Ο Αέρας, ο Τοίχος, τζι η Ελευθερία
Φορώ, πάλε, του γλύπτη το κατασχισμένον το πουκάμισον το πράσινον το πολλοτριμμένον π' άφηκα πέρσυ μές τ' αρμάριν τζ' ήβρα το να με καρτερά πλυμμένον, ανυπόμονον, του μαραζιού του περσινού πουκάμισον πον πάς τους νώμους μου νάκκο σφιχτόν τζιαι ξοβαμμένον τζιαχαμέ που τό' φαν τρίψε τρίψε η πέτρα τζι ο νήλιος του καλοτζιαιρκού. Τζειμέσ' τ' αρμάριν πό' κατσεν τζι επέρασεν σιειμώναν μόνον του κρεμμάμενον στα σκοτεινά, εσκέφτειν το μαράζιν, εξέρασεν το, εξιμάρησεν, επλύθθηκεν, τζι εντύθηκεν -καμαρωτός γαμπρός- να καρτερά να έρτω πάλε, εγιώ η νύφφη του, να το φορήσω.
Τζιαι μές τη μπλού τη σίκλαν μου του χτίστη τζοιμούνται μήνες τα εργαλεία μου του καταλύτη πετροφά. Ξυπνώ τα. Μιάν εφτομάδαν πελεκώ τες ασπρόπετρες. Με την ανατολή, ξυπνώ, τζιαι παίζω των μωρών μου, τζιαι γλέπω την Αγάπη μμου. Το μεσομέρι γίνουμαι ο Δράκος, ζώννουμαι 'ργαλεία, χάννουμαι μές τον κόσμο μμου τον πλούσιον π' άκρην έν έσιει, τζι ώς το δείλις με τη θέλησην τη σιεροτζιέφαλην που πολεμά τη βράστην τζιαι το χώμαν καταλιώ όσες πέτρες θέλω.
Είμαι Δαμέ, τζιαι δέν είμαι.
-Αλήθκεια. Πόσον νόστος θωρεί η ψυσιή π' όν έσιει πόνον! Αλήθκεια, η πικρελλιά που τρώεις με την τομάταν εν πιό γλυτζιά άμαν έ σσ αθθυμίζει τον παππού σσου. Τζιαι το φαϊν της μάνας σου εν καλλύττερον αν δέν το πεθυμάς. Τρώεις το σαν πώς τζι είσαι μουσαφίρης, περαστός, έ σ' αθθυμίζει πού 'σουν μιτσής, η γεύση του εν τζιαινούρκα. Χά. Δίχα τα βάρη της κληρονομιάς, της υποχρέωσης, ο άθρωπος αλαφρυνίσκει τζι αναστέννεται. Τόσο φοάται ο άθρωπος να ξαπολύσει τους αλύσους όμως που κραεί, άμπα τζιαι χάσει ποιός εν πού' ναι, που τους ισφίγγει γύρα του λαιμού του να τον πνίξουν τζιαι νομίζει εν έτσι πο'ν η μοίρα του.
Μα έννεν έτσι. Ξαπόλα τους αλύσους.
Να μέν γυρεύκεις την αγκάλην άδρωπε, εν ανάμνηση μόνον. Κόλλυφα. Τη δική σσου μάθε να σε σφίγγει εσέναν πρώτα την αγκάλην, τζι άεις τες άλλες.
Να μέν γυρεύκεις ρίζες. Εν σεντούτζιν τους νεκρούς, ρίζες ξερές. Έσιεις δικές σου ρίζες ρε, τζι αν τες ποτίσεις ιβλαστούσην κήποι ξωτικοί.
Τίποτες έ γυρεύκω δαχαμέ. Τζιαι τούτον εν πουλλίν ελεύθερον.
Τζιαι μές τη μπλού τη σίκλαν μου του χτίστη τζοιμούνται μήνες τα εργαλεία μου του καταλύτη πετροφά. Ξυπνώ τα. Μιάν εφτομάδαν πελεκώ τες ασπρόπετρες. Με την ανατολή, ξυπνώ, τζιαι παίζω των μωρών μου, τζιαι γλέπω την Αγάπη μμου. Το μεσομέρι γίνουμαι ο Δράκος, ζώννουμαι 'ργαλεία, χάννουμαι μές τον κόσμο μμου τον πλούσιον π' άκρην έν έσιει, τζι ώς το δείλις με τη θέλησην τη σιεροτζιέφαλην που πολεμά τη βράστην τζιαι το χώμαν καταλιώ όσες πέτρες θέλω.
Είμαι Δαμέ, τζιαι δέν είμαι.
-Αλήθκεια. Πόσον νόστος θωρεί η ψυσιή π' όν έσιει πόνον! Αλήθκεια, η πικρελλιά που τρώεις με την τομάταν εν πιό γλυτζιά άμαν έ σσ αθθυμίζει τον παππού σσου. Τζιαι το φαϊν της μάνας σου εν καλλύττερον αν δέν το πεθυμάς. Τρώεις το σαν πώς τζι είσαι μουσαφίρης, περαστός, έ σ' αθθυμίζει πού 'σουν μιτσής, η γεύση του εν τζιαινούρκα. Χά. Δίχα τα βάρη της κληρονομιάς, της υποχρέωσης, ο άθρωπος αλαφρυνίσκει τζι αναστέννεται. Τόσο φοάται ο άθρωπος να ξαπολύσει τους αλύσους όμως που κραεί, άμπα τζιαι χάσει ποιός εν πού' ναι, που τους ισφίγγει γύρα του λαιμού του να τον πνίξουν τζιαι νομίζει εν έτσι πο'ν η μοίρα του.
Μα έννεν έτσι. Ξαπόλα τους αλύσους.
Να μέν γυρεύκεις την αγκάλην άδρωπε, εν ανάμνηση μόνον. Κόλλυφα. Τη δική σσου μάθε να σε σφίγγει εσέναν πρώτα την αγκάλην, τζι άεις τες άλλες.
Να μέν γυρεύκεις ρίζες. Εν σεντούτζιν τους νεκρούς, ρίζες ξερές. Έσιεις δικές σου ρίζες ρε, τζι αν τες ποτίσεις ιβλαστούσην κήποι ξωτικοί.
Τίποτες έ γυρεύκω δαχαμέ. Τζιαι τούτον εν πουλλίν ελεύθερον.
Σχόλια
σοφός φίλε μου, όπως πάντα!
Σιαίρουμαι μιτά σου.
Άμαν γυρεύκουμεν τζιαι εν ιβρήσκουμεν, απογοητευκούμαστεν.
Άμαν εν γυρεύκουμεν τζιαι έρκεται τζιαι βρίσκει μας, ακόμα τζι'αν εν κάτι μιτσήν τζι'ασήμαντον, σιαιρούμαστεν.
Νομίζω συφφωνείς, φίλε μου.
Πράο φίλε μου. Πολλά καλή δουλειά.
Ξενούδης
xenoudis.blogspot.com
Diasporos
Να μέν γυρεύκεις την αγκάλην άδρωπε, εν ανάμνηση μόνον. Κόλλυφα.
Να μέν γυρεύκεις ρίζες. Εν σεντούτζιν τους νεκρούς, ρίζες ξερές. Έσιεις δικές σου ρίζες ρε, τζι αν τες ποτίσεις ιβλαστούσην κήποι ξωτικοί.
Νασαι καλά Διασπορε πάντα τέτοια.