Το Σκούπισμα
Θκυό σκούπες κουμπημένες πάς το στύλλο δίπλα του φούρνου, η μιά κοντή με σιερένο σκουπόξυλο σκουρκασμένον, τζι άλλη ψηλή, ξύλενη. Την μιάν πιάννει την ο τζιύρης τζιαι την άλλην εγιώ. Θκυό εμείναμεν μές το Πετραίον, θκυό τζιαι σαρίζουμεν κάθε πρωίν τες αυλάες, τα πλακόστρωτα τζιαι το χωράφιν με τ' αγάλματα. Σά φκεί ο νήλιος κατα τες έξι αρκέφκουμεν, πρίν να φυσήσει ο λίβας τζιαι σηκώσει μας τα φύλλα.
Έν μιλούμεν τζιαι πολλά.
Πρώτα κάτω που την τερατσιάν τζιαι τες θκυό ελιές δίπλα της φουντάνας, συνάουνται τζιαμαί στην πόρταν του εργαστηρίου του ξερόφυλλα τζιαι χώματα. Ύστερα πάμεν γυρόν που τους ογκόλιθους. Ώς το καντζιέλλιν. Τρείς ώρες παίρνει το σάρισμαν.
Αν κάθη μέρα πιάννεις τη σαρκάν τζιαι μές τον Κήπον σου σπαστρέφκεις, ποττέ σου έν θα νώσεις μοναχός. Μαθαίνεις με την ταπεινήν τούτη δουλειάν τζιαι τη μιτσόττερην ασήμαντην γωνιάν του Κήπου σου. Την κάθε ρότσαν που φκάλλει αμμούιν. Τα δεντρά τζιαι τους κύκλους τους. Τες φουλιές των λιμπούρων. Τους τόπους που συνάεται η υγρασία της νύχτας. Θωρείς να μεγαλώννουν οι βέρκες των τριανταφυλλιών τζιαι οι κλώστρες του κισσού που πιάννει πάς τ' αγάλματα.
Κάθε τί έσιει τον κύκλον του τζιαι έσιει σοφίαν. Μα πού να το προσέξεις άμα με μεγάλα έργα καταπιάννεσαι μανιχά? Πρέπει το πλάσμαν να πιάννει τη σαρκάν για να μάθει τες αλήθκειες της ζωής.
Δίπλα του τζιυρού με τη σαρκάν σκουπίζω τζι εγιώ. Τζι έν έσιει τίποτε να πεί, ούτε να κρίνει τη δουλειάν μου, ούτε να με διορθώσει, ούτε να αχχωθεί καθόλου. Δέ ολάν πράμαν... Στην ταπεινόττερην δουλειάν του πάρκου εβρέθηκεν η Ειρήνη με τον τζιύρην. Ποιός μου το λάλεν.
Τζιαι κάθη μέρα η ίδια διαδικασία μας ενώννει. Κάτω που τα ίδια δεντρά σαρίζουμεν, τζιαι βουναρκάζουμεν τα φύλλα τζιαι τα χώματα πάς τες ίδιες πέτρες σάννα 'χουμεν κρυφή συφφωνία.
Ά ρέ τζιύρη Θκιάσπορε.
Έπρεπεν να σαρίσουμεν κήπους παρέαν πρίν τζιαιρόν.
Έν μιλούμεν τζιαι πολλά.
Πρώτα κάτω που την τερατσιάν τζιαι τες θκυό ελιές δίπλα της φουντάνας, συνάουνται τζιαμαί στην πόρταν του εργαστηρίου του ξερόφυλλα τζιαι χώματα. Ύστερα πάμεν γυρόν που τους ογκόλιθους. Ώς το καντζιέλλιν. Τρείς ώρες παίρνει το σάρισμαν.
Αν κάθη μέρα πιάννεις τη σαρκάν τζιαι μές τον Κήπον σου σπαστρέφκεις, ποττέ σου έν θα νώσεις μοναχός. Μαθαίνεις με την ταπεινήν τούτη δουλειάν τζιαι τη μιτσόττερην ασήμαντην γωνιάν του Κήπου σου. Την κάθε ρότσαν που φκάλλει αμμούιν. Τα δεντρά τζιαι τους κύκλους τους. Τες φουλιές των λιμπούρων. Τους τόπους που συνάεται η υγρασία της νύχτας. Θωρείς να μεγαλώννουν οι βέρκες των τριανταφυλλιών τζιαι οι κλώστρες του κισσού που πιάννει πάς τ' αγάλματα.
Κάθε τί έσιει τον κύκλον του τζιαι έσιει σοφίαν. Μα πού να το προσέξεις άμα με μεγάλα έργα καταπιάννεσαι μανιχά? Πρέπει το πλάσμαν να πιάννει τη σαρκάν για να μάθει τες αλήθκειες της ζωής.
Δίπλα του τζιυρού με τη σαρκάν σκουπίζω τζι εγιώ. Τζι έν έσιει τίποτε να πεί, ούτε να κρίνει τη δουλειάν μου, ούτε να με διορθώσει, ούτε να αχχωθεί καθόλου. Δέ ολάν πράμαν... Στην ταπεινόττερην δουλειάν του πάρκου εβρέθηκεν η Ειρήνη με τον τζιύρην. Ποιός μου το λάλεν.
Τζιαι κάθη μέρα η ίδια διαδικασία μας ενώννει. Κάτω που τα ίδια δεντρά σαρίζουμεν, τζιαι βουναρκάζουμεν τα φύλλα τζιαι τα χώματα πάς τες ίδιες πέτρες σάννα 'χουμεν κρυφή συφφωνία.
Ά ρέ τζιύρη Θκιάσπορε.
Έπρεπεν να σαρίσουμεν κήπους παρέαν πρίν τζιαιρόν.
Σχόλια
Ποτέ δεν είναι αργά Διάσπορε μου.
Ήρτεν πάλε η εσωτερική ανάγκη να γράφω, τζι έγραψα. Ποττέ έν πρέπει το πλάσμα να αρνιέται τα ένστιχτα του.
Την αγάπην μου να έσιετε.
ιων σκεπτικός
Ξενούδης