Ξαπολώ σε, Στάμνα του Πάππου.
Εκάθετουν ήσυχα κάτω που τα χαλάσματα, δίπλα που το ξεραλακάτι σάν τον γέρον που εφίλεψεν με το θάνατον, εκάθετουν ανάποδα τζιαι εκαρτέραν το σιέριν της βαττούς βουττημένο μμές το λιοπύριν της Μεσαρκάς, ξιασμένον που τους αθρώπους, σκελετωμένον, στοισιόν χρήσιμου αντζιού σπασμένου που είσιεν κλείσει τον κύκλον της ζωής του τζι εκαρτέραν τον άνεμον, τον νήλιον τζιαι τα κάτσαρα να του κοκκαλίσουν το κορμίν του τέλλεια. Τζι ήρτα εγώ παρπατητός που το χωματόδρομον της Παλλουρερής. Με τον Τζιύρη. Τον Αρφό. Να προσκυνήσουμεν το χωράφιν του προπάππου, εγκατελειμμένον που τες φασαρίες του '58 όταν ανατινάξαν το λεοφορείον με τα τουρκούθκια τζιαι τες φελλακούτες κάτι άναντροι δίπλα μεταξύ του χωρκού μας τζιαι του τουρκοχωρκού. Ήρταμεν, παρπατητοί τζι οι τρείς μας, θκυό μέρες μετά που έμαθεν ο Τζιύρης ότι η καρδία του εν χαλασμένη τζι εννα πεθάνει πρίν της ώρας του. Ήρταμεν φορτωμένοι τζι ανοιχτοί για να μας δώσει κάτι ο Τζιύρης, να μας πε...