Έχτη μέρα
Λλίοι μπορούν να καταλάβουν. Πόσον δύσκολον έναι.
Έχτη μέρα, τζιαι καλή. Φεύκει σιγά σιγά το δηλητήριον που τους νευρώνες του εγκεφάλου, τζιαι αρκέφκουν πάλε (που μόνοι τους) να (ξανα)παράγουν ντοπαμίνην, σεροτόνην. Που ΜΟΝΟΙ τους. Ακούεις ρέ διάσπορε? Εν τούτη η ελευθερία. Απεξάρτηση. Να μέν σε κυβερνά ο κύκλος της νικοτίνης, τούτη εν ελευθερία.
Κάθε λεπτόν εν δύσκολον. Μα εν ήδη η έχτη μέρα τζιαι στην έβδομην ετέλειωσεν το παραμύθιν. Εκαθάρισεν το κορμίν. Τζιαι πώς τα εκατάφερα, τόσον εύκολα τούντη φοράν? Κάτι έναι διαφορετικόν μέσα μου τούντη φορά. Άλλες προσπάθειες αμέσως αποτυγχάνναν, επερνούσαν λλίες ώρες ατσιαρίας τζι ενίκαν με ο εθισμός, τόσον δυνατός έναι. Μιά- θκυό μέρες τζι Ανάγκη του κορμιού ενίκαν τη θέληση. Τζι όσον αντιστέκουμουν με τη θέλησην μου τη γαουρινήν, τόσον έβαλλεν γινάτιν τζι ο εθισμός να με νικήσει. Ενίκαν με. Ώς πρίν έξι μέρες.
Τούντη φοράν, έν παλεύκω καθόλου, έν βάλλω αντίστασην. Θέλησην έν έχω. Έν είμαι η θέληση μου. Ούτε κάν σάρκα τζιαι πνεύμαν έν είμαι. Είμαι θκυό πράματα, ψυσιή τζιαι ύλη, τζι εν ξεχωριστά τούτα. Ξεχωριστά, τζιαι το έναν έν νώθει τον πόνον του άλλου.
Το κορμίν που σπαράζει (εσπαραζεν) τζιαι θέλει τη νικοτίνην του, έν επηρεάζει τη ψυσιήν. Τζι η ψυσιή που με τόσην όρεξην εθέλησεν τον πόνον της να τον πνίξει με την ουσίαν την ιδέαν της νικοτίνης, έν μπορεί πλέον να το απαιτήσει που το κορμίν. Καταλαβαίνεις με?
Απλά, έν Υπάρχω ολόκληρος. Επήα στο βουνόν, εχάθηκα, εξιαθρώπεψα. Εκομμαθκιάστηκα. Έναν ταλέντον έχω, να ξέρω ήνταλως να κομμαθκιαστώ τζιαι να ξαναπιντωθώ.
Η ψυσιή μου στην παράδεισον ξαπλωμένη, να της κάμνουν αέραν οι λυγερές μαυρούες με τα μπανανόφυλλα σάν με ταϊζουν σταφύλιν βέρικον άλλες λυγερές ξαθθές τζιαι σάν μου παίζουν μουσικήν κάτι γενάες πέρσες (δαμέ χαλώ τη φαντασίωσην).
Τζιαι το κορμίν μακρά που τη ψυσιήν, έδισα το σάν που έκαμεν ο Οδυσσέας πάς στο κατάρτιν για να περάσει δίπλα που τες σειρήνες χωρίς να φοάται τον ίδιον του τον εαυτόν.
Έν τζι εν εύκολον, μα είμαι πραγματικά αλλού.
Εν κρυφόν πως έκοψα το τσιάρον, τζι ώς σήμμερα ούτε η Αγάπη έν το έξερεν. Να σκεφτείς έφκεννα έξω όπως συνηθίζω για 'τσιγάρον' τζι απλά εκάθουμουν στον κήπον. Να μέν καταλάβει κανένας.
Εν κρυφόν, γιατί αν ήταν φανερόν θα με έπιαννεν το άγχος να αποδείξω. Τζι άμαν πρέπει να αποδείξω ποττέ έν τα καταφέρνω. Γιαυτόν εν Κρυφόν.
Τζιαι την έβδομην μέραν αναπαύουμαι τζι αρκέφκω να αναπνέω τζιαι να σάζω το κορμίν που του ε-γύ-ρι-σεν που την ανακατάταξην των χημικών του εγκεφάλου του τζιαι κάμνει κάτι σκέψεις πελλές που ούτε οι σχιζοφρενείς έν τες κάμνουν. Ευτυχώς που ξέρω να είμαι πελλός τζιαι πώς να κρατηθώ αλλιώς...
Έχτη μέρα, τζιαι καλή. Φεύκει σιγά σιγά το δηλητήριον που τους νευρώνες του εγκεφάλου, τζιαι αρκέφκουν πάλε (που μόνοι τους) να (ξανα)παράγουν ντοπαμίνην, σεροτόνην. Που ΜΟΝΟΙ τους. Ακούεις ρέ διάσπορε? Εν τούτη η ελευθερία. Απεξάρτηση. Να μέν σε κυβερνά ο κύκλος της νικοτίνης, τούτη εν ελευθερία.
Κάθε λεπτόν εν δύσκολον. Μα εν ήδη η έχτη μέρα τζιαι στην έβδομην ετέλειωσεν το παραμύθιν. Εκαθάρισεν το κορμίν. Τζιαι πώς τα εκατάφερα, τόσον εύκολα τούντη φοράν? Κάτι έναι διαφορετικόν μέσα μου τούντη φορά. Άλλες προσπάθειες αμέσως αποτυγχάνναν, επερνούσαν λλίες ώρες ατσιαρίας τζι ενίκαν με ο εθισμός, τόσον δυνατός έναι. Μιά- θκυό μέρες τζι Ανάγκη του κορμιού ενίκαν τη θέληση. Τζι όσον αντιστέκουμουν με τη θέλησην μου τη γαουρινήν, τόσον έβαλλεν γινάτιν τζι ο εθισμός να με νικήσει. Ενίκαν με. Ώς πρίν έξι μέρες.
Τούντη φοράν, έν παλεύκω καθόλου, έν βάλλω αντίστασην. Θέλησην έν έχω. Έν είμαι η θέληση μου. Ούτε κάν σάρκα τζιαι πνεύμαν έν είμαι. Είμαι θκυό πράματα, ψυσιή τζιαι ύλη, τζι εν ξεχωριστά τούτα. Ξεχωριστά, τζιαι το έναν έν νώθει τον πόνον του άλλου.
Το κορμίν που σπαράζει (εσπαραζεν) τζιαι θέλει τη νικοτίνην του, έν επηρεάζει τη ψυσιήν. Τζι η ψυσιή που με τόσην όρεξην εθέλησεν τον πόνον της να τον πνίξει με την ουσίαν την ιδέαν της νικοτίνης, έν μπορεί πλέον να το απαιτήσει που το κορμίν. Καταλαβαίνεις με?
Απλά, έν Υπάρχω ολόκληρος. Επήα στο βουνόν, εχάθηκα, εξιαθρώπεψα. Εκομμαθκιάστηκα. Έναν ταλέντον έχω, να ξέρω ήνταλως να κομμαθκιαστώ τζιαι να ξαναπιντωθώ.
Η ψυσιή μου στην παράδεισον ξαπλωμένη, να της κάμνουν αέραν οι λυγερές μαυρούες με τα μπανανόφυλλα σάν με ταϊζουν σταφύλιν βέρικον άλλες λυγερές ξαθθές τζιαι σάν μου παίζουν μουσικήν κάτι γενάες πέρσες (δαμέ χαλώ τη φαντασίωσην).
Τζιαι το κορμίν μακρά που τη ψυσιήν, έδισα το σάν που έκαμεν ο Οδυσσέας πάς στο κατάρτιν για να περάσει δίπλα που τες σειρήνες χωρίς να φοάται τον ίδιον του τον εαυτόν.
Έν τζι εν εύκολον, μα είμαι πραγματικά αλλού.
Εν κρυφόν πως έκοψα το τσιάρον, τζι ώς σήμμερα ούτε η Αγάπη έν το έξερεν. Να σκεφτείς έφκεννα έξω όπως συνηθίζω για 'τσιγάρον' τζι απλά εκάθουμουν στον κήπον. Να μέν καταλάβει κανένας.
Εν κρυφόν, γιατί αν ήταν φανερόν θα με έπιαννεν το άγχος να αποδείξω. Τζι άμαν πρέπει να αποδείξω ποττέ έν τα καταφέρνω. Γιαυτόν εν Κρυφόν.
Τζιαι την έβδομην μέραν αναπαύουμαι τζι αρκέφκω να αναπνέω τζιαι να σάζω το κορμίν που του ε-γύ-ρι-σεν που την ανακατάταξην των χημικών του εγκεφάλου του τζιαι κάμνει κάτι σκέψεις πελλές που ούτε οι σχιζοφρενείς έν τες κάμνουν. Ευτυχώς που ξέρω να είμαι πελλός τζιαι πώς να κρατηθώ αλλιώς...
Σχόλια
Μπράβο σου! :)
έτσι έναι όπως το λαλείς.
aceras
έν το ξέρεις ρέ αέρφιν πως ο καλλύττερος τρόπος να κρατήσεις κρυφά εννα τα φανερώννεις στο φώς το άπλετον?
takeiteasy
Καλήν συνέχειαν τζιαι σε σέναν καλ'ω. Ήταν γλυτζιής ο γέριμος μα κανεί τον.
ανωνυμε/η
;)