Στο ψηλόν λόφον
Το πρωίν η ώρα έξι, εξύπνησεν το κορμίν μου άγουρον. Στο άλλο δωμάτιο, μες τον ωραίον κλιματισμόν, εμουρμούραν ο γιός μου "μμα μμα μμα μμα μμα μαμ μμαμ μαμμμα" αντί να τζοιμάται. Επειδή ξέρω ότι ο μονόλογος γυρίζει πάντοτε σε γελόκλαμαν και τσιριλλιχτόν, επήα να τον ταΐσω πρίννα ξυπνήσει την αδελφούλλα ντου τζιαι χρειαστώ αλλόναν χέριν να τους ταΐζω (ήταν η σειρά μου σήμμερα το πρωί) -όποιος εδοκίμασεν να ταΐσει δκυό βρέφη ταυτόχρονα πιπερόν, ξέρει ίνταμπου εννοώ.
Ευτυχώς το Διασπορούδιν έφαν τα πλευρά του, τζιαι έμεινεν ξανά βουνάριν μές το κρεβατούδιν του χωρίς άλλες περιπέτειες.. Που εσήμενεν ότι είχα ελεύθερον χρόνον ως τες 9 που ξυπνούν κανονικά να κάμω το κκέφιν μου μόνος μου.
Έπιασα το Λαιστριγονικόν το αυτοκινητούδιν το μιτσήν το κοτσιηνούδιν, ποτούτα που συνηθίζουν οι ευρωπαίοι αυτήν την ιστορικήν περίοδον με τα φωτούθκια τα στροντζιυλά,τζιαι επήα έναν ταξιδάκιν να κουβεντιάσω με τον εαυτό μμου. Οδήγουν άσκοπα όσπου τζιαι ενευρίασεν το αυτοκινητάκιν με την αναποφασιστικότηταν μου τζιαι είπεν μου "μα πού πάεις ρε κκεραττά τζιαι καταλλιάς πεζίναν έτσι ρε ππουστοαμερικάνε φαγάνα, νομίζεις πετάσσουμεντην δακάτω; Χάτε, κλούθα μου τζιαιννα σε πάρω εγώ εναν τόπον ωραίον, παρέτα να γυρεύκεις το τέλειον τοπίον, ψύχα, εν Κύπρον που 'σαι, εν ούλλα ωραία".
Αφού είσιηεν δίκιον το αυτοκινητάκιν έβριξα τζιαι άφηκα το να με πάρει. Πρώτα έρεξεν που έναν χωρκούδιν λίγο γραφικόν που ετζιημάτουν πουκάτω που το πάπλωμαν της νοθκειάς. Λλίοι γέροι μόνον ήταν όξυπνοι τζιαι επηένναν εκκλησιάν με τες παλλιοφορεσιές τες τρυπημένες, φρεσκοξιουρισμένοι με την κοτζιάκαρην να τους ακολουθά. Επροσπέρασεν τους ένας ενγκλέζος μαραθωνοδρόμος που εβούραν όπως τον μαννόν πρωι ξημέρωμαν, ολοκότσιηνος με τα πανταλονούθκια τα φωσφόρα. Ήσιεν τζιαι κάτι κάττους που επροσπαθούσαν να φάσειν που τα ποσκούπιδα τζιαι μαλλώνναν πιός εννα ακκάσει πρώτος τες πετσούδες του κοτόπουλλου που ανακαλύψαν. Πιό κάτω ένας σερβιτόρος σίουρα βούλγαρος, εχαμογέλασε μμου (οι Λαιστριγόνιοι ποττέ έ χχαμογελούν σε αγνώστους) όπως εσάριζεν το προσαύλιν της ταβέρνας που τα ποτσίαρα με τη σαρκάν τη μμάζενην. Ήσια που ευκήκαμεν του χωρκού, κλώννη το αυτοκινητάκιν μμιάν απότομην ανηφόραν τζιαι πάμεν ίσια πάνω. Εσφίχτειν, εμπάρρωσεν, ασκομάχησεν πας σε κάτι κούρβες (Που δκιάολον με παίρνεις;) τζιαι έφκαλεν με πας σέναν λόφον πανύψηλον που πριν εκατομύρια χρόννια ήταν πουκάτω που τη θθάλασσαν τζιαι εφακκούσαν του γυρόν τα χταπόδκια τζιαι τα προϊστορικά σσhιλλόψαρα, αλλά τωρά εξέπεσεν κι αυτός. Ξεραΐλλα, παλλιόσπιτα, τερατσιές, τζιαι τεράστια γκέττο πολυτελείας πολύχρωμα και κακοσχεδιασμένα που οι διάφοροι μαλλαππάππες εξεράσαν πας τους πρόποδες χωρίς να σκέφτουνται τ'αγγόννια τους.
Ο λόφος εν ούλλος κώννος φυσικά (όπως ούλλοι οι λόφοι της Λαιστριγονίας) τζιαι σηκώννει χωματσιές άμαν φυσά, οι τερατσιές τζιαι οι θάμνοι εν άσπροι σαν τα λοκκούμμια. Το τοπίον μου εθθύμησεν όταν -νεοσύλλεχτοι- επερπατούσαμεν μίλλια ως την τοποθεσίαν Πελέτικο τζιαι εσηκώννετουν ττόζιν πουκάτω που τα άρβυλα μας τα ιδρωμένα τζιαι έπιαννεν μας η λλιοψυχία τζιαι το παράπονον γιατί εμασούσαμεν χώματα τζιαι εφώναζεν μας πουπάνω ο κομπλεξικός ο μόνιμος. Επιτέλους εσταμάτησεν το αυτοκινητάκιν στην κορυφήν. Απόλυτη ησυχία. Απόηχος ενός σκύλλου που το χωρκό στους πρόποδες, τζιαι των καμπάνων της εκκλησίας που εκαλλιούσαν για τον όρθρον. Εφύσαν έναν αερούδιν χαμογελαστόν τζιαι επείραζεν τα λλιγοστά κυπαρίσσια που γερασμένα εστεφανώνναν το ξοκκλησάκι που εχτίσαν οι χωρκανοί στη μούττην του λόφου. Απέναντι στο εκκλησάκιν, δύο τζιέρρατα σιδερέννια τεράστια -οι κεραίες της ΣΥΤΑ που τες εφυτέψαν σίγουρα επίτηδες οι καλικάντζιαροι εκεί για να ασχημίνουν ότι όμορφον έμεινεν και αρχαίον στην περιοχή.
Άννοιξεν μου την πόρταν το αυτοκινητάκιν. Επαρπάτησα λλίγονμες τες χωματσιές, τζιαι ήβρα έναν παλλιόν πολυβολείον τζαι έκατσα πας τη στέγην του να παίξω σεττάρ τζιαι να απολαύσω την ωραίαν μου παρέαν. Έπαιρνεν με ο αέρας δεξιά αριστερά τζιαι εσυχρόνισα την κίνηση μμου με το ευκαλιπτούδιν που ελικνίζετουν ερωτικά μπροστά μου σαννα τζιαι ελάλεν μου "Γειά σου Διάσπορε, θέλεις να χορέψουμεν;" Τρίνγκι τράγκα μαραζωμένα πας το σεττάρ, εσεκλεττίστηκα πρωί ξημέρωμα, τραουδώ σε γλώσσαν που δέν υπάρχει, σιού να μα άκουσεν τζιαι ο άγιος ο προστάτης του ξοκκλησιού τζιαι άρκεψεν να μουγκαρίζει ότι εννα μου δειχτεί που παίζω μουσικήν τους αγαρινούς μες την αυλήν του τζιαι νάρτει με τη βέρκαν να μου δώκει πουπάνω. Έν τον εφοήθηκα.
Εθώρουν τη θέαν, ως τη θάλασσαν που ελαμπύριζεν, την πόλην μακρυά, ούλλα επάλλουνταν στο ρρυθμόν του σεττάρ τζιαι αρκέψαμεν να χορεύκουμεν ούλλοι παρέαν. Αγκάλλιασεν τα ούλλα η ψησιή μου, έστω τζιαι για μμια στιγμήν πολύτιμην που έφυεν γλήορα. Στην πολλήν ώραν εκουράστηκεν η πόλη τζιαι εγκατέλειψεν το χορόν. Εβώβωσεν το σεττάρ να σκεφτεί. -Εν καλή τζαι η ησυχία. Έμπει μμου τζιαι έννοια ξαφνικά ότι στο φυλάκιον στον απέναντι λόφον κάποιος με θωρεί, τζιαι δέν εσιουρκάζουμουν. Σίουρα έσιη στρατιώτες μέσα, τζιαι ήτε άχχοσα τους, ήτε επήρα μμε για πελλόν/ναρκομανήν.
"Σίουρα παρακολουθά με ο σκοπός με τα κυάλλια τζιαι κάμνει το χάζιν μου με τους παρέες του", είπεν μου η Σκέψη μου.
"Ένας κουρούπεττος ψηλός νάκκον γεμάτος, που παιζει πουζουκκούθκια παράξενα τζιαι σούζεται σαν την πόρνην πας το πολυβολείον που το χάραμαν του φού, με τα κοντοπαντέλονα τα αμερικάνικα τάχα της ερήμου, καππέλλον πλατύγεισον όπως του ορειβάτη, χακκίν (κόφκει τον ήλλιον καλά αλλά ε ρρεζίλιν), τζιαι φανελλούδαν κότσιηνην, είναι του γελασμάτου", είπεν μου η Αντροπή μου. Δέν μπορώ να ξέρω ότι με θωρεί κάποιος, φεύκει μου το αυθόρμητον.
Έν ιμπορούσα πιον να συγκεντρωθώ άμαν τζιαι σκέφτηκα το έτσι, τζιαι εβάλαν μου ιδέες οι πολλοπάητες οι σκέψεις μου, τζιε εσηκώθηκα να φύω. Εσταμάτησεν αμέσως το χχορόν το δεντρόν, ο λόφος, έβριξεν ο άγιος, τζιαι το αυτοκινητούδιν έσουζεν την κκελλέν του άμαν με είδεν.
Αύριον, αλλού.
Σχόλια
Από ότι φαίνεται στα τελευταία δυο ποστακια σου έχω βαλτεί να σου αλλάξω επάγγελμα ;-D
Το πλόγκ έν βιβλίον έννε; Χωρίς να ασχολούμαι με τον κάθε μαλάκαν εκδότην ;-)
Μπράβο σου!
;-)
Ευχαριστώ. Θα πάω στη χοιροκοιτία. Κάπου ιδιαίτερα πάνω στο λόφο;
(κλεισε και τα ματια μετα από λιη ώρα)