O Εγωισμός τζι ο Έρωτας τζι η Αθθούλλα
Πείσμαν πως μ' έπιασε. Άντρα πολεμιστή.
Πάλην ομηρικήν με Τροία την Πέτρα την Αθθούλλα ολόκληρος πόλεμος δεκαετής μιάς εφτομάδας μάχη αντοχής. Με τον ογκόλιθο πάλη. Με τα όρια του κορμιού. Με την καρδία στους 150 συνέχεια. Δρώμαν. Κραδασμοί. Ομήρου πάλη ηρωική. Πάλη ολοήμερη. Πολύωρη όσον βαστά τη γήν το φώς του ήλιου φωτισμένην. Μιάν εφτομάν έν εσιγήσαν τα εργαλεία, τζιαι ξεκούραση καμμιά δέν είδα, τζιαι σιωπή του νού πολλήν ήβρα.
Κρατώ, ακάμα τζιαι στον ύπνο μου, σφιχτά, σμιλάρι χογλαστό μές το κρουσμένον μου τζιαι ξιφτισμένο γάντιν το ολόλαο που το Σπαστήραν τρυπημένο. Μες την αγκαλιάν του καύσωνα. Τζιαι που του κορμιού την πηγήν το δρώμαν ποταμός. Φακκώ. Φωνάζω. Λλιοψυσιώ. Σσιύφκω χαμηλά να την τρυπήσω, κάθουμαι πάνω της να πλάσω τες καμπύλες. Πετούν γυρών μου βίαια τζιαι με θόρυβο κομμάθκια σάν το πέτρενον το κρέας, τζι η Αθθούλλα πιάννει με κάθε μου σφυρκάν το σχήμαν της. Ίντζαν. Αλλη μιάν ίντζαν.
Πουμέσα μου είμαι αιθέρας. Ήρεμος. Χάννουμαι μές τον Κήπον μου, τζιαι νιώθω το κορμίν μου ζωντανό. Εγώ, θα σε νικήσω. Τζι εσύ θα με νικήσεις. Εγώ αγαπώ σε. Τζι εσύ εμέναν. Μαζίν, Αθθούλλα μου, τη μάχην με το πέτρενο στοιχείο θα κερδίσουμε.
Άχχ, τζιήντο νερόν! Τζιήντο νερόν μές το ποτήριν εν κρυόν τζιαι γλυτζιύν, τζιαι σώζει με που θάνατον κάθε φοράν που με προδώννει το κορμίν Τζιαι πάλε πίσω. Βαθκειάν αναπνοήν, κλείουν τα δάκτυλα γυρόν που τη σκανδάλην, τζιαι το λιβέριν ζωντανεύκει του εργαλείου, σάν το βίλλον που κουσπά, Σκουλλίζει με μιά σκόνη σουβλερή, πασιά σάν το αλεύρι που τρυπώννει μές σε κάθε πόρον ιδρωμένον του κορμιού τζιαι γίνεται πηλός, τζιαι σάν τα βλήμματα του πολυβόλου καρφώννουνται τα χαλικούθκια τζιαι τσιμπούν το δέρμα με κάθε χτύπημαν βίαιον των εργαλείων των ηλεκτρικών.
Εν μεσημέρι, τζι ο ήλιος στραώννει με τη μέθην του του σάν μου σφίγγει ολόκληρον το κορμίν μές τη μέγγενην της φούχτας του της πύρινης. Εννα φυρτώ, μαυρίζει ο κόσμος. Μα περνά μου. Άτε αλλο λλίο ρε.
Έτο κορμίν της Αθθούλλας που εφάνηκεν. Σιέρκα, κουτάλες υπερφύσικες, κορμόνς τετράγωνος τζιαι τζιεφαλή στεφανωμένη που μαλλιά σάν την κορώναν του Ήλιου αλλού γυρισμένη με άγρια χαρακτηριστικά κλεμμένα που τη φάτσαν του παππού μου που μου έδωκεν ταλέντο στην Αγάπην. Έτα τζιαι τα πόθκια της, ίσιαμε κορμούς της ελιάς, πόθκια-φτερά αγγέλου, πασιά, πιντωμένα μαζίν σάν να φκέννει που λωτόν ή κουκκούλλιν. Σάν τη γοργόναν. Τζιαι μοιάζει ολόκληρη έτσι που την εσκάλισα σάν να τζιαι το κορμίν της επήρε φωθκιάν πουμέσα προς τα έξω. Τζιούλλες οι φλόγες πάς τα φτερά τζιαι το κορμίν της οδηγούν το μμάτιν να πάει στο πουττίν της. Τζιαμέ που γεννιέται η Δημιουργία. Έναν πουττίν παχουλλόν, που προσκαλεί τους άλλους τους αγγέλους να το προσκυνήσουν. Ύμνος ις τη Γυναίκαν.
Τζιαι το τέλος κοντεύκει. Άτε, αλλο δκυό ημέρες χορτάτες τζι ετέλειωσα.
Τζιαι μέν μου λαλείς γέρο "μέν την αφήκεις ατέλειωτην" γιατί έν ιξέρεις καλά το πείσμαν του Διάσπορου.
Μούσα μου πέτρενη, εγεννήθηκες. Έμεινε να σε τρίψω με τες λίμες, τζιαι η ουσία σου εννα γεμώσει τον κήπον μου.
Τζιαι τωρά που Είδα το στοιχείον της Γής τζιαι της Πέτρας που μου ήταν άγνωστον, είδα καλλύττερα τζι εχτίμησα τα άλλα που τα κατέχω καλά -της Φωθκιάς, του Νερού, του Αέρα, τζιαι του Αιθέρα.
Σχόλια
Τζι ο συγγραφέας εχάρηκεν που το έγραφεν αέρφιν, άν τζιαι τα δάχτυλα μου επριστήκαν τζιαι δέν τσιλλούν καλά τα πλήχτρα χαχαχα.
rain
Είπαμε, το γινάτι εν το σημαντικότερο αγαθό στες μερκές μας.