Χάρτης της Πρώτης Παραδείσου.
Ο τοίχος της παραδείσου. Άμαν τον έβρεις τζιαι καλοσωρίσουν σε οι πολεμιστές σου, ποσιερετάς τους τζι ύστερα φκάλλεις τα ρούχα σου, αποθέτεις τα όπλα, τζιαι αννοίεις την πόρταν.
Ρέσσεις μέσα γονατιστός, τζιαι πρώτα βρέθεσαι σ' ένα δάσος με άγρια βλάστηση σάν καλή ώρα ποτούτα που έχουμεν δακάτω, με τες αρκούδες, τα πούμα, ζώα αδάμαστα. Ρέσσεις γονατιστός τζιαι παρπατείς στα τέσσερα σου για τρία χρόνια.
Η δουλειά σου έναι α. να μέν χαθείς. β. να κάμεις μονοπάθκια προς τους ποταμούς. γ. να έβρεις φαϊν τζιαι νερόν. δ. να φιλέψεις με τα ζώα. ε. να μέν σου γυρίσει ο πέλλαρος.
Τζι άμαν μάθεις το δάσος καλά, παθκιάν παθκιάν, δεντρόν τζιαι θάμνον, εννα σε φκάλουν τα μονοπάθκια σου πάνω σε κάτι λόφους, τζι ύστερα θα έσιει τιτσιρογήν, σάν τα ασπροβούνια της Κκόσιης. Σήκου στα θκυό σου πόθκια τζιαι παρπάτα, τζι ας έναι δύσκολον. Πάει ένα χρόνον η εξορία που το δάσος. Πρέπει να αντέξεις. Στα ασπροβούνια εν μέρα ούλλη μέρα, τζιαι νύχταν δέν έσιει.
Θα σε πιάει ο πύρουλλος, η αφυδάτωση εννα σου ταράξει το κορμίν, τζιαι θα αρκέψεις να αμφιβάλλεις για το ταξίδιν, την αξίαν του, το σκοπόν του. Ούτε το στόχον που θα φτάσεις θυμάσαι, τζι ούτε το ταξίδιν απολαμβάνεις. Μα να στραφείς πίσω έν γίνεται. Άντεξε. Θα πεθυμίσεις το δάσος. Θα θωρείς οπτασίες. Σάν είσαι ράκος μές τούντη γερημιάν θα έρκουνται κατα διαστήματα κάτι υπερπλάσματα να σου προσφέρουν νερόν, φαϊν, γαμήσιν, τζι εννα δειλιάσεις, να δεχτείς. Δέχτου τζι εν εντάξη. Τάϊσε τα ένστιχτα σου, μόνον έτσι θα σε αφήκουν ήσυχο.
Τζι άμαν καταφέρεις να επιβιώσεις στα ασπροβούνια για ένα χρόνον, θα έρτει η ώρα να φύεις. Πώς θα το ξέρεις? Μιάν ημέραν θα έρτει το ηλιοβασίλεμαν τζιαι τότε ξεκίνα τζιαι παρπάτα προς την δύσην.
Παρπάτα.
Λαλούν οι δασκάλοι της ψυσιής, "άμα θα φτάσεις στο σταυροδρόμι, τζιαμέ που χωρίζουν οι δρόμοι τζι ο ένας πάει αριστερά, τζι ο άλλος δεξιά, θκιάλεξε σοφά."
Έν λαλούν ποιός εν ο δρόμος του καλού τζιαι ποιός του κακού.
Τζι άμα φτάσεις σε τούντο σταυροδρόμι, λαλούν, αν έσιεις διλήμματα ποιόν δρόμον σου λαλεί το σύστημα σου να ακολουθήσεις, στράφου πίσω να πεθάνεις μές τ' ασπροβούνια.
Αν δέν έσιεις έτσι δίλημμαν σημαίνει είσαι έτοιμος. Πιάσε το δρόμον που θέλει η ψυσιή σου, τζι εννα έρτει ένας αέρας να σε σηκώσει, έν θα ξαναπαρπατήσεις πάς τη γήν. Εννα πετάς, θα φτάσεις σ' έναν ελεώναν περιποιημένον, φορτωμένον με καρπόν. Να κάτσεις πάνω στην ελιάν, τζιαι να φάεις μιάν μιάν τες πικροελιές, τζιαι τούτη θα έναι η τροφή σου για ένα χρόνον.
Τζι ώς δαμέ, ξέρω. Πάρακατω έν είδα κόμα.
Ρέσσεις μέσα γονατιστός, τζιαι πρώτα βρέθεσαι σ' ένα δάσος με άγρια βλάστηση σάν καλή ώρα ποτούτα που έχουμεν δακάτω, με τες αρκούδες, τα πούμα, ζώα αδάμαστα. Ρέσσεις γονατιστός τζιαι παρπατείς στα τέσσερα σου για τρία χρόνια.
Η δουλειά σου έναι α. να μέν χαθείς. β. να κάμεις μονοπάθκια προς τους ποταμούς. γ. να έβρεις φαϊν τζιαι νερόν. δ. να φιλέψεις με τα ζώα. ε. να μέν σου γυρίσει ο πέλλαρος.
Τζι άμαν μάθεις το δάσος καλά, παθκιάν παθκιάν, δεντρόν τζιαι θάμνον, εννα σε φκάλουν τα μονοπάθκια σου πάνω σε κάτι λόφους, τζι ύστερα θα έσιει τιτσιρογήν, σάν τα ασπροβούνια της Κκόσιης. Σήκου στα θκυό σου πόθκια τζιαι παρπάτα, τζι ας έναι δύσκολον. Πάει ένα χρόνον η εξορία που το δάσος. Πρέπει να αντέξεις. Στα ασπροβούνια εν μέρα ούλλη μέρα, τζιαι νύχταν δέν έσιει.
Θα σε πιάει ο πύρουλλος, η αφυδάτωση εννα σου ταράξει το κορμίν, τζιαι θα αρκέψεις να αμφιβάλλεις για το ταξίδιν, την αξίαν του, το σκοπόν του. Ούτε το στόχον που θα φτάσεις θυμάσαι, τζι ούτε το ταξίδιν απολαμβάνεις. Μα να στραφείς πίσω έν γίνεται. Άντεξε. Θα πεθυμίσεις το δάσος. Θα θωρείς οπτασίες. Σάν είσαι ράκος μές τούντη γερημιάν θα έρκουνται κατα διαστήματα κάτι υπερπλάσματα να σου προσφέρουν νερόν, φαϊν, γαμήσιν, τζι εννα δειλιάσεις, να δεχτείς. Δέχτου τζι εν εντάξη. Τάϊσε τα ένστιχτα σου, μόνον έτσι θα σε αφήκουν ήσυχο.
Τζι άμαν καταφέρεις να επιβιώσεις στα ασπροβούνια για ένα χρόνον, θα έρτει η ώρα να φύεις. Πώς θα το ξέρεις? Μιάν ημέραν θα έρτει το ηλιοβασίλεμαν τζιαι τότε ξεκίνα τζιαι παρπάτα προς την δύσην.
Παρπάτα.
Λαλούν οι δασκάλοι της ψυσιής, "άμα θα φτάσεις στο σταυροδρόμι, τζιαμέ που χωρίζουν οι δρόμοι τζι ο ένας πάει αριστερά, τζι ο άλλος δεξιά, θκιάλεξε σοφά."
Έν λαλούν ποιός εν ο δρόμος του καλού τζιαι ποιός του κακού.
Τζι άμα φτάσεις σε τούντο σταυροδρόμι, λαλούν, αν έσιεις διλήμματα ποιόν δρόμον σου λαλεί το σύστημα σου να ακολουθήσεις, στράφου πίσω να πεθάνεις μές τ' ασπροβούνια.
Αν δέν έσιεις έτσι δίλημμαν σημαίνει είσαι έτοιμος. Πιάσε το δρόμον που θέλει η ψυσιή σου, τζι εννα έρτει ένας αέρας να σε σηκώσει, έν θα ξαναπαρπατήσεις πάς τη γήν. Εννα πετάς, θα φτάσεις σ' έναν ελεώναν περιποιημένον, φορτωμένον με καρπόν. Να κάτσεις πάνω στην ελιάν, τζιαι να φάεις μιάν μιάν τες πικροελιές, τζιαι τούτη θα έναι η τροφή σου για ένα χρόνον.
Τζι ώς δαμέ, ξέρω. Πάρακατω έν είδα κόμα.
Σχόλια
αμαν θέλω να σου στείλω e-mail;