Ο νέος μαθητής.
Αν και τούντες μέρες δέν επικοινωνώ με το περιβάλλον πολλά (το σώμα/μυαλό δουλεύει αυτόματα, η ψυχή εν αλλού σε κόσμους μαγικούς της μουσικής παρέα με την ουσία του σύμπαντος πιασμένη σε έρωτα παράφορο) αν και λειτουργώ περπατώντας μές την ομίχλη μου έξω απο τα όρια τα καθημερινά, μές το Ελεύθερο, φαίνεται ακόμα ο αυτόματος μου εαυτός κάμνει καλά τη δουλειά του, διδάσκω καλά, έχω συνέχεια τηλεφωνήματα για νέους πελάτες (καλό τούτο, νομίζω θα νικήσω την κρίση, πάμε καλά).
Φτάνω χτές στο σπίτι νέου μαθητή, συστημένου απο οικογένεια αγαπημένη μου. Δέν ήξερα τί να περιμένω. Φτάνω στην πόρτα του πράσινου παλιού σπιτιού που μοιάζει στοιχειωμένο διασχίζωντας μιά αυλή εντελώς παραμελημένη γεμάτη ακαθάριστο χιόνι, ξερόκλαδα και λάστιχα παλιά. Η πόρτα, αρχαία κι επιβλητική, ανοίγει και βλέπω μπροστά μου ένα γέρο ξημαρισμένο με γένια και μαλλούρα ατημέλητη. Πλατύ πρόσωπο χαμογελαστό όμως. Με καλοσωρίζει και μπαίνω με λίγη νευρικότητα στο προχώλ του.
"Θέλεις τσάϊ ιβίσκου?"
Μου προσφέρει σε φλυντζάνι με μπαρόκ σχεδιασμό το αχνιστό τσάι.
"Φρέσκο, μόλις το έφτιαξα, έχω ξερό ιβίσκο, μαροκινό", λέει και μου πιάνει τον ώμο. "Άκουσα πολλά για σένα, χαίρομαι που θα διδάξεις το γιό μου. Αγαπά τον Μπετόβεν πολλά, τον καταλαβαίνει, είναι ερημίτης ιδιότροπος και έχει κοινά πολλά μαζί του."
Χαμογελώ.
"Ευχαριστώ για το τσάϊ. Θα τα πάμε καλά με το γιό σου νομίζω."
Μπαίνει στο δωμάτιο ο γιός του, ο μαθητής μου. Με κοιτάζει με τα μικρά του μάτια και μου δίνει το ξερακιανό του χέρι. Δέν χαμογελά. Τον κοιτάζω έντονα. Στο μεταξύ έχω παλαβώσει, το σπίτι είναι γεμάτο σκουπίδια, παλιοπεριοδικά, βιβλία, αγαλματίδια, πιάτα, σκόνες, γάτες, μπουκάλια, κούκλες, ότι φανταστείς. Σε μιά σκοτεινή γωνιά ένα κοριτσάκι ανάπηρο ξαπλωμένο σε καναπέ. Το πιάνο είναι αρχαίο, ψηλό. Έρχεται και η μάνα (ουγγαρέζα η μάνα) να με καλοσωρίσει με τον όγκο του σώματος της να την εμποδίζει σε κάθε βήμα. Χαμογελά, μου προσφέρει το χέρι αλλά απολογείται για τον πηλό στα δάκτυλα της. "Είμαι γλύπτης" λέει. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το σπίτι είναι γεμάτο ατέλειωτα πήλινα αντικείμενα. Η σκόνη με πνίγει, δέν έχω ξαναδεί τόση βρώμα. Μα η καρδιά τους με αγκαλιάζει, πασκίζω να μήν κρίνω όσα βλέπουν τα μάτια μου.
"Πάμε στο πιάνο?" λέω στον νεαρό κάπως αυστηρά, καταλαβαίνω πως δέ σηκώνει αστειάκια ή κοινωνικές φιλοφρονήσεις ο μιτσής.
"Ετοίμασες το κομμάτι που ζήτησα?"
Δέ μιλά. Κάθεται. Κλείνει τα μάτια. Περιμένει να μας κυκλώσει η σιωπή. Έχω κάτσει ήδη στην καρέκλα δίπλα απο το πιάνο και σπρώχνω λίγο τα σκουπίδια με το πόδι διακριτικά.
Στο πρόσωπο του νεαρού ανατέλλει ο Άγριος και Ήρεμος μαζί, ο τόσο γνώριμος μου Μπετόβεν καθώς οι πρώτες νότες της 'παθητικής' σονάτας τραντάζουν την ηρεμία. Η ανάπηρη αδελφή του δίπλα έχει τρομάξει με την πρώτη συγχορδία και ουρλιάζει. Την καθησυχάζουν. Εγώ κλεινω τα μάτια και τις άλλες αισθήσεις που με εμποδίζουν, και ακούω μόνο. Είκοσι λεπτά κομμάτι, χίλια χρόνια ταξίδι που στο τέλος του ή πρέπει να αφεθείς για να κλάψεις, ή να φύγεις. Ο μιτσής δαιμονισμένος με την ουσία της μουσικής παίζει το κομμάτι με τρόπο που δέν έχω ξανακούσει, άγριο και πονεμένο, με λάθη πολλά τεχνικά αλλά με Γνώση και σοφία. Αν τον ήξερα καλύτερα θα τον αγκάλιαζα. Ο απόηχος της τελευταίας νότας πλανιέται κι αυτός έχει ακουμπήσει το κεφάλι στο πιάνο χωρίς να προσέχει πως είμαι εδώ.
Δέν μιλώ καθόλου, απλά του δείχνω με νοήματα να ξαναρχίσει. Αυτή τη φορά, τον διευθύνω με απότομες κινήσεις, θεατρικές συσπάσεις του προσώπου. Τον σταματώ.
Τέλος μαθήματος. Δέν έχουμε ανταλλάξει ακόμα κουβέντα. Με κοιτάζει σάν τον πάνθηρα. Τον κοιτάζω αγέρωχα και με την δύναμη μου σάν την ασπίδα να τον αγκαλιάζει. Θα τα πάμε καλά οι δυό μας. Δέν του χαμογελώ, ούτε του λέω μπράβο. Δέν μασά.
"Να το ξαναπροετοιμάσεις, καλά έπαιξες, αλλά ανώριμα. Ψάξε μέσα σου για τα βαθειά αισθήματα, όχι μόνο το θυμό, εντάξει? Ο Μπετόβεν θέλει και γλύκα. Να τη βρείς."
Τους χαιρετώ και φεύγω μές το σκοτάδι ευτυχισμένος. Πόσο σ' αγαπώ δουλειά μου.
Φτάνω χτές στο σπίτι νέου μαθητή, συστημένου απο οικογένεια αγαπημένη μου. Δέν ήξερα τί να περιμένω. Φτάνω στην πόρτα του πράσινου παλιού σπιτιού που μοιάζει στοιχειωμένο διασχίζωντας μιά αυλή εντελώς παραμελημένη γεμάτη ακαθάριστο χιόνι, ξερόκλαδα και λάστιχα παλιά. Η πόρτα, αρχαία κι επιβλητική, ανοίγει και βλέπω μπροστά μου ένα γέρο ξημαρισμένο με γένια και μαλλούρα ατημέλητη. Πλατύ πρόσωπο χαμογελαστό όμως. Με καλοσωρίζει και μπαίνω με λίγη νευρικότητα στο προχώλ του.
"Θέλεις τσάϊ ιβίσκου?"
Μου προσφέρει σε φλυντζάνι με μπαρόκ σχεδιασμό το αχνιστό τσάι.
"Φρέσκο, μόλις το έφτιαξα, έχω ξερό ιβίσκο, μαροκινό", λέει και μου πιάνει τον ώμο. "Άκουσα πολλά για σένα, χαίρομαι που θα διδάξεις το γιό μου. Αγαπά τον Μπετόβεν πολλά, τον καταλαβαίνει, είναι ερημίτης ιδιότροπος και έχει κοινά πολλά μαζί του."
Χαμογελώ.
"Ευχαριστώ για το τσάϊ. Θα τα πάμε καλά με το γιό σου νομίζω."
Μπαίνει στο δωμάτιο ο γιός του, ο μαθητής μου. Με κοιτάζει με τα μικρά του μάτια και μου δίνει το ξερακιανό του χέρι. Δέν χαμογελά. Τον κοιτάζω έντονα. Στο μεταξύ έχω παλαβώσει, το σπίτι είναι γεμάτο σκουπίδια, παλιοπεριοδικά, βιβλία, αγαλματίδια, πιάτα, σκόνες, γάτες, μπουκάλια, κούκλες, ότι φανταστείς. Σε μιά σκοτεινή γωνιά ένα κοριτσάκι ανάπηρο ξαπλωμένο σε καναπέ. Το πιάνο είναι αρχαίο, ψηλό. Έρχεται και η μάνα (ουγγαρέζα η μάνα) να με καλοσωρίσει με τον όγκο του σώματος της να την εμποδίζει σε κάθε βήμα. Χαμογελά, μου προσφέρει το χέρι αλλά απολογείται για τον πηλό στα δάκτυλα της. "Είμαι γλύπτης" λέει. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το σπίτι είναι γεμάτο ατέλειωτα πήλινα αντικείμενα. Η σκόνη με πνίγει, δέν έχω ξαναδεί τόση βρώμα. Μα η καρδιά τους με αγκαλιάζει, πασκίζω να μήν κρίνω όσα βλέπουν τα μάτια μου.
"Πάμε στο πιάνο?" λέω στον νεαρό κάπως αυστηρά, καταλαβαίνω πως δέ σηκώνει αστειάκια ή κοινωνικές φιλοφρονήσεις ο μιτσής.
"Ετοίμασες το κομμάτι που ζήτησα?"
Δέ μιλά. Κάθεται. Κλείνει τα μάτια. Περιμένει να μας κυκλώσει η σιωπή. Έχω κάτσει ήδη στην καρέκλα δίπλα απο το πιάνο και σπρώχνω λίγο τα σκουπίδια με το πόδι διακριτικά.
Στο πρόσωπο του νεαρού ανατέλλει ο Άγριος και Ήρεμος μαζί, ο τόσο γνώριμος μου Μπετόβεν καθώς οι πρώτες νότες της 'παθητικής' σονάτας τραντάζουν την ηρεμία. Η ανάπηρη αδελφή του δίπλα έχει τρομάξει με την πρώτη συγχορδία και ουρλιάζει. Την καθησυχάζουν. Εγώ κλεινω τα μάτια και τις άλλες αισθήσεις που με εμποδίζουν, και ακούω μόνο. Είκοσι λεπτά κομμάτι, χίλια χρόνια ταξίδι που στο τέλος του ή πρέπει να αφεθείς για να κλάψεις, ή να φύγεις. Ο μιτσής δαιμονισμένος με την ουσία της μουσικής παίζει το κομμάτι με τρόπο που δέν έχω ξανακούσει, άγριο και πονεμένο, με λάθη πολλά τεχνικά αλλά με Γνώση και σοφία. Αν τον ήξερα καλύτερα θα τον αγκάλιαζα. Ο απόηχος της τελευταίας νότας πλανιέται κι αυτός έχει ακουμπήσει το κεφάλι στο πιάνο χωρίς να προσέχει πως είμαι εδώ.
Δέν μιλώ καθόλου, απλά του δείχνω με νοήματα να ξαναρχίσει. Αυτή τη φορά, τον διευθύνω με απότομες κινήσεις, θεατρικές συσπάσεις του προσώπου. Τον σταματώ.
Τέλος μαθήματος. Δέν έχουμε ανταλλάξει ακόμα κουβέντα. Με κοιτάζει σάν τον πάνθηρα. Τον κοιτάζω αγέρωχα και με την δύναμη μου σάν την ασπίδα να τον αγκαλιάζει. Θα τα πάμε καλά οι δυό μας. Δέν του χαμογελώ, ούτε του λέω μπράβο. Δέν μασά.
"Να το ξαναπροετοιμάσεις, καλά έπαιξες, αλλά ανώριμα. Ψάξε μέσα σου για τα βαθειά αισθήματα, όχι μόνο το θυμό, εντάξει? Ο Μπετόβεν θέλει και γλύκα. Να τη βρείς."
Τους χαιρετώ και φεύγω μές το σκοτάδι ευτυχισμένος. Πόσο σ' αγαπώ δουλειά μου.
Σχόλια
πόσο χαίρομαι που επικοινωνήσατε με τον μιτσή!!!
πόσο χαίρομαι που αγαπάς το berufung σου!
Χαιρομαι για σενα.
Χαιρομαι που επικοινωνεις χωρις λογια, με την μουσικη με το βλεμα. Να σαι καλα Διασπορε μου. Μαρια.
Μπορεί να μην θυμάσαι την υπόθεση της, αλλά σίγουρα ήταν σαν να την έζησες!
Εϊβα σου κουμπάρε.
θαλασσαμώβ
Έκαμα φτερά. Τελικά τραβώ τους πελλούς αλλά τραβώ τους μυαλωμένους περισσότερο.
Μαρία
Ένστικτο μαρία μου. Διαίσθηση του δασκάλου, να ξέρεις πότε να μιλάς, πότε να σκάζεις. Έμαθα να το ακούω.
ρόουζ μου
Πολύ δύσκολο να το μάθεις. Συνήθως μιλώ υπερβολικά, νομίζω που νευρικότητα. Αλλά μαθαίνω να ακούω της φωνούδας μέσα που λέει 'σκάσε', 'άκου μόνο'.
Jamanfou
Ναι!. Ευτυχώς γιατί ο καλός μου μαθητής θα φύγει φέτος για κολλέγιο, γυρεύω άλλο. Ήρτε!
αντί-χρηστε
Φίλε μου θέλω να δώ την ταινία τούτη, εξανάκουσα την. Θα με εμπνεύσει?