Αποχαιρετιστόν #1
Πας στο βουνόν, τζιαμέ που ο Πρώτος Βασιλιάς ήβρεν το Μέγα Σύμβολον που 'ματοτζιύλησεν τον κόσμον ούλον, εξέβηκα με τ' αυτοκινητούϊν. Εκατέβηκα. Στο Πέτραινον Καστέλλιν, που εχτίσασην οι καλοήροι δέν επάτησα. Σε Βράχον ξιδόνταν μαυροτζιέφαλον εσκαρφάλλωσα,του Μάστρου γειά σου να του πω, αντί τον Άθρωπον να πάω προσκυνήσω. Ασκομάχησα. Τα ρούχα μου εσχιστήκασην πας τες παλλούρες. Εμύρισεν μου ο σχίννος τζιαι η μερσινιά, τα σαπημένα σύκα της αρκοσυτζιάς, τζιαι η σπατζιά (πολλά ερωτική αλήθκεια η μυρωθκιά της). Ως τζιαι το ττόζιν που εσηκώννετουν που τες παθκιές μου, ωραία μου εμύριζεν. Τα σάνταλα μου εβαφτιστήκαν χωματσιάν, πίσσες του πεύκου. Ακκάσαν με οι πέτρες του βουνού, δέν με εθέλασην στη ράσιην τους να φκώ. Στην μούττην, σ'εναν κούφωμαν ατόν εσκότωσα, έφα του το βλαντζιήν του. Έκατσα ώρες μανιχός μου, στον λάλλαρον το στροντζιυλόν, άννοιξα τα ρουθούνια μου καλά, να πιούν να ξεδιψάσουν ρίζες, άννοιξασην τα μμάθκια τζιαι τα τρία, ούλα να τα ρουφήσουσην. Κάτω, γυρόν, τα ασπροβούνια εποφυσούσαν. Πιό κάτω, ούλλα τα χωρκά, οι πόλεις, εκολωσύρνουνταν μίλλια πολλά να έρτουσην κοντά πομπή, τζιαι ήβραν με, εσυναχτήκασην πάνω τα πόδκια του βουνού, τζιαι καρτερούσαν. Ή θάλασσα ετραγούδησεν γλυτζιά, τζι ούλλα τα κύμματα της, πλαθκιές χορδές, της γής οι λύρες, τον ασπασμόν τον τελευταίον μου αρμονίσασην. Ετραγούδισα τζιαι γώ μαζίν τους, τζι ο νήλιος ελυπήθηκεν με, εμέρωσεν.
Στην κουππωτήν την ράσιην του Βράχου το δείλις εδιπλώθηκα, δάφνην ετυλίχτηκα, τζιαι άφηκα το μαύρο φούρνον του το σώμαν μου να ψήσει. Πουπάνω μου εππέσαν τα δεντρά, οι αρκοελλιές, καυσόξυλα εγίναν. Σε τρείς ημέρες έλιωσα, οφτόν εψήθηκα, της τερατσιάς, τζιαι έφαν με ο Βράχος. Ππέφτει τζιαι μιά βρουντανεμιά, τα κόκκαλα επλυθθήκασην μες τα λαρνάτζια. Βράχος εγίνηκα τζιαι γώ, κανίσσιην στο Βουνόν. Πουπάνω μου εβλάστησεν ένα χχωράφι δκυόσμης.
Τζιαι όταν ήρτεν ο τζιερός η σάρκα μου εξανάσμιξεν, τζιαι ήβρεν το κορμίν μου, τζιαι επετάχτηκα σωστός, βερκόλεγνος, φρέσκος. Ετράβησα τες που τη γήν τες πόλεις, τα χωρκά, τους ρότσους, τα βουνά, τα δάση, τζιαι έδισα τα πάνω μου πλουμίν, μαζί μμου να τα πάρω, στη ξενηθκειάν που πάω. Στον Κήπον μου τα 'πόθεσα, ύστερα θα τα στήσω, μαζίν με τ' άλλα τα πολλά που εσύναξα. Χτίζω τζιημέσα εναν νησίν, -στο χάρτην δέν υπάρχει. Εν πράσινον, εν τζιαι ξερόν με έλατα τζιαι σχίννους, πετρούν πετρούν ιχτίζω το, τζιημέσα εννα ζήσω.
Σχόλια
ti thelei na pei o poiitis?
sike
εν όντως πολογιαστός
poia kaka mas efere? Protimouses tin Aftokratoria tis Romis?
kai sou lega....pare mia antiasfiksiogona maska mazi sou...de m'akouses!
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα."