Κακά τα μαντάτα που το γιατρόν, Λεμονιά. Παρπατά μέσα σου σάν τη φωθκιάν που κρούζει το δάσος το κακόν, τζι οι θεραπείες σκοτώννουν τα πράσινα σου μμάθκια μέραν με την ημέραν. Έλειψεν άραγες σου η δύναμη ? Εγύρεψες τον πάλε το πρωίν, είδα σε, τον Άη Γιώρκην (έτσι τον λαλείς τον άγγελον που κουβαλείς) να σε σηκώσει πάς το δράκον να σου δείξει που ψηλά ποιόν εν το τάτιν της ζωής, τη σημμασία της, να σου τα δείξει, να θυμηθείς το Νόημαν να αντέξεις τζι άλλον να πολεμήσεις. Ήρτες φαρματζιεμένη που τους γιατρούς. Τζιαι σάν έππεσες στον καναπέν που το σουζάλισμαν των φαρμάκων, τζι έφαες, επήα ώς τη θάλασσαν να παρπατήσω μανιχός μου πέρκι έν με δεί πλάσμαν να μαραζώννω, μόνος μου επήα να ποφυσήσω τζιαι να μου δώκει η αλμύρα να ξιάσω λλίον, που κάθη μέρα χάννω σε τζιαι λείφκεις. Τουλάχιστον άθθισεν το παμπάτζιην που εφύτεψες τζι εχάρηκες. Εξήντα χρονών γεναίκα τζιαι σιέρεσαι με τα φκιόρα σου σάννα τζι είσαι κοπελλούα. Τζι ας ζήσει περίτου σου το παμπάτζιην που εφύτεψες.
Σάν ήμουν ι στη θάλασσαν τζι επαρπατούσα πάς τα φρύθκια της τζιαμέ που οι πέτρες του γιαλού μιλούν η μιά της άλλης, ήρτεν έναν σσιυλλίν αδέσποτον να παίξουμεν, τζι έγλυφεν μου το σιέριν σάν να τζιαι ξέρει με. Είδεν με με μμάθκια που εγυρεύκαν μέρες άθρωπον, τζι έν μ' άφηννεν λεπτόν να φύω που δίπλα του. Ετάϊσα τον κάτι ποσκούπιδα που ήβρα, κάτι πατάτες π' αφήκαν οι ξημαρισμένοι στην παραλίαν, κάτι σταφύλια σαπημένα. Νερόν. Τζι άλλον νερόν. Βίρα τα μμάθκια τα έξυπνα να μου λαλούν "ευκαριστώ σου, άθρωπε". Σάννα τζι έξερεν με χρόνια, γιά εγύρεφκεν με. Ήβρα θκυο τρείς μπουκκάλλες πεταξούμενες, μισοπιωμένες του νερού τζι έδωκα του να πιεί. Ο νούρος του είπεν ευχαριστώ. Επετάχτηκεν πάνω μου. Τζι ελούθηκα του κλαμάτου. Έφερα τον έσσω, έτσι έμελλεν. Κάποιος εννα τον θέλει, έτσι σσιυλλίν πιστόν.
Σάν ήμουν ι στη θάλασσαν τζι επαρπατούσα πάς τα φρύθκια της τζιαμέ που οι πέτρες του γιαλού μιλούν η μιά της άλλης, ήρτεν έναν σσιυλλίν αδέσποτον να παίξουμεν, τζι έγλυφεν μου το σιέριν σάν να τζιαι ξέρει με. Είδεν με με μμάθκια που εγυρεύκαν μέρες άθρωπον, τζι έν μ' άφηννεν λεπτόν να φύω που δίπλα του. Ετάϊσα τον κάτι ποσκούπιδα που ήβρα, κάτι πατάτες π' αφήκαν οι ξημαρισμένοι στην παραλίαν, κάτι σταφύλια σαπημένα. Νερόν. Τζι άλλον νερόν. Βίρα τα μμάθκια τα έξυπνα να μου λαλούν "ευκαριστώ σου, άθρωπε". Σάννα τζι έξερεν με χρόνια, γιά εγύρεφκεν με. Ήβρα θκυο τρείς μπουκκάλλες πεταξούμενες, μισοπιωμένες του νερού τζι έδωκα του να πιεί. Ο νούρος του είπεν ευχαριστώ. Επετάχτηκεν πάνω μου. Τζι ελούθηκα του κλαμάτου. Έφερα τον έσσω, έτσι έμελλεν. Κάποιος εννα τον θέλει, έτσι σσιυλλίν πιστόν.
Σχόλια
Καλά έκαμες που έπιασες τον σσιύλλον. Έχουν ψυσιή παραπάνω που πολλούς ανθρώπους που μπορεί να νομίζουν ότι ρίζουν ούλλο τον ντουνιά, αλλά κατά βάθος εν πεθαμένοι που γεννησιμιού τους.
Σσιώνωννε αγάπη... θα κάνει το διάβα του λιγότερο δύσκολο.
Το σσιυλλί/φύλακας.
Ήβρα το πολλά συμβολικό τούτο που έγινε. Όμορφο, ελπιδοφόρο.
Έχετε την αγάπη μου.
Αν θέλεις την απομόνωσην κάμε το... Αν θέλεις έναν ώμον ή θκυο μάθκια ανθρώπινα σαν σκυλίσια να σε θωρούν, ζήτα το. Μεν αντραπείς.
Για τη Λεμονιά τι να σου πω; Αγαπώ την..... Εν μια αγάπη ολόκληρη....
Tziai sy diaspore mou dynamin... Esheis akoma anthous na miristeis, tziai lemonades mirwdates tou pergamon na pieis!
Tzi'emeis dame, pou makria mazin sou!
Postbabylon