Η αλλαγή, μέρος 23ο.
Παρατηράτε το καλά το μαύρισμαν π' εγκλώβισεν τον νούν, μέν το ποφεύκετε. Νώστε το τρεμουσιόν του φόου που σας εφίλησεν, ακάλεστος, τα σιείλη. Φιλάτε τον τζι εσείς! Πιείτε το δάκρυν -έν τζι εν ψατζιή! τζιαι καταπιείτε την πικροστομιά σάν 'ναν γλυκόν του καρυθκιού που σας προσφέρουσην κανίσσιιν. Δέτε καλά μές το γυαλλίν τη φάτσα σσας, τα μμάθκια σας. Εσβήσαν; Δέτε καλά, τα μμάθκια μοιάζουν ίδια σαν τότε που εμπήκετε μές τα κρησφύγετα για να γλυτώσετε (τζι ας έφυεν πιόν η νιότη) Δέτε τη φάτσα σσας καλά! έτσι, οχτρός ιμοιάζει τζι ο ππεκρής άμαν του κόψουν το κονιάκκιν. Ποιά ήταν η Ψατζιή σας, ξέρετε; Ήντα μπ'ο πίννετε τόσον τζιαιρόν; Ήντα μπου το λαλούσην? Τ' αφκιόνιν, τ' όπιον, που σας εφέρνασην τελίβερι ως εχτές ετέλεψεν! Έλειψεν σας τζιαι κλαίετε. Έτσι λαλούν εν η αποτοξίνωση. Τρέμεις, ιδρώννεις, πουζιάζεις τζιαι πορτοκλωτσάς. Τζι ύστερα της, σηκώννεσαι τζιαι πάλε ξεκινάς..