Εκπνοή..
Στα βαθκειά νερά, κουβεντιάζω με το κύμμα, τζιαι θκιεβάζω τες ιστορίες..
Πόψε, εμίλησα με τον Γουλιέλμο, που ήταν συνθέτης το 14ο αιώνα, Φλαμανδός τζιαι Παριζιάνος μαζίν. Έγραφεν για την αγάπην του θεού, με γλώσσαν της μουσικής λαμπερήν τζιαι ήσυχην.
Πόψε που εμίλουν με τον Γουλιέλμον, άφηκεν μου μιά μελωδία γραμμένη στο βραχούιν του, τζι είπεν μου με χαμόγελο να τη δοκιμάσω στα σετάρ να την ιξαναζωντανέψω. Ακούεις λαλεί εν το αντίδοτο για το προηγούμενο μου κομμάτι που ήταν γεμάτο φωθκιά τζιαι λαύρα τζι εκατάκρουσεν με που τον έρωτα.
Ο έρωτας ο κατακόκκινος, ο χορός του διόνυσου που με όργια κλιμακώννεται θέλει μετά ύπνον τζιαι αγκαλιές, γαλάζια θάλασσαν να τον χαϊδέψει στα μαλλιά να ηρεμήσει τζιαι να κατεβεί που το ζενίθ του. Τζιαι με το χάδιν, να κρατήσει τη φωθκιάν ζωντανή, τα κάρβουνα ζωντανά κόμα, μα να μέν έσιει φλόγες τζιαι καπνούς.
Είπαμεν τα καλά με το Γουλιέλμον, εφίλησα τον, είπα του θα τον ιμνημονέψω με το κομμάτι μμου, εχαμογέλασεν πλαθκειά τζι εξαναχάθηκεν. Βουττώ πάλε στο πέλαγος τζι εκολύμπησα λλίον πάρακατω, είσιεν ένα λεβέντη βυζαντινόν της ίδιας εποχής, ήταν σιδεράς ο άθρωπος, ανώνυμος, αρκάτης, τζι εκράταν έναν φυσερόν σάν το ακκορτεόν, μεγάλο. Έδωκεν μου το τζι είπεν "θέλεις φυσερόν? Αναπνέει το φυσερόν, αργά, τζιαι ήρεμα, έτσι κρατούμεν τη φωθκιά ζωντανή μα ήσυχη. Θέλει τέγνην, τζιαι σιέριν απαλόν μα σίουρον για να κραάς τη φωθκιά ζωντανή". Έδειξε μμου.
Έσφιξα του το σιέριν τζιαι εφύλαξα το φυσερόν.
Τζι έκατσα πόψε σ' έναν νησούιν που ο χρόνος τζιυλά πιό αργά που τον κανονικόν, νησούι γεμάτον Μούσες που με χαϊδεύκουν, κάτω που ένα δεντρόν με το σεττάρ μου να μνημονέψω το Γουλιέλμον που μου έδωκεν έτσι όμορφην μελωδίαν να την γεννήσω, τζιαι το σιδεράν που μου έδωκεν φυσερόν να κρατήσω ζωντανήν τη φωθκιάν.
Μιλώ πόψε για έναν μέρος της ψυσιής πεντακάθαρον, ολόφωτον, τέλειον, που έσιει ο κόσμος ούλλος μέσα του..
Πόψε, εμίλησα με τον Γουλιέλμο, που ήταν συνθέτης το 14ο αιώνα, Φλαμανδός τζιαι Παριζιάνος μαζίν. Έγραφεν για την αγάπην του θεού, με γλώσσαν της μουσικής λαμπερήν τζιαι ήσυχην.
Πόψε που εμίλουν με τον Γουλιέλμον, άφηκεν μου μιά μελωδία γραμμένη στο βραχούιν του, τζι είπεν μου με χαμόγελο να τη δοκιμάσω στα σετάρ να την ιξαναζωντανέψω. Ακούεις λαλεί εν το αντίδοτο για το προηγούμενο μου κομμάτι που ήταν γεμάτο φωθκιά τζιαι λαύρα τζι εκατάκρουσεν με που τον έρωτα.
Ο έρωτας ο κατακόκκινος, ο χορός του διόνυσου που με όργια κλιμακώννεται θέλει μετά ύπνον τζιαι αγκαλιές, γαλάζια θάλασσαν να τον χαϊδέψει στα μαλλιά να ηρεμήσει τζιαι να κατεβεί που το ζενίθ του. Τζιαι με το χάδιν, να κρατήσει τη φωθκιάν ζωντανή, τα κάρβουνα ζωντανά κόμα, μα να μέν έσιει φλόγες τζιαι καπνούς.
Είπαμεν τα καλά με το Γουλιέλμον, εφίλησα τον, είπα του θα τον ιμνημονέψω με το κομμάτι μμου, εχαμογέλασεν πλαθκειά τζι εξαναχάθηκεν. Βουττώ πάλε στο πέλαγος τζι εκολύμπησα λλίον πάρακατω, είσιεν ένα λεβέντη βυζαντινόν της ίδιας εποχής, ήταν σιδεράς ο άθρωπος, ανώνυμος, αρκάτης, τζι εκράταν έναν φυσερόν σάν το ακκορτεόν, μεγάλο. Έδωκεν μου το τζι είπεν "θέλεις φυσερόν? Αναπνέει το φυσερόν, αργά, τζιαι ήρεμα, έτσι κρατούμεν τη φωθκιά ζωντανή μα ήσυχη. Θέλει τέγνην, τζιαι σιέριν απαλόν μα σίουρον για να κραάς τη φωθκιά ζωντανή". Έδειξε μμου.
Έσφιξα του το σιέριν τζιαι εφύλαξα το φυσερόν.
Τζι έκατσα πόψε σ' έναν νησούιν που ο χρόνος τζιυλά πιό αργά που τον κανονικόν, νησούι γεμάτον Μούσες που με χαϊδεύκουν, κάτω που ένα δεντρόν με το σεττάρ μου να μνημονέψω το Γουλιέλμον που μου έδωκεν έτσι όμορφην μελωδίαν να την γεννήσω, τζιαι το σιδεράν που μου έδωκεν φυσερόν να κρατήσω ζωντανήν τη φωθκιάν.
Μιλώ πόψε για έναν μέρος της ψυσιής πεντακάθαρον, ολόφωτον, τέλειον, που έσιει ο κόσμος ούλλος μέσα του..
Σχόλια
:)
Μια απορία: μπορεί να έχω φτιν, αλλά τεχνικά είμαι άχρηστος. Έχεις τα όργανα, ή τα βγάζει το συνθεσάιζερ;
Το περίεργο φίλε εν ότι το κομμάτιν τούτο εν πολλά καθαρά του13ου ή 14ου αιώνα μα περνά για μοντέρνο της ανατολής.
Τα όργανα έχω τα, ζωντανά. Έν έσιει συνθεσάιζερ να μπορεί να παίξει έτσι. Κάμνω συλλογή τα όργανα, τζιαι μαθαίνω τα στον ελεύθερο μου χρόνο (οσος έμεινε ) έχω μανία με το κούρδισμα -κάμνω έρευνα για τες κλίμακες. Ταράσσω τες νότες πας το όργανο με τρόπο που να εκφράζει το αίσθημα. Πχ σε τούτο το κομμάτι εκούρτισα μιαν κλίμακαν με υποδιεραίσεις που να κάνουν μουσική γλυτζιά χαλαρή.