Στο ορόσημον του Μήνα.
'Πο ούλλα τα κακά έφτασα τζι έκαμα μου ένα μήναν διμμένος πάς το κατάρτιν του πλοίου τ' Οδυσσέα για να καταφέρω που τα καλά να κόψω το τσιάρον. Αγρίεψεν το βλέμμαν σάν της αρκούδας της λυσσιασμένης, εγίνηκα κακούργος τζι αγενής.
Έκαμα νύχτες ολόκληρες τζιαι μέρες σχοινοβάτης αιωρούμενος ψηλά κορτωτός να κρατώ ισορροπίαν πάς την κλωστήν της πελλάρας. Τες μέρες να σφίγγουμαι να μέν το καταλάβει κανένας. Τες νύχτες, ζόμπι. Δύσκολον να αντέξω το δίμμαν πάς το κατάρτιν τ' οδυσσέα που μ' έδισα για να μέν βουττήσω να πάω στες τσιγαροΣειρήνες. Έγυρα διμμένος τζι ετζοιμήθηκα, τζι είδα ορόματα που την χώραν της πελλάρας θκυό τρείς φορές τζιαι παρολλίον να πιάω τα ορμάνια τζιαι τα βουνά.
Έκαμα μισάθρωπος τζιαι μίζερος.
Έκαμα μούργος, αγέλαστος, νευρικόπελλος, ανασφαλής, άπιστος σε όσα ήμουν σίουρος. Ποούλλες τες αστάθειες ένωσα. Τρικυμίες τζιαι μίσος για τον εαυτόν.
Τί σου έναι η νικοτίνη. Για μέναν πιό εθιστικόν πράμαν στον κόσμον έν έσιει. Ούτε ο έρωτας με ενίκησεν έτσι ποττέ, ούτε ο πούττος, ούτε ουσία ούτε πνεύμαν, ούτε άθρωπος, ούτε φιλία, ούτε ο θάνατος. Μόνον ο τσιάρος έσιει έτσι πλοκάμια πάνω μου.
Τζι έτσι που τον επέταξα, έφερεν κακόν πολλύν τούτη η έλλειψη της νικοτίνης που ερεούλαρεν έτσι ωραία τη χημείαν μου τόσον τζιαιρόν. Έφερεν μου μιάν απαίσιαν κατάθλιψην του εγκεφάλου μου απίστευτα πικρήν. Στο αμήν με έφερεν, ούτε πρεζάκιας να ήμουν. Ετρέμαν τα σιέρκα μου, έν εξύπνουν το πρωίν, έθελα να πεθάνω. Έτσι κακόν έν εξανάδα. Κόμα έν έφκηκα έξω..
Έναν μήναν μάχουμαι να ξανασταρτάρω τον εγκέφαλον. Να συγκρατήσω την κατηφόραν.
Να πά να γαμηθείς, τσιγάρον. Ενίκησα σε. Επάτησα σε.
Ούτε σε θέλω να σε δώ μπροστά μου, ούτε όρεξη σε κάμνω πλέον. Ενίκησα τον Πόθον.
Άλλα νέα κοίτα έν έχω, ούτε σκέφτουμαι τίποτε το συνταραχτικόν, ούτε μουσικές έγραψα, ούτε πέτρες εσκάλισα. Τη φάτσα μμου στο γυαλλίν πιλέ έν θέλω να δώ, όι να ερωτεύκουμαι την πλάσην τζιαι να την υμνώ με πέτρες τζιαι μουσικές. Σε μάχην, πόλεμον επροσηλώθηκα έσιει ένα μήναν, σε μάχην για να σώσω τη ζωήν μου.
Έκαμα νύχτες ολόκληρες τζιαι μέρες σχοινοβάτης αιωρούμενος ψηλά κορτωτός να κρατώ ισορροπίαν πάς την κλωστήν της πελλάρας. Τες μέρες να σφίγγουμαι να μέν το καταλάβει κανένας. Τες νύχτες, ζόμπι. Δύσκολον να αντέξω το δίμμαν πάς το κατάρτιν τ' οδυσσέα που μ' έδισα για να μέν βουττήσω να πάω στες τσιγαροΣειρήνες. Έγυρα διμμένος τζι ετζοιμήθηκα, τζι είδα ορόματα που την χώραν της πελλάρας θκυό τρείς φορές τζιαι παρολλίον να πιάω τα ορμάνια τζιαι τα βουνά.
Έκαμα μισάθρωπος τζιαι μίζερος.
Έκαμα μούργος, αγέλαστος, νευρικόπελλος, ανασφαλής, άπιστος σε όσα ήμουν σίουρος. Ποούλλες τες αστάθειες ένωσα. Τρικυμίες τζιαι μίσος για τον εαυτόν.
Τί σου έναι η νικοτίνη. Για μέναν πιό εθιστικόν πράμαν στον κόσμον έν έσιει. Ούτε ο έρωτας με ενίκησεν έτσι ποττέ, ούτε ο πούττος, ούτε ουσία ούτε πνεύμαν, ούτε άθρωπος, ούτε φιλία, ούτε ο θάνατος. Μόνον ο τσιάρος έσιει έτσι πλοκάμια πάνω μου.
Τζι έτσι που τον επέταξα, έφερεν κακόν πολλύν τούτη η έλλειψη της νικοτίνης που ερεούλαρεν έτσι ωραία τη χημείαν μου τόσον τζιαιρόν. Έφερεν μου μιάν απαίσιαν κατάθλιψην του εγκεφάλου μου απίστευτα πικρήν. Στο αμήν με έφερεν, ούτε πρεζάκιας να ήμουν. Ετρέμαν τα σιέρκα μου, έν εξύπνουν το πρωίν, έθελα να πεθάνω. Έτσι κακόν έν εξανάδα. Κόμα έν έφκηκα έξω..
Έναν μήναν μάχουμαι να ξανασταρτάρω τον εγκέφαλον. Να συγκρατήσω την κατηφόραν.
Να πά να γαμηθείς, τσιγάρον. Ενίκησα σε. Επάτησα σε.
Ούτε σε θέλω να σε δώ μπροστά μου, ούτε όρεξη σε κάμνω πλέον. Ενίκησα τον Πόθον.
Άλλα νέα κοίτα έν έχω, ούτε σκέφτουμαι τίποτε το συνταραχτικόν, ούτε μουσικές έγραψα, ούτε πέτρες εσκάλισα. Τη φάτσα μμου στο γυαλλίν πιλέ έν θέλω να δώ, όι να ερωτεύκουμαι την πλάσην τζιαι να την υμνώ με πέτρες τζιαι μουσικές. Σε μάχην, πόλεμον επροσηλώθηκα έσιει ένα μήναν, σε μάχην για να σώσω τη ζωήν μου.
Σχόλια
Έτην ακτήν που εφάνηκεν.
Αλλό λίον. Άντεξε. Τζιαι εννά σε λύσεις που το κατάρτιν, να λουθείς, να αληφθείς μυρωδικά τζιαι να ζήσεις πάλε που την αρκήν.
αλλά μπράβο σου τζιαι καλες αντοχές!
άτε γιατί πρέπει να μας δώκεις θάρρος τζιαι εμάς που σε 3 μέρες πετάσσουμε το πακέτο
Είπεν μου το πουλλάκιν πως η ακτή έρκεται σε πέντε μέρες.
Πόστ
Έν υπερβάλλω κόρη για τούντην κόλασην, μα εν το καλλύττερο συναίσθημαν να ξέρεις πως νικάς. Άτε να ούμεν, σειρά σου :)
Αππωμένη
Χάτες, μπορείς, μπορείς! Σήμερα εξύπνησες τζι έκοψες τον. Δώκε μές τη μάχη τζι εν εντάξει, αντέχεις.
Joy Tears
Έτσι έναι, δαίμονας. Καλά τον είπες κόρη.
σταλαματία
Έρκεται η στεριά έρκεται τζι εννα την πατήσω να κερδίσω το νούν μου πίσω.
Τζι ο μεαλλύττερος πόθος ζωντανεύκει άμαν ξέρει το πλάσμαν να τον νικά. Καρτερώ να δώ. Προς το παρόν, πόθον έν έχω κανέναν.
Έμπνευση για γλυπτά;
Ξενικός