Αποχαιρετιστόν #4. Το Καράβιν φεύκει.

Κυριακή πρωί σαλπάρουμεν.   

Σήμμερα ήρτεν η ώρα να φορτωθούν οι κασέλλες, οι σάκκοι, οι βαλίτσες, τα χωράφκια, οι ελλιές, οι λόφοι, τα χαμόγελα, οι αγαπημένοι μου,  οι μυρωδκιές, τα λόγια,  τ' αμπέλλια.  Ούλλα εφορτωθήκαν  στη σειρά,  ευλαβικά στοιβασμένα  σε ράφκια σαρακοφαϊμένα που το θαλασσόνερον.  Σπιλακωμένα πάνω τ'άλλου  θα καρτερούν το λιμάνιν του Νέου Κόσμου να πιάσουμεν, κρυμμένα μες τα βάθη του καραβκιού μου που ατίθασον τραβά τα σσhιννιά ανυπόμονα, δκιάζεται να σαλπάρει.  

Σσιωπητή  ρεμβάζει η Γαλανή,  έκατσεν στο τιμόνιν τζιαι καρτερά με πομονήν τζιαι σοφίαν, ντυμένη στ' άσπρα.   Κουφόβραση. Κατράς, αλμύρα, δρώμαν.  Τρίζουσην σαν αννοίουν αγιωμένες οι μπουκκαπόρτες.     Στην προκυμαία γυροφέρνω το κορμίν μου ανήσυχα, τζι ο Άγριος Ζώος  προετοιμάζει αχχωμένος την οικογένεια για το ταξίδιν το υπερΑτλαντικόν.  Ο   φίλτατος Κανένας που τα φορτώννει ούλλα με τόσην προσοχήν τζιαι λογικήν, βάλλει μέσα τελευταίες τες πολύτιμες μου εικόνες που εκουβάλαν τόσες μέρες μές τη βούρκαν του,   αμμα έτσι ανήσυχες   που ένι, αντελοσσhιαστήκαν, αφηννιάσαν τζιαι  εποτυλιχτήκαν να φύουν, ετρυπώσαν μες το φτίν μου τζιαι  εχωστήκαν μες το κήπον του νού τον μούρμουρον. Εκλειστήκαν μες τ' αμπάριν το σκοτεινόν.  Εππέσαν πας τες κουκέττες τους τρεμάμενες, φθισηκές, αρνούνται να φκούν στο φώς τζιαι ακκάννουν βίρα λεμόνιν για να μεν ζαλίζουνται.   Τζιημέσα εννα μείνουν, άρρωστες, ώσπου να φτάσουμεν.  Θα τες καλάρει η Γαλανή άμαν έρτει η ώρα,  να φκούσην έξω πάλε, να με μεθύσουν.  

Οι Τρείς μου Εαυτοί ετελειώσαν επιτέλους τες δουλειές τους, τζιαι διούν μου σήμαν, με σφύριμαν τζιαι νεψίματα.  "Πάμεν Μάστρεεεεε; Πάμεν στην άλλην άκριαν της γής;  Τζιαμέ που λείφκη  η θάλασσα τζιαι ππέφτει μες το έρεβος.  Πάμεν στον άλλον μας τον Κήπον να φουλλιάσουμεν πάλε."

Ούλλοι πάς το καράβιν.  Είπεν μου η Γαλανή πως όταν χαθούμεν στη τσάκκισην τ'ορίζοντα, μες το καράβιν μας το παλλιόν τζιαι ξημαρισμένον, που μυρίζει πετρόλαον τζιαι ψάρκα σαπημένα, το έρεβος θα έβρουμεν, τζιαι ξέρει πώς   τζιαμέ θα μας  καρτερά ένας άλλος μου εαυτός, ο "Ιδού Άλιον"  που εκολύμπησεν ως τζιαμέ στη ρράσιην του τζιυμμάτου, θα θέλει να τον πάρουμεν, μα εμείς θα παίξουμεν τες σειρήνες μας, θα χορεύκουμεν, θα τραουδούμεν, μουσικές, κλαρίνα κατσαμπούνες, βόμβυκες,  τζιαι μες τη μμέσην του πελάγου θα τον αφήσουμεν....
---------------------

Το ταξίδιν τούτον, φορές τριάντα τζιαι τρείς το έχω κάμει.  Πάντα έφεφκα ικανοποιημένος, λλίγο λυπημένος, με σκέψεις ανάμιχτες, πολλά γλυκόπικρες.  Τούντην φοράν, ννιώθω ότι "μισεύκω τζιαι τα μμάθκια μου δακρύζουν λυπημένα".  Εν επειδή έκαμα μωρά.  Σίουρα.  

Θυμούμαι στα πρώτα είκοσι ταξίδκια, στο φεύκα ν' ανεμίζουν    θάλασσαν τα μαντήλια, σπονδές δακρύων πολλές, μοιρολόγια.  Δέν επτοούμουν.   Σιγά σιγά ελείψαν.  Σε τούτον, τέσσερις μόνον οι παρώντες που εννα πνίουσην λυγμούς άμαν  το καράβιν μου κύμμαν τρίγωνον ισσhίσει όπως αννοίει την αγκάλην του γυαλού.  

Σχόλια

Ο χρήστης κι αγνάντευε... είπε…
Καλό σας ταξίδι στις θάλασσες του νου (ή της καρδιάς), μέχρι να μας ξανάρθετε...
Ο χρήστης Diasporos είπε…
καλό συναπάντημα!
Ο χρήστης Ασυγχώρητη είπε…
Καλό καιρό και αέρα στα πανιά σας! Καλό ταξίδι διάσπορε!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν