Ανακωχή
Δύο όψεις.
Ο ορειβάτης. Καβάλλα στο βράχο. Έτοιμος με τη σκαπάνη.
Έκατσα στο στούτιο τρείς νύχτες, τζι άφηκα να μιλήσει Τζιείνη που με κρατά.
Εγώ εσσιώπησα, άκουα της , τζι αυτόματα επερίγραφα με σφυρκές τα λόγια της. Σιγά σιγά εζωντάνεψεν το μάρμαρο, εσκάλιζα το ώς τζιαμέ που μου είπεν "κανεί, εφκέρωσα", τζι άφηκα το σμιλάρι.
Σχόλια
Όπως τζιαι νάναι, εν πολλά όμορφον!
Ε, εν τον Ορειβάτην που είδες καλό. Μεταφράζεται όπως θέλει ο νούς να μεταφραστεί, με τες δικές σου εικόνες. Γι αυτόν εν Ορειβάτης..
Αρέσκει μου!
Εν αρκετόν τούτον.
Αρκέσκει μου πολλά το υλικόν. Εν καθαρό! Άσπρο!
Λαλείς να σημαίνει νέα αρχή;
Αρέσκει μου που είδες το inside out.
Neraida
Ακόμα πιό καλά να μέν δείς τζιαι μόνο να νιώσεις.
Εν μάρμαρο δίχα ψεγάδια, ολόασπρο, ήταν πεταξούμενο τζι είπεν μου "κάμε με".
Νέα. Αρχή-άναρχη.
Ακερα
Φίλε μου, στες πράξεις φαίνεται τζιαι στην Ποίηση άμα μεγαλώννουμεν, τα λόγια εν μόνο ιδέες που κολυμπούν μές το νούν.
ιων
Α εσύ είδες το σαν πρόσωπο, τζι έτσι γίνεται. Δέ το τζιαι σάν κορμί, μιτσοκαμμά πάλε.