Τα χέρια που χαϊδεύουν μάγουλα με τρυφερότητα με άγγιγμα σάν του φτερού της πεταλλούδας. Τα χέρια που σκληροδουλεύουν, χειρονομούν με πάθος, γράφουν, χτίζουν σπίθκια, αννοίουν πόρτες, κλείνουν κουθκιά, σαπουνίζουν το κορμί, οδηγούν αυτοκίνητα, σηκώνουν ποτήρκα με κρασί, ντύννουν, τρέφουν στόματα. Τα χέρια που τρυπώνουν σε ξένες τσέπες για να κλέψουν. Τα χέρια που μαχαιρώνουν στην καρδιά, που στο πρόσωπο χτυπούν συνάνθρωπο, άγρια. Τα χέρια που μπαίνουν για πρώτη φορά αθώα και τρεμάμενα σε εσώρουχο να ψηλαφίσουν την ήβη, την υγρασία. Τα χέρια που σηκώννουν βάρη ασήκωτα. Τα χέρια δέν καταλαβαίνουν Σωστό ή Λάθος. Στρατιώτες υπάκουοι που ακολουθούν οδηγίες, τζι εσύ ο Μάστρος τους που τα κουμαντάρει. Τα χέρια σου έν έχουν κρίση δική τους. Εν αθώα. Τίποτε έν ζητούν. Έν έχουν επιθυμία να τους κρούζει το δέρμα τους καμιά. Κάποτε ζεστά. Κάποτε κρύα. Εσύ αποφασίζεις. Τα χέρια, τα ίδια, προσεύχουνται σε όποιο θεό τους πείς να πλάσουν την εικόνα....