Πράξη δεύτερη.
Απόψε: Λινά σεντόνια νυφικά, πένθιμα πώς ανεμίζουν στο στενό μπαλκόνι το σούρουπο. Δυό γλάστρες δεντρολίβανο μικρές. Κάτω, αυλή με κούνιες, νυκτολούλουδα και δέντρα στο χωράφι ανήσυχα, πανύψηλα, με έκφραση ανθρώπου. Ένα φεγγάρι κόκκινο σαν κραυγή. Κοιμήθηκες αγαπημένη; -με το βιβλίο ανοιχτό στο στήθος γιατί φοβάσαι τα βράδυα μόνη και μου κρατάς σφιχτά το χέρι ακόμα και στον ύπνο σου. -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς. Χτές: Μαρμάρινος ναός. Χρυσοποτήρι, θυμίαμα και βαφτιστήρας αχνιστός. δυό (άγια?) φτυάρια σκάβουν τον τάφο της και περιμένουν. (Εσύ είσαι μάνα; Πότε θα φύγεις? ) "Φώς Ιλαρόν" (η κέρινη μορφή σου στις σκιές) -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς. Αύριο: Στο δάσος που θ' ανταμωθούμε, Άνοιξη, θα σε γυμνώσω και το ξέρεις. Στου οργασμού τ' αφτί θα ψιθυρίσω: "Μή μ' αγαπήσεις, Άνοιξη." -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς.