Χάρτες της δημιουργίας

Μετά που εννα πασκίσεις με τον τρόπον του πλασμάτου, τζι εννα δέρεις το ννούν καμπόσον, τζι εννα 'φήκεις να βλαστήσει η έμπνευση σου πάς το χώμαν το καρπερόν της τέγνης σου, καρτέρα, καρτέρα τζι άλλον, κάμε πομονήν.  Κόμα έν ετέλειωσεν η Ποίηση.  Κάμε πομονήν, άντεξε, έν ήρτεν η ώρα τ' Οργασμού.   Καρτέρα.  Τζι αν το κορμίν πονήσει, συχχώρα το.  Συχχώρα όσες αδυναμίες φανούν στο πρόσωπο σου, τζιαι πρόσεχε το κορμίν, ξεκούρασ' το.  Δώσ' του κορμιού φαϊν, ύπνον, γέλιον.  Τζιαι πρόσεχε σου παραπάνω τη ψυσιήν, δώσ' της τροφήν με τες αισθήσεις του Τωρά,  για να ξιάσει πως ταξιδεύκει σε τόπον άγνωστον της τζιαι πως φοάται μόνη της μές τα νερά τα ξένα.

Μετά που εννα πασκίσεις με τον τρόπον του πλασμάτου, καρτέρα.  Έν ήρτεν η ώρα για να Χύσεις.    Καρτέρα, βάστα, τζι άμα φύει νάκκον η γλύκα εννα καθαρίσουν ούλλα.  Μέν σε συχχίζει που μόλις αρκέψεις να θωρείς ενναν ούλλα κομμαθκια πουμέσα σου, οι πράξεις, η τέγνη, η έμπνευση.  Μέν σε συχχίζει που οι διαδικασίες της ποίησης που έπιασες να πλάσεις εν κομμαθκιασμένες.  Εν πόννεν έτοιμες.  Μέν τες Χύσεις κόμα.    Κάμε πομονήν τζι εννα πιντωθούν.   Άμαν κάτσει η στρίνα σου καλά τζιαι ηρεμήσει το κορμίν,  εννα 'ρτει άρμαν πύρινον που τον ουρανόν, βάρκα γρουσή με τροχούς ασημοντυμένους, έναν αππάριν άσπρον δεξιά, τζι έναν μαυρίν στ' αριστερά.  Ποννά' ρτει το άρμαν, μέν το φοηθείς.  Ούτε να χαρείς.  Ούτε να λυπηθείς.
Εσού κράτα καλά τον οργασμό σου, τζιαι πετάχτου, κάτσε πάς την πράσινην πολυθρόναν.
Τζι άμαν ιφκείς το άρμα σσου τζιαι κάτσεις,  κουμάνταρε τα ρέτινα καλά.  Κάλπασε ώς τους εφτά ουρανούς να δείς την πλάση σσου που τα ψηλά.  Η πλάση σου, δέ όμορφε μου,  εν Έναν.

Η  Αγάπη του Θεού δέ εν γραμμένη στ' άστρα, τζιαι τ' όνομαν του ψιθυρίζει μές την έκρηξην τους την αιώνιαν.

Η  Αγάπη του Θεού εν το κενόν, το νήμαν που κεντά το Φώς.

Η Αγάπη του Θεού τυλίει τα χώματα, τα βουνά, τες θάλασσες, χαδεύκει τα μαλλιά του γαλαξία, έτην, τζιαμέ, χαδεύκει σε τζι εσέναν.

Ξαπόλα τότε τα ρέτινα.  Κλείσε τα μμάθκια τζιαι τα τρία.

Με το δεξίν το σιέριν, πιάσ' το βίλλο σσου καλά.  Δίπλα του, με τ' αριστερόν, ψάξε καλλύττερα, εννα 'βρεις το πουττί σσου.   Πότισ' τον με το σπέρμα σσου, τζιαι με το σπέρμαν του θεού, αγκάστρωσε τη μήτρα σου την άστρινην.  Τζιαι τότε κατέβα τ' ουρανού.

Εν έτοιμη η Ποίηση, τζιαι Μίλα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν