Καλλύττερα πένθος.
Όσοι το επεράσαν, οι βετεράνοι του πόνου (φίλοι, ξαδέρφοι) ελαλούσαν μου μές το θάλαμον τ' ογκολογικού το διπλανόν ψιθυριστά, καλόβολα να με προετοιμάσουν να πονήσω, "μέν καρτεράς πως εννα το ξεπεράσεις εύκολα, τζι ετοιμάστου ποττέ έν ένωσες έτσι, εν έναν πράμα μαύρον ο χαμός, ανεξήγητον" Εδίνναν τα φρύθκια τους τζι εσκοτείνιαζεν το βλέμμαν, ούλλους το ίδιο. Κόρες των μμαθκιών μαύρες τζιαι μεγάλες. Υγρός καθρέφτης. τζι εθώρουν τους παράξενα. Πώς να έναι άραγες το μυστήριον που περιγράφουν? Πονείς? Έν μπορείς να σηκωστείς που το κρεβάτι σσου με όρεξην να ζήσεις? Δουλεύκεις τζιαι σκέφτεσαι όσα μακάβρια είδαν τα μμάθκια σου? Θωρείς τα υπάρχοντα του αγαπημένου σου προσώπου τζιαι κλαμουρίζεσαι συνέχεια? Άραγε ήνταλως ξεπερνάς έτσι συναίσθημαν? Εν σάν τον χωρισμόν με την αγαπημένην που δέ γίνεται να ξαναδείς? Εν έτσι μασιαιρκά? Φκαίννω του πόνου που την άλλην του την πόρταν τζιαι στέκουμαι, θωρώ πίσω μου. Ο πόνος ...