Πολογιαστός
Έφτασεν πάλε τζιήνη η ώρα που φτάνει κάθε χρόνο. Η ώρα που κρέμμουμαι μεταξύ δύο εννοιών. Της Πατρίδας, τζιαι της Χώρας. Η Χώρα μου εν δακάτω. Τζι η Πατρίδα μου, τζιηκάτω.
Αρέσκει μου η τελευταία μέρα. Μεινίσκω χωρίς Ταυτότητα, ούτε δουλειά με ορίζει, ούτε η ιδιότητα μου η καλλιτεχνική, είμαι ένα κορμί ιδρωμένο μές το λιοπύρι που απλά περιμένει μιά μεγάλη αλλαγή. Εν πολύτιμα τούτα, τα "μεταξύ". Ο πραγματικός εαυτός φαίνεται την ώρα που περιμένεις, όι την ώρα που πράττεις. Καθαρίζει, γίνεσαι απλά ένα ζώο υπο αναμονή.
Εγίναν οι δουλειές, είμαι τζιαι λλίο κρυολογημένος μα έκαμα διάφορα, εμίλησα με αγαπημένα πρόσωπα που με περιμένουν, με άλλα που θα δώ ύστερα. Σάν την προσευχή.
Μα ακόμα έν το είχα νιώσει. Τί τζι αν έβαλα τα διαβατήρια μές το τσαντάκι. Τί τζι αν άλλαξα δολλάρια σε ευρώ (μα τί άσχημο χαρτονόμισμα έναι ολάν!!). Καμία εντύπωση έν μου κάμνει, εγώ ζώ στην Αν-υπαρξία της ταυτότητας μου.
Μα τωρά το απόγευμα, σάν έπιννα τσιγαράκι στη φουρνο-βεράντα τζι έσαζα τα αμαξούθκια των μωρών, έπιασε τηλέφωνο ο Πατέρας Διάσπορος..
"Έλα γιέ μου, όλα υπο έλεγχο?"
"Ναι παπά, σχεδόν έτοιμοι για αύριο. Εσύ? Βουράς τζιαι δέν προλαβαίνεις?"
"Ρέ, σήμερα επήραμε τα κρεβάτια, τα ψυγεία, τα τραπέζια στο σπίτι του Πάρκου. Αύριο νύχτα εννα κοιμηθούμε πρώτη φορά στο Πάρκο, ούλλοι παρέα, καταλάβεις το?"
"Εφτά χρόνια χτίσματος τελειώνουν σήμερα δηλαδή?"
"Ε όι τζιαι τελειώννουν! Η πρώτη φάση ετέλειωσε μόνο, ήνταλως, εννα κάτσω έναν τόπον ενόμισες?"
Χαχανίζει. Σπάνιο το δώρο, πανέμορφο. Εν χαλαρός.
Γελώ. Μές την αδρήν του τη φωνή ακούω τον αέραν της θάλασσας, τον καύσωνα, τα χώματα που εκάτσαν πάς τα σιέρκα του, τα ξερόχορτα, το μπλέ τ' ουρανού, μυρίζω τα τριαντάφυλλα τζιαι τα γιασεμιά του κήπου, τον καπνό του φούρνου, τζιαι γελώ.
Σε μιά στιγμή αλλάζω, τζιαι που τη Χώρα, μεταβιβάζω την ουσία μου στην Πατρίδα.
"Ά παπά ήβρες μου πέτραν?"
"Έσιει δκυό. Μιάν όρθια, 1.60, τζιαι μιά ππεσωτή, 1.80. Ποιά θέλεις?"
"Τη μεγάλη. Σάσε τα εργαλεία τζι έρκουμαι."
"Εκόνισα τα, ετοίμασα σου τζιαι το κάγκο (κομπρεσόρος ειδικός για να σπάζει πέτρες) το μιτσί που εν μόνο 15 κιλά τζιαι σώννεις το να το δουλεύκεις χαχαχαχαχ" (τζιήνου εν 25 κιλά)
"χαχαχα, θα τα πούμε την κυριακή"
"Στο καλό γιέ μου."
Έκλεισα το τηλέφωνο τζι έκλεισεν ο Κύκλος πάλε.
Σχόλια
Καλόν ταξίδιν.