Κάθουμαι, ξημέρωμα, μές τη μυρωδιά την απαλή της βασιλιτζιάς τζιαι οι πετεινοί κράζουν κάπου πίσω που το λόφο, οι κουκουβάγιες λέν καλημέρα-καληνύχτα. Μές τη σιωπή. Είμαι δαμέ δύο βδομάδες μές τη σιωπή, χωρίς ίντερνετ, ήμεηλ, επαφή. Στον "έξω" κόσμο δύο φορές έφκηκα. Μιά για να πάω στην εκκλησία να παντρέψω την αδελφή μου, τζιαι μιά χτές που επήα στο σιδερά για να αρχίσω να κατασκευάζω το τεράστιο μεταλλόφωνο όργανο που εσκαρφίστηκα για να βάλω στο Πάρκο. Κάθουμαι μές το Πάρκο, κλαδεύκω με τον παπά μου, κάμνω αγαλματούθκια, αφήννω την ουσία μου πάνω στες πέτρες, κάμνω δουλειές, παρακαλώ το χώρο να με δεχτεί τζι εμένα αφέντη του. Που ούλλους τους τόπους που έζησεν το κορμίν μου, μόνο δαμέ, μέσα που τούντες πύλες έν είμαι ξένος. Δαμέ, έν είμαι πρόσφυγας, ούτε κυπραίος, ούτε ξενιτεμένος. Κλείουν οι πύλες του Πάρκου τζιαι είμαι Ολόκληρος, πρίγκηπας μές το Κάστρο το ολόδικο μου. Τη νύχτα, στη βεράντα λάμπει που ψηλά ο Άρης στον ουρανό, τζ...