Καλλύττερα πένθος.
Όσοι το επεράσαν, οι βετεράνοι του πόνου (φίλοι, ξαδέρφοι) ελαλούσαν μου μές το θάλαμον τ' ογκολογικού το διπλανόν
ψιθυριστά, καλόβολα να με προετοιμάσουν να πονήσω,
"μέν καρτεράς πως εννα το ξεπεράσεις εύκολα, τζι ετοιμάστου
ποττέ έν ένωσες έτσι, εν έναν πράμα μαύρον ο χαμός, ανεξήγητον"
Εδίνναν τα φρύθκια τους τζι εσκοτείνιαζεν το βλέμμαν, ούλλους το ίδιο. Κόρες των μμαθκιών μαύρες τζιαι μεγάλες. Υγρός καθρέφτης.
τζι εθώρουν τους παράξενα.
Πώς να έναι άραγες το μυστήριον που περιγράφουν? Πονείς? Έν μπορείς να σηκωστείς που το κρεβάτι σσου με όρεξην να ζήσεις? Δουλεύκεις τζιαι σκέφτεσαι όσα μακάβρια είδαν τα μμάθκια σου? Θωρείς τα υπάρχοντα του αγαπημένου σου προσώπου τζιαι κλαμουρίζεσαι συνέχεια?
Άραγε ήνταλως ξεπερνάς έτσι συναίσθημαν? Εν σάν τον χωρισμόν με την αγαπημένην που δέ γίνεται να ξαναδείς? Εν έτσι μασιαιρκά?
Φκαίννω του πόνου που την άλλην του την πόρταν τζιαι στέκουμαι, θωρώ πίσω μου.
Ο πόνος του χαμού έν έναι έτσι όπως μου τον εκάμαν οι θνητοί.
Αντίθετα: Εν μυρωδάτος τζι αγκαθθερός. Ανάμνηση γλυτζιά τζι αγάπη μαζί. Εν μαύρος τούτος ο πόνος? Όι, εν κόκκινος. Κόκκινος σάν το ηλιοβασίλεμαν του φθινοπώρου δαμέ στο φυλλοβόλον δάσος που παρπατώ τζιαι που τόσον καλά έχω περιγράψει.
Εν ο πόνος του χαμού οικείον αθρώπινον συναίσθημαν, ένωσα το ίδιον ακριβώς την ώραν που είδα τα δίδυμα να γεννιούνται. Οικείον το συναίσθημαν.
Να το συγκρίνω τωρά για να καταλάβετε λλίον τί θέλω να σας πώ με έναν άλλο συναίσθημα, βάρβαρο, ξένο, αλλόκοσμο. Το συναίσθημαν της μόνιμης θλίψης. Με τζιήνον το συναίσθημαν που ήρτα ο κακόμοιρος τη γήν να παρπατήσω. Τζιήνον που ότι τζιαι να του κάμεις έ φεύκει. Τζιήνον που ο εγκέφαλος, που κάποιο λάθος ανεξήγητον της φύσης γεννά που μόνος του μές τη χημείαν του τζιαι διά σου την πουπάνω τζιαι κάμνει σε εξω-γήινον.
Μπροστά που τη Θλίψην, το πένθος -τωρά που το έμαθα καλά- έννεν τίποτε.
Τζι ως πλάσμαν που επολέμησα τούντη Θλίψη σε μαρμαρένια αλώνια με εκατόν τρόπους τζι εργαλεία, όπλα, τζι ενίκησα την, λαλώ με μεγάλη σιουρκάν τζι ίσως με λλίην αντροπήν που είμαι τόσον εξωγήινος¨
Καλλύττερα να πενθώ τη νεκρή μμου μάναν τζι όποιον άλλον φύει που τη ζωή μμου, παρά να ξανανιώσω τη Θλίψην.
Τζι αν ιξέρεις, ξένε, ξέρεις. Αν δέν ιξέρεις, σσιώπα.
ψιθυριστά, καλόβολα να με προετοιμάσουν να πονήσω,
"μέν καρτεράς πως εννα το ξεπεράσεις εύκολα, τζι ετοιμάστου
ποττέ έν ένωσες έτσι, εν έναν πράμα μαύρον ο χαμός, ανεξήγητον"
Εδίνναν τα φρύθκια τους τζι εσκοτείνιαζεν το βλέμμαν, ούλλους το ίδιο. Κόρες των μμαθκιών μαύρες τζιαι μεγάλες. Υγρός καθρέφτης.
τζι εθώρουν τους παράξενα.
Πώς να έναι άραγες το μυστήριον που περιγράφουν? Πονείς? Έν μπορείς να σηκωστείς που το κρεβάτι σσου με όρεξην να ζήσεις? Δουλεύκεις τζιαι σκέφτεσαι όσα μακάβρια είδαν τα μμάθκια σου? Θωρείς τα υπάρχοντα του αγαπημένου σου προσώπου τζιαι κλαμουρίζεσαι συνέχεια?
Άραγε ήνταλως ξεπερνάς έτσι συναίσθημαν? Εν σάν τον χωρισμόν με την αγαπημένην που δέ γίνεται να ξαναδείς? Εν έτσι μασιαιρκά?
Φκαίννω του πόνου που την άλλην του την πόρταν τζιαι στέκουμαι, θωρώ πίσω μου.
Ο πόνος του χαμού έν έναι έτσι όπως μου τον εκάμαν οι θνητοί.
Αντίθετα: Εν μυρωδάτος τζι αγκαθθερός. Ανάμνηση γλυτζιά τζι αγάπη μαζί. Εν μαύρος τούτος ο πόνος? Όι, εν κόκκινος. Κόκκινος σάν το ηλιοβασίλεμαν του φθινοπώρου δαμέ στο φυλλοβόλον δάσος που παρπατώ τζιαι που τόσον καλά έχω περιγράψει.
Εν ο πόνος του χαμού οικείον αθρώπινον συναίσθημαν, ένωσα το ίδιον ακριβώς την ώραν που είδα τα δίδυμα να γεννιούνται. Οικείον το συναίσθημαν.
Να το συγκρίνω τωρά για να καταλάβετε λλίον τί θέλω να σας πώ με έναν άλλο συναίσθημα, βάρβαρο, ξένο, αλλόκοσμο. Το συναίσθημαν της μόνιμης θλίψης. Με τζιήνον το συναίσθημαν που ήρτα ο κακόμοιρος τη γήν να παρπατήσω. Τζιήνον που ότι τζιαι να του κάμεις έ φεύκει. Τζιήνον που ο εγκέφαλος, που κάποιο λάθος ανεξήγητον της φύσης γεννά που μόνος του μές τη χημείαν του τζιαι διά σου την πουπάνω τζιαι κάμνει σε εξω-γήινον.
Μπροστά που τη Θλίψην, το πένθος -τωρά που το έμαθα καλά- έννεν τίποτε.
Τζι ως πλάσμαν που επολέμησα τούντη Θλίψη σε μαρμαρένια αλώνια με εκατόν τρόπους τζι εργαλεία, όπλα, τζι ενίκησα την, λαλώ με μεγάλη σιουρκάν τζι ίσως με λλίην αντροπήν που είμαι τόσον εξωγήινος¨
Καλλύττερα να πενθώ τη νεκρή μμου μάναν τζι όποιον άλλον φύει που τη ζωή μμου, παρά να ξανανιώσω τη Θλίψην.
Τζι αν ιξέρεις, ξένε, ξέρεις. Αν δέν ιξέρεις, σσιώπα.
Σχόλια
Υποθέτω ο πόνος του χαμού εν οικείος, γιατί όπως τόσον περίτεχνα λαλείς εν η άλλη όψη της ζωής. Εν όσο φυσικός όσον εν η ζωή η ίδια.
Τζείνη η Θλίψη... εν άλλον πράμαν.
Έσιε δύναμην.
ο θάνατος εν γραμμένος για ούλλους τους αθρώπους. Παρά να θωρείς τον άθρωπο σου να βασανίζεται, άμα αγαπάς αφήνεις τον να φύει. Λείπει σου, αλλά ξέρεις ότι ήρτεν το πλήρωμα του χρόνου. Επέρασα το ίδιο, επέτρεψε μου να πω "το ίδιο" γιατί ο καθένας ξέρει το δικόν του, αλλά για κάποιο λόγο πιστεύκω επεράσαμεν που τα ίδια μονοπάτια, με τον παπά μου. Ένοιωθα το που πριν ότι έφτανε στο τέλος. Άμα ήρτεν το τέλος, ένιωσα ότι επήεν τζιαμαί που έπρεπε, να εν ήρεμος τζιαι ευτυχισμένος όπως του άξιζε. Έκλαψα δύο μέρες μετά πολλά, πάρα πολλά, μετά ηρέμησα, επαράδωσα τον.
Η θλίψη εν θάνατος κάθε μέρα, χωρίς λύτρωση... είδα την πολλά κοντά μου, τζιαι επέρασα την ξυστά ευτυχώς.
Σιέρουμαι σε, γιατί είσαι αγωνιστής μια ζωή, τζιαι οι αγωνιστές εν συμφιλιωμένοι με τον θάνατο όσο τζιαι με τη ζωή.
sillipitiria. makari na mporoumen na piamen lin pou tin gnosin sou, lion pou tin filosofia sou, giati en polla oreos o tropos pou thoris ta pramata, lion iperfisikos, alla polla prosgiomenos tautoxrona. euxome sou, na perasi o ponos sintoma tze na se sintrofeukoun glitzies anamnisis monon
:(
( συγγνώμη που δεν σε παρηγορώ, αλλά όταν το κάνουν άλλοι σε μένα είναι σαν "να μου φακκούν πας την τσιεφαλή")
Ζαττίν, μόνον που σέναν εκαρτέρουν.
Αν ηξέρει, ρε Λεβέντη, ένεν ξένος.
Καλή σου ώρα, αδέρφιν.
|Яκουμής¦
Να είσαστεν πάντα καλά εσείς.
ΚΚΟΥΛΛΑΣ