Οι τοίχοι ακόμα στέκουσιν πατέρα!
...στον πατέραν Διάσπορον, που με πήρεν πέρυσι με τον αδελφό μμου στο τουρκοκρατούμενο χωριό μου να μου δείξη τα χαλάσματα της μάντρας του προπάππου μου. Όταν ο Πατέρας Διάσπορος ήταν μωρό, είχεν η οικογένεια του εκεί λλίγα ζώα ακόμα, ένα πέτρινο σπιτούι, λάκκον με νερό. Εμεγάλωσεν με τον αδελφόν του εκεί ως τα 8 του-έντονες οι εμπειρίες που τον εφκιάξαν σαν άθρωπον όπως λαλεί. Τες μάντρες εγκαταλείψαν τες ξαφνικά όταν εγίναν φασαρίες στην περιοχή και εσκοτωθήκαν δυό ελληνοκύπριοι απο κάτι ζώα τούρκους για χρηματικές διαφορές, τζιαι μετά επήαν κάτι λεβέντες δικοί μας τζιαι εκάμαν ενέδραν σε ένα λεωφορείο με τουρκοκύπριους (γυναικόπαιδα) λλίγο πιο κάτω που τες μάντρες τζιαι επαίξαν τους ούλλους σαν τα χτηνά. Οπότε έφυεν ο προπαππος που τζιαμέ, εγεριμώσαν οι μάντρες. Ο πατέρας Διάσπορος δέν επάτησεν τζιαμέ ως πέρυσι. Επήρεν μας για να μοιραστεί την πιο ευγενικήν ανάμνηση της ζωής του, και να μας παραδώσει τη Σκυτάλη. Εταράχτηκα πολλά, ήταν εξωπραγματική εμπειρία να τον θωρώ να μας περιγράφει την παιδικήν του ηλικίαν (για πρώτη φφοράν). Όπως εμίλαν εθώρουν τες εικόνες τζιαι ερούφουν τες. Αποφάσισα τζιαι έγραψα το σε ποίημαν που του έδωσα στη γιορτήν του, και υποσχέθηκα να το δώσω του γιου μου να το διαβάσει κάποτε. Πρίν να φύουμεν που τες μάντρες, έψαξα χαμαί να έβρω κάτι να πιάσω. Το μόνον που ήβρα ήταν ένα σπασμένο σιέρι της κούζας που άργιλο. Έχω το πας το γραφείο μμου στην αμερικήν, να το θωρώ άμαν παίρνουν αέραν τα μυαλά μου, για να με προσγειώννει.
(Σαν αύριον επιάσαν το Χωριόν οι Τούρκοι)
Στο ξύπνημαν της εν' η Μεσαρκά
κε τα σεντόνια της νοθκιάς τα κάμνει πέρα.
Σε έναν κάμπον γέριμον, όλον χωράφια ψόφκια τουρκεμμένα
ένας πατέρας στην αρχήν του γήρατος του
έφερεν τα παιδιά του
να τους δείξη τόπον
για 'κείνον άγιον
πλέον λησμονημένον.
Οδηγούν ώρες.
Αμυδρά θθυμάται κι αυτός την τοποθεσίαν
(χρόνια πενήντα πάει που εγκατελήφθειν,
κι' οι Ελιές, ο Λάκκος -τα σημάδια που ήξερεν-
δέν έχουν μείνει.)
Μιά Φοινικιά μόνο, καμμένη, ψηλή
στέκει φρουρός της μνήμης -προς το παρόν-
κε δίπλα της χαλάσματα.
Μάντρες ήταν κάποτε, ταπεινές.
Εικόνα σήψης.
Σε ολλιγόλεπτη ξενάγησην
κι οι τρείς προσεκτικά δίνονται.
Μπροστάρης ο πατέρας
εξηγεί χαμηλοφώνως.
Εφτά χρονώ γίνεται πάλι όταν
δεμμένος πας το βρακοζώνιν τ'αδερφού του
περπατούσεν μ' αθωώτητα
στο χώρον τούτο.
Ταράσσεται.
Όσα θθυμάται
συντόμως εξιστορεί
για χρόνια ξυπόλητα παιδικά
παππούδες εύρωστους, πολέμους, της προτεινής ζωής φουρτούνες.
Σιωπηλά τον ακούν
κε σφίγγουνε τα χείλη με κατάνυξη.
Πασκίζουν τις εικόνες αυτές να συγκρατήσουν ακέραιες
κάποτε στους δικούς τους γιούς να περιγράψουν.
Σκηνή σημαντική. Ιερή.
Κοπάζει απότομα τη φωνή ο πατέρας
-εκ φυσικού λάκωνας
πολλά είπεν ήδη-
κε η επίσκεψη στα λείψανα σιωπηλά ετελεύθη.
Ένας αέρας ψάλτης
μυρώννει το φεύγα τους
φυσά τους μοιρολόϊ
-παληές ωδές βυζαντινές-
κε με τις νότες του τυλίγει
τα χαλάσματα
και τα κοιμώμενα πλιθθάρια
τη Φοινικιά
τον τόπον όλον.
Οι τρείς προσκυνητές αποχωρούν.
Δρόμον της επιστοφής παίρνουν
προσφυγικότατον.
Σκεπάζονται αμήχανοι και
μουδιασμένοι
με του μυαλού τις βαμβακερές σκέψεις.
Κι 'οι τρείς τους ξέρουν όμως πως
(αν κε το μπορούσε εύκολα)
ο πατέρας
σοφώς κάτι να έλεγεν τώρα
σημαντικόν επίλογον να βάλει στην ημέραν τούτη.
Ίσως να τους έλεγεν, στην αρχήν του γήρατος του:
"Ζωήν σας έδωσα κε γνώσην
κε το μάλιν μου.
Εμόχθησα αδρώπους να σας κάμω.
Άλλα πολύτιμα δέν έχω να σας δώσω.
Πάρτε κε τούντην θθύμησην μου
των ταπεινών μου χρόνων των παιδικών
σαν το κερίν να την ανάβεται να με θθυμάστε."
Κι 'οι γιοι θα του έλεγαν πίσω:
"Ζωήν μας έδωσες κε γνώσην
κε το μάλιν σσου.
Εμόχθησες αδρώπους να μας κάμεις.
Δώρα πολλά
πολύτιμα μας έδωσες.
Ομως
Η ταπεινή η θθύμηση που
τόσο τρυφερά μοιράστηκες μαζίν μας σήμερα
δώρον Πολυτιμότερον απ' όλα ίσως κε να είναι."
Σχόλια
Το μοίρασμα των αναμνήσεων του, το μεγαλύτερο και πιό οδυνηρό δώρο. Να το φυλάξεις καλά.
έτσι ριζα και τα δυο παιδια να την κρατήσουν στα χέρια τους..
θα εκπλαγείς όταν θα δεις πως η κόρη σου θα ενωθεί με μια γραμμή αιώνια χωρίς να της το διδάξει κανείς... Θα το δεις να συμβαίνει γύρω στα 9-11 και θα το νιωσεις ...
όπως και ο γιος, γύρω στα 15 θα γυρίσει και θα σου πει "τι είμαστε και απο που ερχόμαστε?"
(ξέρεις ότι δεν μπορώ ούτε θελω να επέμβω)
Episis apofasise. Eite stin koini elliniki. Eite sketa kipriaka. Vevaia entaksei eisia apodimos alla eteron ekateron. To krama pou dimiourgeis den einai petixemeno kai den xrisimopoieitai apo kanena.
Den einai ntropi na grafeis mono stin koini neoelliniki oute mono sti dialekto.
To poiima sou ethimise mou kati atalantous ithopoious pou paizoun ipervolika kai me stomfo, miloun afisika kai pernoun kati epitidevmenes opseis. Kamia fora skeftomoun mou na parw mazi mou pinakida pou na grafei XALARA. Istera apofasisa na kopsw to theatro, afou oloi stin Kipro etsi paizoun.
τη γλώσσαν έχω ποιητικό δικαίωμα να την πλάθω όπως θέλω, υπάρχει λόγος που ανακατώννω τες δυο διαλέχτους (σ.σ. δεν είναι "κοινή ελληνική" btw-ήθελα α) να πλασω νεκρό άσμα. Χρησιμοποίησα κυπριακά, και τα ελληνικά του είδους που εβάλλαν στες εφημερίδες του '50. β) κάνω hommage σε αγαπημένον ποιητή του πατέρα μου. γ) ο στόμφος προσθέτει αντίθεση στα ευαίσθητο θέμα, για να αντανακλάσει τον τρόπο που λειτουργούν οι ήρωες. κλπ ---τί σου τα εξηγώ όμως;
Αναγνώστης κριτής που σε βάθος να διαβάζει και το νόημα να πιάννει δεν είσαι. Μου θυμίζεις κάτι μαθητούδια που δεν ξερουν να "read between the lines" και λεν εξυπνοβλακείες του καθηγητή τους για να δείξουν τον νουν τους. Εγώ ήρτα στο Μπλογκ σου να κρίνω τον τρόπο που γράφεις ρε; Είσαι εσύ "συγγραφέας" δηλαδή;
Εκάλεσα σε στο πιό ευαίσθητον μου ποίημαν και θέμαν να μου λαλείς μαλακίες; Σοβαρομιλάς τωρά; Τόσον δέν καταλαβείνεις που τη Ζωήν;
Άμα θθέλεις έτσι, ότι γράφεις θα σου το κρίνω να δούμεν αν σου αρέσκει.
Θα περιμένω τη ρίζα να πολίσει πας τα μωρά μου.
Ρίζες εν να έχουν που δκιό δεντρά. Τζιαι της μάμμας τους που είναι ξένη, τζιαι τες δικές μου.
Δεν αναλύσαμε μαζί κι άλλες φορές τα γραπτά σου? Όποτε θες (εγώ δε βάζω μετριασμό) ΄'ελα στο μπλογκ και γράψε ότι θέλεις. Ποιός σε εμπόδισε?
Ηρέμησε. Νόμισες ότι δε θα σε παίζουν τα άλλα παιδάκια επειδή μου μιλάς? Πήρα τα μπογαλάκια μου εξάλλου΄και τα διέγραψα για να σε προστατεύσω.
Τέλοσπάντων, συγνώμη αν το πήρες στραβά.
Αλήθεια ποιό είναι το χωριό σου και πότε έγιναν οι δολοφονίες που λες?
Μέ δδιαγράφεις σχόλια όμως. Ούτε γώ έχω μετριασμό γιατί ο λόγος είναι ελεύθερος και όλοι ευπροσδεχτοι στο μαχαζίν.
Για τες δολοφονίες τζιαι το χωριόν θα τα πούμεν σιγά σιγά, αν με ανεχτείς τζιαι ανεχτώ σε τζιαι γίνουμεν δυό φίλοι που τρώνε το σταφύλι.
(προτιμώ το κριθάριν
που τρώσιν οι γαδάροι
άρι
άρι)
http://mihalismihail.blogspot.com/
αφού σου άρεσεν όπως το είπα, δοκίμασε τζιαι σύ. εν έσιη σχέσην πως θα το πεις really. Γράψε το συναίσθημαν κάτω, εστω τζιαι αν απλά γράψεις εκατόν επίθετα για το πως έννιωσες γιατί εννα γίνεις 60 χρονών μιαν μερα, και θα σου λείψη η αθωότητα, δε θα θθυμάσαι την εμπειρίαν σωστά. Γράψε τα όπως σου έρκεται για να τα ζείς όποτε τα διαβάζεις.
Επειδή οι τουρκικές επιθέσεις στρέφονταν εναντίον απομονωμένων αγροτών και βοσκών της περιοχής, κάθε Τούρκος που κινείτο σε ελληνικά χωριά εθεωρείτο ύποπτος και αντιμετωπιζόταν από ένοπλες περιπόλους της ΕΟΚΑ. Άγγλοι στρατιώτες συνόδευαν τους Τούρκους στις λεηλασίες τους, δήθεν για προστασία. Έτσι η ΕΟΚΑ άρχισε να χρησιμοποιεί νάρκες πιέσεως και έλξεως, τις οποίες τοποθετούσε σε ελληνικές περιουσίες στα χωριά Λύση, Άχνα και Ξυλοτύμβου, που συνόρευαν με τα τουρκικά χωριά Πέργαμος και Κούκλια, για αντιμετώπιση των αγγλοτουρκικών επιθέσεων.
:-)
Έρχομαι ν'ακούσω. Αν είναι που το ΥοuTube, αλλάσσει συνέχεια. Είχα το στην αρχήν τζιαι γώ, έβαλλα μεσαιωνική μουσική στο μπλογκ αλλά έσπασεν μου τα νεύρα....
ανώνυμη
Που ήβρες το ντοκουμέντο; Τα γεγονότα που περιγράφεις είναι ακριβώς όπως μου τα λέγαν οι παππούδες μου, ο πατέρας μου, και άλλοι συγγενείς. Ήταν μαύρες μέρες εκείνες...
Poli anameikta ta sinaisthimata sou alithia. Kai i istoriki mnimi pou anadithike apo tis epixomatwseis tis istorias, poli simplegmatiki kai apli sinama.Simplegmatiki giati i sterisi ksekinise pio noris apo tin episimi sterisi kai apli giati eisai o apla p klironomos, o idioktitis, o katoxos.
η επίσημη στέρηση στο τέλος απλά επιβεβαίωσε την μοίρα. Εμείς τα χάσαμε που πολλά πρίν. Που την άλλη, ο παππους μου ο άλλος, που ήταν αγροφύλακας (6 πόθκια χτηνόν, την τότε εποχή) έπιννεν κάθε νύχταν τα κρασιά του τζιαι έτρωεν μεζέδες με τους τούρκους της Σίντας -εφέρναν τον κουβαλητόν τζιαι ξαπολούσαν τον πόξω που την πόρταν του να μεν ακούσει η στετέ γιατί ήταν να τους τιμάσει.