Κουκκούλλιν
Είπα σικκιμέ σήμερα, αγνόησα τον κίνδυνο της κρυάδας τζιαι του δάσους γιατί δέν άντεξα άλλο μακρυά του. Έθελα να δώ το βάλτο μου που το περιτριγυρίζουν τα πεύκα. Έθελα να νιώσω πάλε άθρωπος ζωντανός, να ρουφήσω την ουσίαν της φύσης. Πόσην παρέαν εκάμαμεν το φθινόπωρο δάσος μου! Έθελα να ξαναπατήσω τες γρανιτόπετρες του γνώριμου μονοπαθκιού. Είδα τα ούλλα στο νού μου, ντοκιμαντέρ ολόκληρο. Είδα με να στέκουμε στην είσοδο του βάλτου τζιαι να ακούω τον αέρα να μιλά στην αρχαίαν του γλώσσα. Στην είσοδο, στο ξέφωτο. Σάν ασημένια κορδέλλα στεφανώννει το μονοπάτι μου τον παγωμένο βάλτο σφίγγοντας πάς το μέτωπον του νερού βράχους τζιαι μισοφαημένα δεντρά. Πάντα στην άκρη του επικρατεί μιά ησυχία μουρμούρα, θαμνώδης τζιαι χαδιάρα.
Εκάθουμουν το πρωί αγουροξυπνημένος στα βραστά μου τζιαι έπιννα νέσκαφε με γάλαν τζιαι ζάχαρη λίγον πρίν να ξυπνήσουν τα δίδυμα, τζιαι ένιωσα την έλξην της εικόνας τούτης. Σάν κάβλα πρωινή, έμπηκεν μου η ιδέα τζιαι άρπαξεν το μυαλόν μου με τα νυχούθκια της, δέν με εξαπολούσεν. Εμάλλωννεν με τη λογική μμου καμπόσην ώραν (Λογική: "Μα εν -22c σήμερα μάστρε, παρέτα, εννα ψοφήσεις"), αλλά η απόφαση επάρθηκεν.
Εφόρησα τες πανοπλίες μου τες αντικρυαδικές, εφορτώθηκα το σακίδιο μου, τα παλλουκούθκια μου, τζιαι επήα στο δάσος.
Ο αέρας εσφύραν παγωμένη μουσική. Εκάρφωσεν με με τα μικρά του δόρατα.
Στην είσοδο, το σιόνιν εθκιαολίστηκεν που με είδε.
"Διάσπορε, δέ θα περάσεις"
"Θα σου πατήσω το λαιμόν, κωλόσιονιν". Ετσαλαπάτησα σιόνιν ώς τα γόνατα να περπατήσω να έβρω το μονοπάτι, δέν έφερα ούτε τα χιονοπάπουτσα για να με ευκολύνουν ο βλάκας γιατί εβλάψαν με την άλλη φορά. Το μονοπάτι δέν εφαίνετουν.
Θωρεί με ο βάλτος σε κάποια φάση που μακρυά τζιαι έδισεν το φρύδιν αππωμένα.
"Μα τί κάμνεις εσύ δαμέ????"
Πάω σχεδόν κοντά του. Παγωμένη η επιφάνεια ούλλη. Άσπρος με γένεια τους θάμνους πάνω του. Λαλεί μου:
"Έλα πουλλάκι μου πάτα πάνω μου να δείς τί ωραία, έλα να χαρείς να κάμουμεν παρεούλλαν οι θκυό μας, έλα να δείς τί ωραία ψαρούθκια σου εφύλαξα"
Πετάσσουμαι να φύω. Πορνόγερε.
Αννοίει το στόμαν του να με ακκάσει. Ετράβησα πίσω με έκπληξην.
Ούλλα εφανήκαν μου ξένα ξαφνικά. Εγύρισα πίσω τσαλαβουττητός, τζιαι βούρ στο αυτοκίνητον. Δέ ξέρω αν πρέπει να ξαναέρτω ώς την άνοιξην, εντύθηκεν σιόνια τζιαι εξέχασεν με το δάσος φαίνεται.
Σχόλια
Anybody there?
:)
Την καλημέρα μου.
πάντως μεν το παρουσιάζεις σανναμου τζιαι εξεγέλασεν σε το δάσος το καημένο
εν μόνος σου που εξεγελάστηκες αφού με τζιήνα που επερίμενες
λεμέσια
έρχεται έρχεται, (ώς τον Μάη που θα πρασινίσουν ποιός αντέχει όμως;;;) Καλημερίζω επίσης.
ρίτσα
Ναι, εν κρυάδα αφάνταστη. Με το δάσος έχω ιδιαίτερη σχέση, αντιπροσωπεύκει τον εσωτερικό μου κόσμο, μιάν μαλλώννουμεν μιάν αγαπιούμαστε. Τζιαι αμαν του ρίχνω φταίξιμον, εν τη κκελλέ μου που φταίω.