Την απάντησην έστειλεν την ο Λάζαρος.
Εμίλησεν μου επιτέλους το άλλον πουλλάκιν (το μαύρον) για το κομμάτιν που εν να γράψω. Επερίμενα το. Ήρτεν τυχαία. Ο συνμπλόγκερ Λάζαρος, τον οποίο δέ ξέρω ακόμα αρκετά καλά (αλλά φαίνεται μου εννα τον μάθω πολλά καλά), εμίλησεν, νομίζω επισκέφτηκεν τον το πουλλάκιν τζιαι είπεν του να μου πέψει μήνυμα (ευχαριστώ σε Λάζαρε).
Πιστεύω στο synchronicity.
Ο Λάζαρος με το κκόμεντ του το εχτεσινόν αθθύμησεν μου την ταινίαν Tous les matins du monde, η οποία ήταν κρυμμένη μέσα μου χρόνια, της οποίας η μουσική συμβολίζει εναν καταιγιστικόν έρωτα/θάνατο που έζησα δύο φορές με το ίδιο ατομο on and off για δέκα χρόνια, άτομον που αποφεύγω να σκεφτώ πλέον. Νιώθω ταύτισην με τους πρωταγωνιστές πικρήν, τζιαι με την μουσικήν, τζιαι την μοναξιάν τους. (Μάλιστα ένας που τους κύριους λόγους που εγίνηκα κλασσικός συνθέτης εν τούτη η ταινία σε συνδιασμό με τα γεγονότα που έζησα με το άτομον που είσιεν μανίαν με τούντην ταινίαν, άτομον που λόγω της καταστροφής μεταξύ μας αποφάσισα να μέν πάω πίσω κύπρον τότε που άρκεψα το μάστερ μου).
Θα γράψω άλλη φορά για την εποχήν τζιήνην. Όταν όλα ετελειώσαν, τζιαι ο ήλιος μου ετοιμάστηκεν να δύσει, για μέρες ολόκληρες έν έφκηκα που την κάμαρην μου σχεδόν, τζιαι έπαιζα τούντα τρία κομμάθκια ξανά τζιαι ξανά τζιαι ξανά χωρίς να κλάψω δάκρυν, έπαιζα τα ώσπου τζιαι εχώστηκεν ο πόνος ούλλος κουλλουρωμένος μέσα στο στομάσιην μου σάν το φίδιν σε χειμέρια νάρκη. Που το πείσμαν το πολλύν που έχω, άφηκα το τζιαμέ. Εψόησεν, εσάπησεν, ελύσαν τα κόκκαλα του τα άσπρα τζιαι τα σφιχτά τζιαι εμείναν κάτι ίνες μόνον, σάν τες ρίζες γυρόν που τα σωθικά μου.
Είπεν μου το πουλλάκιν λοιπόν να πιάσω τες πιό πάνω μελωδίες του συνθέτη που πρωταγωνιστεί στην ταινίαν, τζιαι να τες μεταλλάξω, θέλω τες κάπου να μπούν στο κομμάτι το χορευτικό, έτσι πρέπει να γινεί. Μαζί με τον έρωταν που ξυπνώ μέσα μου τόσες μέρες για καύσιμον του γραψίματος, πρέπει τωρά να ξυπνήσει τζιαι ο θάνατος, τζιαι τα δκυό να μου δώσουν τροφή. Τούτον θέλει αντοχές (γι ' αυτόν ακούετε να τους 'γυρίζει' τους μουσικούς -εμέναν δέ μου γυρίζει όμως, έχω αρσαλένα με προύντζενην ενίσχυσην τζιαι αντέχω τον έρωταν τζιαι τον θάνατον να τους επισκέφτουμαι).
Εμείναν μόνον κάτι συντρίμια της συνείδησης τζιαι κρέμμουνται αφώτιστα μές το νούν, χωρίς ροήν ή σημασίαν. Σκηνές. Μονόπραχτα σουρεαλιστικά. Πόψε θα τα επισκεφτώ ούλλα όσα θυμούμαι. Fragments. Fictions.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δοξαριές αργοκύλητες σαν χάδια μετρημένα προσεχτικά
υπομονετικές δοξαριές σαν δάκτυλα που τρυγούν διαλεχτό σταφύλι μοσχάτο ή απαγορευμένο έρωτα
η κέρινη ηχώ του "Le tombeau des regrets" φωτίζει τους νοικιασμένους τοίχους και το φτηνο φοιτητικό δωμάτιο, μοιάζει ξαφνικά η σκηνή μας στημένη καρικατούρα πίνακα του Γκόγια και του ελ Γκρέκο, του Βερμήερ, του Ρέμπραντ.
(Διαβάζεις σκυφτή κι αφοσιωμένη την Ιστορία του Κινηματογράφου)
(θα τελειώσει η σκηνή μας σε τραγωδία, μετά απο τα απαραίτητα transitions, jumpcuts, splices, fade-outs χωρίς μουσική υπόκρουση, θα κάνεις τα edits, θα σηκωστείς αποφασισμένη να μου το πείς σε close-up, γιατί δέν αντέχεις άλλο την υποκρισία, δέν με αντέχεις άλλο -who would at the time, who would have the gumption, or the aspirations of holiness, or even the attraction ?? )
το πόδι σου χτυπά νευρικά στο παρκέ
τα κίτρινα φώτα της πόλης τρεμοπαίζουν με απάθεια
οι γάτες μας κοιμούνται μές το ημικύκλιο της ουράς τους
η κουζίνα είναι γεμάτη πιάτα (το σέτ το άσπρο, το έχω ακόμα) άπλυτα, γεμάτα soy sauce, atlantic salmon and ginger (σου είχα μαγειρέψει, πένθιμο το δείπνο το τελευταίο)
το καινούργιο μου σεττάρ -η κόρη των ματιών μου!- θα βρεθεί σε λίγο κομματιασμένο στο πάτωμα πρίν ακόμα να μάθω να το παίζω
το δωμάτιο μου θα ανατιναχτεί αναπάντεχα αναποδογυρισμένο
τα βιβλία μου θα βρεθούν εκσφενδονισμένα (an exploding, '50s film-like, mini pompei) με ακράτητη ηφαιστιακή ένταση.
Η έκπληξη θα γράψει "!" εκατό φορές πάνω στο "δέν μπορώ με μιά αγάπη, θέλω χίλιες"
το 'γιατί' θα ρωτήσει το 'πρέπει'
το 'συνήθειο' θα ρωτήσει το 'intrigue factor' και το 'stranger' και το 'perfectly choreographed mimeographed momentary personality"
το εφήμερο θα ρωτήσει το αρχαιότατο
μαζί θα βγάλουν δικαστικό πόρισμα. Ευνούχισε αυτόν!
και
(σου είχα μετά γράψει κακέντρεχα σε λίγους μήνες όταν έγλυψα επιτέλους αρκετά τα κόκκινα σκάμματα στη σάρκα, μές τον απάνθρωπο Ιούλη, σε χαρτί παρτιτούρας που έβαλα κάτω απ' την πόρτα του πατρικού , στην κύπρο τα μεσάνυχτα, με μήνυμα πικρόχολο του τύπου 'δέ θα με ξαναδείς ζωντανό'
το έχεις ακόμα? Λυπάμαι. Λυπάμαι. )
στο περβάζι περίμεναν δύο μπουκάλια κρασί συνοφρυωμένα, κακάντερα.
πάμε πίσω
ο μάλερ ετοιμάζεται τώρα να παίξει την έννατη του στη διαπασών μόλις φύγεις
τα δάκρυα προσπαθούν να ποτίσουν (άδικα, ανομβρία) τα γκρίζα μάγουλα
οι αρχαίες αρτεσιανές πηγές του πρωτόγονου μου πόνου προετοιμάζουν τους πίδακες τους
(το νανούρισμα που σε έκανε τότε να κλαίς? Εκείνη, οταν εξαφανίστηκε αναπάντεχα? όλα τα μισοτέλειωτα, τα σημαντικά που σε προσπεράσαν? Τα κλειδωμένα χέρια? Πού είναι η πηγή? Γιατί γράφεις? )
Εσύ που ακόμα ίσως διαβάζεις Χέγκελ (τρομάρα σου, εκεί έμεινες στον αρνητή των αισθήσεων!!!) και για τον Σεργκέϊ Άϊζεσταϊν τον μέγα σκηνοθέτη (?), παίζεις με τα μαλλιά σου ώς συνήθως, και η ξανθοκάστανη τούφα τυλίγεται γύρω απο το μεσαίο δάκτυλο, ψηλά εκεί που μέναμε στο δεκατοέννατο όροφο, με θέα την πόλη. Άχ πώς μύριζες! (θυμάμαι το Σανέλ κρυστάλ, και τ' Αμαρίge -πόσα χρόνια κρατά η όσφρηση!!!) Καπνίζω στο 19το μπαλκόνι American Spirits μπλέ, γενειοφόρος, μαλλιαρός, σκοτεινός, αμίλητος, μαυροφορεμένος, πανέμορφος (λόγια δικά σου), αθώος, σχεδόν άστεγος, άυλος, άγουρος, καταβεβλημένος, χωρίς χέρια, χωρίς μέλλον, ηττημένος, ξεχασμένος, τραγικά ανέραστος. Οι βιβλιοθήκες βηματίζουν ανυπόμονα στο διάδρομο κόκκινες, μαύρες και σκονισμένες, σκεβρωμένες, (αχ, σπασμένες, αναποδογυρισμένες σε λίγο) όρθιοι τάφοι με βιβλία για τον κινηματογράφο, την μουσική θεωρία, τους διασημους συνθέτες (παντρεμένα ήταν τα βιβλία μας, και ήταν γραφτό -λέγαμε, να περάσουμε τη ζωή παρέα, δημιουργοί). Το ήξερα πως δέ θα σου ήμουν ποτέ αρκετός. Το ήξερα θα φύγεις. Μου το είπε ένα κακό πουλάκι.
(κι αυτά εμπήκαν τώρα στις σκιες και χορό. Δύο άντρες χορεύουν. Ο τρίτος τους τριγυρίζει. Δυό γυναίκες και ένας άντρας. ένας άντρας με δύο γυναίκες. ΤΡΕΙς γυναίκες. ----θα το βρώ!!)
Σχόλια
Ξέρεις ήδη πως ένεν σε πολλούς που ‘ννα μιλήσει μια τέθκοια μουσική, με viola da gamba τζιαι théorbe. Ένεν σε πολλούς που ‘ννα μιλήσει μια τέθκοια ταινία. Τζιαι εν σε ακόμα πιο λλίους που ‘ννα μιλήσουν κουβέντες όπως έρωτας / θάνατος on and off για δέκα χρόνια, για μέρες εν εφκήκα που την κάμαρη τζι έπαιζα τούτα τα κομμάθκια ξανά τζιαι ξανά χωρίς να κλάψω δάκρυ, πένθιμο δείπνο τελευταίο· τζιαι κυρίως Το ήξερα πως δε θα σου ήμουν ποτέ αρκετός. Το ήξερα θα φύγεις.
Όντως, για να μάθει κάποιος τούτη τη γλώσσα, πρέπει να ‘ρτει πρώτα τζείνο το μαύρο το πουλλούι να του μιλήσει. Ο Λάζαρος ήταν 18, τότε που ‘ρτεν τζι εμίλησεν του – τζιαι εν ήταν καν ακόμα Λάζαρος. Υποθέτω ότι για να καταλαβαίνει στα 18 του, το πουλλούιν έρκετουν τζι έβρισκεν τον συχνά-πυκνά που πριν.
Συνοδοιπόρε, ό,τι τζι αν κάμεις με τούτα τα κομμάθκια, καρτερώ το. Τιμή μου το synchronicity.
Ξέρω πως εν το κλαίεις το σιτάρ, αλλά κρίμας το.
Γ.
-------------
«Tous les matins du monde sont sans retour» – Μένει ακόμα γραμμένο σε μια σελίδα του Τετραδίου που μου χάρισες τότε.
Κι από κάτω η ημερομηνία: 25.07/00
Θυμάσαι ακόμα; Λυπάμαι. Λυπάμαι...
Ευχαριστώ που εμοιράστηκες. Ήδη νιώθω πέντε βαθμούς παραπάνω ζεστασιάν, τζιαι έξι πήχες ποιό λλιότερον μόνος σαν αντρας. (έν μοιράζουνται ούλλοι μεταξύ μας, τζιαι γι αυτόν τα μμάθκια μας εν τόσον αγριεμένα αμαν αλληλοκοιταζούμαστεν, ξέρεις το?)
Καλόν τέλος της βδομάδας.
Σεττάρ εξαναγόρασα, καλύτερον, πιό εύηχον, τζιαι έμαθα το.... Το βιτεάκιν που έβαλα άκουσες το?