Αντί Πολογιαστού

Φεύκω, τζι οι τρείς μας βαλίτσες φορτωμένες με 50 κιλά στο σύνολο -τα βάρη της προσωρινά μποέμικης ζωής μας εν έτοιμες στον πάνω όροφο που θωρεί κατάφατσα το σταυροβούνι τζιαι την κοιλάδα του ποταμού λατούρου.

Μαζί μας εφέραμε 55 κιλά, τζιαι φεύκουμεν αλαφρόττεροι.  Να μείνουν παιχνίθκια, ρούχα τζιαι βιβλία πίσω για του χρόνου.

Ποττέ να μέν παίρνεις μαζί σου περισσότερα απ' όσα έφερες.  Τζι ότι αφήκεις πίσω σου, να πατά γερά στη γή, ένα μαζί της, κρυμμένο μεταξύ του τρωτού τζιαι της αθανασίας.

Αφήννω πίσω μου λοιπόν την  θεότητα μου τον Πρίλλατσον, που εν μισός πίθηκος μισός δρακούι.   Τον Πούλλατσον, θεόν της γονιμότητας που εν ένας βίλλος πέτρενος.   Την Πούττεναν, που εν κηροπήγιο μισό βιλλίν μισόν πουττίν.  Τον  Πέτονταν που εν περιστέρατσος, έσιει θκυό πρόσωπα (έναν αχάπαρον τζι άλλον με νεύρα)  τζιαι νυχοφτερά σουβλερά.   Τον  Πίκρατον, που μμάθκια στόμαν φτιά έν έσιει.   Την  Πάσκην,  που εν έναν πρόσωπον στροντζιυλόν που πασκίζει να φκεί που άλλον πρόσωπον τετράγωνον, τζι έσιει φτερά της παπαρουνίτσας. Τζιαι τελευταίαν την Πιδώνα  -που εγεννήθην που την πέτραν την Ανθούλλαν, που έσιει το πρόσωπον του παππού μου, φτερά οι ζάμπες της του αγγέλου, τζιαι αδοίον ηλιοφώτιστον, της Μούσας.

Αφήννω τα χάρισμαν της γής δαμέ, τζι αναρωθκιούμαι πόσα χρόνια εννα τους διά ο ήλιος τζιαι η βροσιή ώσπου να λιώσουν.  Διώ τα του χωραφκιού, φεύκω πλούσιος.  Ούτε που θα τα πεθυμήσω.  Η πεθυμιά εν μούζη μπροστά που τη Στιγμήν που τα έκαμνα.  Τζιείνην, κουβαλώ την μέσα μου να μου ανάφκει την πυράν όποτε θέλω.

Αφήννω τον ήχον μου που εσμίετουν τες νύχτες με τον αλμυρόν αέρα μές τα σκοτεινά που έπαιζα μουσική.

Τίποτε άλλον έν αφήννω.

Πιάννω τωρά να γεμώσω τα ρουθούνια μου μυρωθκιάν.

Τη μυρωθκιάν των μαλλιών της μάνας μου, τζι ας τα 'σιει χωσμένα να μέν τα θωρούμεν που ππέφτουν που τη χημειοθεραπείαν.

Τη μυρωθκιάν του τζιυρού μου τη βαρβάτη.

Τζιήνην που τα τεράτσια.

Το θεάφιν που φκάλλει η πέτρα της αναφωτίας άμα την τρίφεις.

Τες βασιλιτζιές.

Τη μυρωθκιάν του άμμου άμα σηκώσεις τες πέτρες τζιαι κοντέψεις τη μούττη σσου μές τα σκοτεινά.

Τη μυρωθκιάν πάς το δέρμαν μου την κέδρινη μαζί με τη δική σσου.


Άχ πόσες μυρωθκιές.   Όσες τζιαι να γράψω, άλλες τόσες μου έρκουνται.




Παίρνω τες μαζί μου.


Ξένιος.  Δία ο σπόρος.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Kalo taxidi
Ο χρήστης stalamatia είπε…
Καλό ταξίδι να έχετε και να φτάσετε με το καλό στο σπίτι σας.
Πάντα εν να έσιεις τη μυρωθκιά της Κύπρου .
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
καμμιά φωτογραφία των έργων σου εν θα βάλεις για εμάς που εν μπορούμε να τα επισκεφτούμεν από κοντα;;

Καλό ταξίδι!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Καλήν δύναμην για την μάναν σου.

"Αφήννω τα χάρισμαν της γής δαμέ, τζι αναρωθκιούμαι πόσα χρόνια εννα τους διά ο ήλιος τζιαι η βροσιή ώσπου να λιώσουν. Διώ τα του χωραφκιού, φεύκω πλούσιος. Ούτε που θα τα πεθυμήσω. Η πεθυμιά εν μούζη μπροστά που τη Στιγμήν που τα έκαμνα. Τζιείνην, κουβαλώ την μέσα μου να μου ανάφκει την πυράν όποτε θέλω."

Μεγάλη υπόθεση να υποτάξεις τον εγωισμόν, την ανθρώπινην σου φύσην...
Ο χρήστης Joy Tears είπε…
Πάντα ελάλουν ότι η όσφρηση εν η πιο έντονη αίσθηση. Οι μυρωθκιές εν τζείνες που μας προκαλούν τες πιο δυνατές αναμνήσεις.
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Ευχαριστώ συμπλόκες μου. Εφτάσαμεν καλά, τζι εν 20 βαθμοί δροσιάς. Τελικά η κύπρος εν πυρά πολλή.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν