Αφιέρωμα στον αφανή ποιητάρη Μ. Ν., που σάν σήμμερα έχασε το σπίτι και το γιό του.

Σκηνή πρώτη.  Inferno.   (χωράφιν ι στην μεσαρκάν, κοντά στο χωράφιν του παππού μου.  Είσιεν αμπέλια, ελιές, αθρώπους δαμέ.  Είσιεν κορμιά που εποκαματίζαν μές τον ήλιο για τη ζήσην τους.  Σά σήμμερα εκρούζαν τα οι πόμπες που εσύραν για να μας δκιώξουν με τα ρούχα που εφορούσαμεν.   Δαμέ σαν σήμμερα  τα τράχτα, τα αυτοκίνητα εφεύκαν άρον άρον γεμάτα με τους τελευταίους μάρτυρες της ιστορίας του αρχαίου μου χωρκού.  Εστάθηκα δαμέ τζι έκλεισα τα μμάθκια τζιαι άκουα τους τροχούς των Φόρντ που εγυρίζαν αργά, είδα τους χωρκανούς μου που εκουβαλούσαν τον δικόν τους επιτάφειον σε τούντον δρόμον που εθκιαβήκαν σάν χωρκανοί για τελευταία φορά. Μετά τα κυπαρίσσια εβαφτιστήκαν "ξένοι" τζιαι "πρόσφυγες" τζι εσκορπίσαν.  Κανένας έν εμίλαν χωρίς πικρόφοον μές τη φωνή.  Οι στρατιώτες εσχίζαν τες στολές να μέν τους πιάσει κανένας.  Οι μανάες εσφίγγαν βρέφη πάνω τους.  Οι μανάες εφεύκαν χωρίς το γιόν τους που επολέμαν άδικα για την προδωμένη γήν.   Οι μανάες τζιαι οι τζυρούες εφεύκαν τζιαι ο γιός τους ήδη ήταν ξητζοιλιασμένος ολογέματος πάς τα κάτσαρα με αννοιχτά τα απορημένα μμάθκια.   Οι τζυρούες οδηγούσαν αργά αργά τζιαι ο γιός τους τζιήντη στιγμήν εκάθετουν σε χωράφι θερισμένο με άλλους αξιούριστους ηττημένους με ψηλά τα σιέρκα τζιαι πίσω του ο λοχαγός που τα Konya με το πιστόλιν εν έτοιμος να τους παίξει.  Φεύκουν οι μανάες τζιαι ώς τον άλλον μήναν οι μπουλτόζες εννα θάψουν αγνώριστον το γιόκκαν τους μές τη χωματερή.   Ο  Μίτρος, που φεύκει σάν σήμμερα τζι αφήννει το σπίτιν του, έν θα ξαναδεί το γιόν του.  Πουπάνω μές τ' αροπλάνα οι πιλόττοι (κοπελλούθκια, πόσην κατζίαν πάνω τους)   εκάμναν τους  ούλλους χάζιν τζι εβουττούσαν να τους φοητσιάσουν.  Οι διμοιρίες επροελαυναν δέκα μίλλια πίσω τους κάμνωντας τη δουλειάν τους εύκολα τζιαι καλά, επαίζαν όποιον εβρίσκαν, άγρυπνοι, απάθρωποι, εδέρναν κόσμον, αρπάσσαν κόσμον.  Τζιαι κάτι λέσια που το διπλανό τουρκοχωρκόν που μας είχαν άχτιν εσάζαν πιλέ τα κάρα τζιαι τα φορτηγά να ορμήσουν μές τα σπίθκια μας να αρπάξουν ότι έβρουν μόλις πεί ο στρατός να μπούν.


"Εννα πάμεν πίσω σε καμιά δκυό μέρες"

Επέρασα τζι εγώ που δαμέ, μωρόν τέλλεια, με την μάνα μμου γυρό μμου.  












Σκηνή δεύτερη.  Purgatorio.

..ρουφά καφέν ο γέρο Μίτρος ντυμένος ι στα καθημερινά τα ρούχα του τα μαύρα  με το μπλού το πουκάμισον το φαημένον που ε σκοτεινόν σάν το βαθύν το πέλαγος που είδεν φουρούνες.   Κάθεται σε τραπέζιν πλαστικόν πουκάτω που τη βαβατσινιάν  την πασιόφυλλην τζιαι μιλά.  Λαλεί μου να θαμμάσω τον νοσσιόν της ("ποτίζω την τζιαι κλαδέυκω την, μιλώ της τζιαι χαρίζει μου τα φύλλα της, μα δέ περιουσίαν!,"  -δείχνει μου πάνω με το σιέριν του)
Λαλεί μου το δεντρόν θυμίζει του το σπίτιν του, εν που το σπίτιν του, έφερεν του το έναν τουρτζίν (ένα  χτιστούιν που εδούλευκεν στες βάσεις με τον γείτον του, έφερεν του κρυφά πορίζιν πρί χρόνια λλίον μετά την εισβολήν, ομολογά  ο μάστρος.    "Είπα του: Ρέ τουρτζίν, ννά πέντε λίρες σήμμερα, τζιαι πέντε αύριον, τζιαι φέρμου που τη βαβατσινιάν μου πον πίσω της αυλής να χαρείς έναν κλωνίν πορίζιν")        Πικρήν εκατάπιες την περηφάνειαν σου μάστρε, το ανακατσιόν σου για  ζητήσεις χάρην του τουρτζιού.   Κάποιος σάν τζιήνον εν που εσκότωσεν το γιό σου.   Ήρτεν λαλεί τζι έφερεν του την τυλιμένην σε κωλόχαρτον ο μεμμέτης τζιαι ήταν έν ήταν  μιά βίτσα κακονίωτη.    Μα δέ τωρά δέ!, δεντρόν θεώρατον ίνταλος εγίνηκεν, δεντρόν που καταλήγει σε κλωνάρκα  ολόασπρα κλωστρά, καρποφορεί βαβάτσινους ολόμελους μές την μιτσιάν αυλήν του συνοικισμού που στέκει μάρτυρας δαμέ τζιαι 30 χρόνια, τζι ο Μίτρος κάθεται πουκάτω τα πρωινά με τον καφέν τζιαι γράφει στα δευτέρκα του ποιήματα, τσιαττιστά, κουτσομπολιά για την καθημερινότητα την γεροντική του καφενέ  (ποιός έκλεψεν ι στα χαρτιά, ποιανού  ο γιός εν κλέφτης, ποιός ξητιμάζει το Γριστό) τζιαι ούλλους πιάννει τους που το πόϊν η πέννα του.

..ρουφά καφέν ο μάστρε Μίτρος ο ογδονταπεντάρης τζιαι μιλά.  Γυρών του οι ποτίλιες του καζιού, γλάστρες με φύκους τζιαι τσαρτελλούθκια ολοχώματα.  Κουγκριά σπασμένα τζιαι πίσω του η πόρτα της κουζίνας η αλουμίνια με τα γυαλιά τα αδιάφανα.  Χαμογελά, τζιερνά σταφύλι σουλτανίνα που τα βουνά που επήεν προχτές, φέρνει η γεναίκα του νερόν τσακρίν.  Μαλλιά έν έσιει, σπιθθιρίζει ο ήλιος πάς τη δρωμένην τη  κκελάαν του.  Οι ώμοι του στέκουν σάν τες αψίδες κόμα.  Διά μου το σιέριν του.  "Ετίμησες με που ήρτες γιέ μου.  Εκάλεσα σε να έρτεις τζαι έκαμες το τζιαι ήρτες.  Θα σου δώσω το ποίημα μου όπως σου είπα, που έγραψα για τες τοποθεσίες του χωρκού που τες θωρώ τες νύχτες πρίν να τζοιμηθώ.   Κκιάσπορε γιέ μου, να το μελοποιήσεις αν μπορέσεις.  -έν τζιαι πειράζει σε να σε λαλώ με τ' όνομαν του παππού σου..?  Ξέρω λαλού σσε διάσπορον μα αμα σου φωνάζω "Κκιάσπορε"  θωρώ μπροστά μου τον μακαρίτην τζι ας μέν του μοιάζεις. "  

Τρώω σταφύλιν τζιαι χαμογελώ του.  Ωραίος ο καφές της κοτζιάκαρης, που κάθεται αμίλητη.  Ο παπάς μου πιάννει τον κουβένταν για το χωρκό.  Χαμογελούν τα μμάθκια τους.  Θυμάται τα πάντα με τρομερή διαύγεια πνεύματος, περηφάννεια, αψάδα σπιρτάδα στα μάθκια του. Μιλά με περηφάννειαν, είμαστεν το καλλύττερο χωρκόν της μεσαρκάς, αδρώποι φρόνιμοι τζιαι τίμιοι. Ειρωνεύκεται τους αχαμάκκηες τους 'ξένους', λαλεί μας ιστορίες για τον κλέφτη που το διπλανό χωρκόν που τον επιάσαν τζιαι ήρτεν ο πατέρας του ο Τάδε -ο μέγα παραπόττης- τζι έδερεν τον που μές τα κάντζιελλα τζι εφώναζεν "έ σσου είπα ρέ χτηνόν να μέν κλέφκεις τζι εννα σε συλλάβουν??!!  Έ σσου είπα αντί να κλέφκεις το σουτζιούκκον να το γοράζεις βερεσιέ τζιαι να χάννεσαι?. "     Γελά  μόνος του με το αστείον του.  Φορεί γυαλιά μαύρα.  Γλαύκωμα.   Η πνοή του εν δυνάμενη όμως,    έσιει πολλά χρόνια μπροστά του.  Μα τί τραγουδιστή δυνάμενη φωνή, με λεξιλόγιο αναλλοίωτο του χωρκού!    Το χαμόγελο έν του λείπει, θωρείς το που τες ρυτίδες κάτω που τα μμάθκια.  Αγέρωχος.  Κλασσικός χωρκανός.   

"Θκειέ.  Ποιόν εν το μυστικόν της μακροζωίας?  Εν που  πάντα σου γελάς?"


Η ενέργεια του κορμιού του που την εκπέμπει πάνω μας εν απίστευτη.  Ηλεκτρική.  


"Άκου  Κκιάσπορε.   Το κάγριν, το άχχος, εν ο οχτρός του αθρώπου.   Εγώ 'χασα παιδί νέον παιδίν,  στα δεκαεφτά του, εχάθηκεν στην εισβολή.   Τζιαι δκυό χρόνια μετά, αλλο έναν παιδί μου επήεν που δυστύχημαν.  Για πέντε χρόνια έν εμίλουν.  Εμάρανα σάν το δεντρόν που του εβάλαν άλας.  Τζιαι μιάν ημέραν ήρτεν έναν πράμαν τζι έδωκεν μου την πάς τη κκελλέν τζιαι είπεν μου "Μίτρο πρέπει να ζήσεις",     "να τα φκάλλεις που μέσα σου", που τότε γράφω κάθε πρωίν τζιαι νύχταν ποίματα.  Ξαλαφρώννω.  Ούλλη μέρα σκέφτουμαι λέξεις, δκιαβάζω, ότι έβρω προσέχω, ακούω τί λαλεί ο μορφωμένος.  Ακούω τους άλλους ι στον καφενέν.  Βάλλω τζιαι διαγωνισμούς ξέρεις -τσιαττίζω δέκα συλλαβές, τελλειώννει ο άλλος πέντε.  Ο νούς που σκέφτεται συνέχεια, γιανίσκει.  Ο νούς που τα φκερώννει ούλλη μέρα ποττέ του έν ξισιυλίζει που μαράζιν.  Ούλλο γεμώννει, ούλλο φκερώννει."


Έμεινα τζι εθώρουν τον.  Εμελέταν με κάτω που τα γυαλιά, εσύνκοφκεν με.  Ξαναρουφά καφέ, αθόρυβα. Σφοντζίζει τα χείλη με το μεαλυώναν του.   Πιάννει μου την αγκώναν μου σφιχτά.


"Τες νύχτες Κκιάσπορε που ππέφτω, για μιάν ώραν φαντάζουμαι πως είμαι πίσω στο χωρκόν.  Κάθε νύχτα πάω στα χωράφκια, μιλώ τους φίλους μου, φυτεύκω, ποτίζω, τρυγώ  -ανάλογα.  Πάω στο σπίτιν της μάνας μου.  Στον καφενέν.  Στο σύλλογον.  Πίννω καφέν με το μουχτάρην.  Θωρώ την αγάπην μου που ήταν νέα να πλέκει τες κοτσίδες της που το φεντζίτην του σπιθκιού της κρυφά.  Ακούω τον ποταμόν.  Φκέννω τον χαρκόβουνον βουρητός σάν τον εικοσάρην τζιαι πάω στη μούττην του πετάσσουμαι τζιαι πετώ στα ύψη, ώς το συνοικισμόν τζιαι πίσω στο κρεβάτιν μου."  "Ο νούς μου έν θα γεράσει ποττέ.   Τζιαι το χωρκόν θωρώ το ζωντανόν εν μέσα μου τζιαι κουβαλώ το όπου πάω, έν έφυα ποττέ μου.  Γιατί να μαραζώσω?  Ο γιός μου εν ζωντανός, τζιαι γώ είμαι νέος.  Όποτε θέλω πάω τζιαμέ.  Το κρανίον εν φυλακή, τζι ο νούς μας θέλει να πετά σάν τον αετόν που φκέννει ώς τ' ουρανού τους πρόποδες τζιαι που τζιηπάνω κυρίαρχος του κόσμου του να κάμνει τους δικούς του κύκλους."

Πιάννει σταφύλιν στο στόμαν του.  Δκυό ρώβες μόνο.  "Πάν μέτρον άριστον".  Τσιλλά το με τη γλώσσαν αργά τζι απολαμβάννει το.  


"Τζιαι κάτι άλλο ΚΚιάσπορε.   Κάθε ώραν έχω όρον του εαυτού μου να κάμνω έναν αστείον, ή να λαλώ μιάν πελλάραν.   Ο άθρωπος πρέπει να γελά τρανταχτά κάθε ώραν, για να ξιδίννεται το κορμίν του που εν διμμένον κόμπον που τα βάρη της ζωής."

Σσιύφκει κοντά στο φτίν μου με τη φούχταν του ανάποδη κοντά στο στόμα.  Ψιθυρίζει μου:

"Ακου έναν ποίμαν που έκαμα τωρά:

Στου βαρωσιού  το δίστρατον αγάπη μου επαρπάτας...."

"Χάτε!   Τέλλειωστο!!  -λαλεί μου απότομα.

Αμηχανία.  Τϊ να του πώ εγώ...


Λαλεί μου ψιθυριστά να μέν ακούσει κανένας άλλος:

"Τζιαι είδασ' σε πως του Γιωρκή το βίλλον του εκράτας"   Χαχαχαχαχαχ.   "Εκατάλαβες τωρά τί θέλω να σου πώ  Κκιάσπορε?"  Κλείει μου το μμάτιν του το ξεθωρκασμένον κάτω που τες πύλες των γυαλιών.


"Εκατάλαβα μάστρε, εκατάλαβα."




Σκηνή τρίτη.  Paradiso.


Κάθουμαι στα σκοτεινά τζιαι θυμούμαι τα μμάθκια του παπά μου οταν μου επερίγραφεν τη δεύτερη εισβολή.  Κρατώ την ανάμνηση, μιά μέρα έν θα υπάρχουν μάρτυρες της.  
Κάθουμαι στο προσωρινό σπίτι του πατέρα μου, κρατώ τα λόγια του γέρο Μίτρου μές τες φούχτς μου, τζιαι το Μυστικό που μου είπε πέρσυ ο Μάστρος ο Άλλος που με επισκέφτηκεν μιάν μέραν σάν οδηγούσα τζι έσχισεν τον κόσμον μου, το Μυστικό που ούλλο μου ξεφεύγει τζιαι ούλλο βουρώ το να το μάθω, τζιήνον το μυστικό εξαναψιθυρίστηκεν μου.  

Τζιαι η ροή ξαναρχίζει.



Σχόλια

Ο χρήστης Neraida είπε…
Ευχαριστώ που μοιράστηκες την εμπειρία σου...
Ο χρήστης stalamatia είπε…
Φέτος εκλείωσα τα ούλλα μέσα μου .Τζιαμέ εν να μείνουν για πολλύν τζιαιρό.
Ο χρήστης Aceras Anthropophorum είπε…
Ρέ Κκιάσπορε, σαν τζιείνην τη στράταν που εφωτογράφησες ξέρεις πόσες είσιεν γιεμάτες έτσι μέραν το 74; Θωρώ την φωτογραφία σου με την στράταν την όφκαιρην τζιαι έρκεται μου στον νούν τζιείνη του χωρκού μου γεμάτη. Η περιγραφή σου τερκάζει ακριβώς με τζιείνα που είδαν τα μμάθκια μου. Ας όψουνται που τα κάμασιν.
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Νεράϊδα

Καλή σου κυριακή. Έτσι εμπειρίες εν καλά να τες μοιραζόμαστε.




σταλαματιά

Κάποτε κλειώννουνται, κάποτε φκέννουν στην επιφάνεια. Εμένα εμίλαν μου ο παπάς μου τρείς ώρες, φέτος εφκήκαν του πολλά...



aceras

Τούτες οι στράτες που δέν μιλούν είδαν μας να πιάννουμεν το δρόμο χωρίς επιστροφή. Όπως τους λύμπουρους εκάμαμεν γραμμή να φύουμεν.
Πόσο φόον ετραβήσαν οι γονιοί μας..
Ο χρήστης Λεμέσια είπε…
Μακάρι να μπορούσαν να αφουγκραστούν όλοι την ιστορία αυτού του τόπου, με το σεβάσμιο τρόπο που το κάνεις εσύ...
Μη σταματάς να γράφεις όσα σου εκμυστηρεύονται οι μάρτυρες της κυπριακής τραγωδίας. Αν υπάρχει μία ελπίδα να μην επαναληφθούν τα λάθη, θα περνάει σίγουρα μέσα από την επίγνωση.

(Επιτέλους, κατάφερα να συνδέσω τη μουσική σου στην πιρόγα...Συμπαντική κι αέρινη, ταξίδι της χαράς και του καημού...Συγχαρητήρια, Διάσπορε...)
Ο χρήστης νηφάλια είπε…
''Μετά τα κυπαρίσσια εβαφτιστήκαν "ξένοι" ''

οι δικοί μου δεν είναι πρόσφυγες τζε εν ξέρω πολλά,που τα κείμενα σου μαθένω όμως.Ευχαριστώ
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Lemesia

Αφουγκράζομαι προσεχτικά..

σήμερα με πήρε ο παπάς μου στο χωριό, γυρίζαμε ώρες.

έμαθα τα όλα τα κατατόπια πλέον.

εμπήκαν μέσα μου.

Μοιραστήκαμε χωρίς λόγια.

αποχαιρετισμό.




νηφάλια

Όλοι πρόσφυγες είμαστε, δέν έχουμε ομως εικόνες να το εκφράσουμε. Σ ευχαριστώ που μ' ακούεις..

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν