάζουμουν σάν είμαι στο καμίνιν μου. Την Γένναν.
Τζιαι η ενέργεια η Θηλυκή στο Σύμπαν εν η λατρεμένη της Θεού.
Χωρίς της τίποτε έν γεννιέται.
Σχόλια
με θυμίζει ότι κυριαρχεί στο κορμί και στο μυαλό μου και η καθημερινότητα που την ουδετεροποιεί περιμένει μόνο το κύμα αυτό που υψώνεται μέρα με τη μέρα για να σπάσει νικηφόρο αφρίζοντας στους κυμματοθραύστες