Στα καταγώγια μετα μουσικής, πόνου, κουβέντας, λύτρωσης.

Έσιει τόπους που δέν είναι σωστό να βκάλλεις φωτογραφίες, ούτε να τραβάς βίτεο, ούτε να ηχογραφάς τη μουσική που ακούεις.   Εν βέβηλη πράξη.   Έσιει τόπους που δέν πρέπει να σκέφτεσαι τίποτε άλλο εχτός απο το Δαμέ, το Τωρά, το  Είμαι.   Έσιει τόπους κάτω που κλήματα φορτωμένα σουλτανίνα σε εσωτερικές αυλές τόπους κρυφούς γυρόν που τραπέζια με απλούς αθρώπους που σου διούν το σιέρι τους τζιαι σφίγγουν το πρίν να φύουν μές τα σκοτεινά κάτω που το φεγγάριν της μεσαρκάς στο τέλος της νύχτας μετά που εμοιραστήκετε κουβέντες ίσιες που εφκένναν κόμπον κόμπον πονεμένες τζιαι μουσικήν αρχαίαν που μπαίννει κατευθείαν μές τα λαγούμια της ψυσιής σάν τον ποταμόν τζιαι κάμνει σταλακτίτες σάν το κέντημαν να τους κρατείς μέσα σου να τους σιέρεσαι  αμα ππέφτεις μες στα σκοτεινά στο κρεβάτι σσου τζιαι σκέφτεσαι άγρυπνος την ομορφιάν που έσιει ο κόσμος κόμα, την αθρωπιάν, τζιαι το κρυφό μαράζιν της ύπαρξης που μας ενώννει ούλλους τους θνητούς.

Πόψε επήα έτσι τόπον με εφτά άλλους.   Σε μιάν ταβέρναν με 4 τραπέζια κάπως παράνομην που αννοίει μόνον μιά θκυό φορές την εφτομάν για τους 'δικούς' του.   Πάν μόνον άντρες τζιαμέ τζιαι παίζει όποιος θέλει μουσική βαρετή με σεκλέττιν. Εκανόνισεν συνάντησην τζιαμε΄μουσικήν ένας φίλος του παπά μου (είχα πεί του παπά μου να γινεί τούτη η συνάντηση)   με κάτι άντρες της ηλικίας του τουρκοκύπριους γνωστούς του για να κουβεντιάσουμεν τζιαι να παίξουμεν μουσικήν των δερβίσηδων, των ασίκηδων, μουσικήν αρχαίαν του τζαλαλατίν ρούμι  του πέρση του μεβλαβά, μουσικήν του 1200.  Πολλοί έν υπάρχουν που τη γνωρίζουν τούντην μουσική.  Ένας δάσκαλος τουρκοκύπριος ξέρει την καλά, τζιαι έσιει τζιαιρόν που θέλω να τον γνωρίσω.   Εναν πλάσμαν καλόβολον, ήρεμον.   Μουστακαλλής με ψαρά μαλλιά, δασύφρυδος με γελαστά καστανά μμάθκια.  Έθελα το πολλά να γινεί τούτη η συνάντηση γιατί προχτές που ερώτησα δαμέ για το κυπριακόν επικράθηκα τζιαι έθελα να δώ με τα μμάθκια μου τζιαι να ακούσω με τα φκιά μου γνώμες τζιαι που ποτζιή.  Τζαι μουσικές.  Ο  δάσκαλος αρθρογραφεί στην Αφρικα την εφημερίδαν, έχουν τον στο μάτιν, τζιαι δκυό άλλοι που εν καθηγητές στα πανεπιστήμια στη λευκωσίαν ήρταν να ακούσουν τη μουσική τζιαι να μας γνωρίσουν.   Τζιαι άλλοι ήταν τζιαμέ που εν κάπως παράγοντες μεταξύ τους τ/κ.   


Αρκέψαμεν το φαϊν, κυπριακό μεζέν με λλία παραπάνω πικάντικα πιάτα δηλαδή.  Έτρωα (γιατί τρώεις δαμέ διάσπορε?)   τζιαι οι ενοχές στην αρχήν ήταν αλμυρές σάν το άλας.    Έπιασα τους κουβένταν τους μεγαλύττερους μου για να νιώσω άνετα.   Είπαμεν για τα κοπελλούθκια τους, τα άχχη της οικογένειας, για τη ζωήν στην αμερικήν.   Έππεσεν η κουβέντα (στα κυπριακά εννοείται) σιγά σιγά τζιαμέ που έθελα:  για τον πόλεμον τζιαι το κυπριακό, εθέλαν ούλλοι να τα συζητήσουμεν γιατί είμαστεν μόνο δύο μιτσιοί τζιαι οι άλλοι 60ρηες τ/κ  αθρώποι των γραμμάτων  τζιαι της μέσης όι των άκρων, που εζήσαν τες μέρες του εξτρεμισμού τζιαι του εθνικισμού (του δικού τους τζαιι του δικού μας) εθθυμηθήκαν τα γεγονότα που αρκέψαν μετά που το 55 που ήταν κοπελλούθκια  ώς το 74.  Είδαν ούλλοι κάποιους δικούς τους να διαπράττουν εγκλήματα ή να γίνουνται θύματα.  Είδαν τους ε/κ φίλους τους να ξεριζώννουνται.  Τζιαι οι ίδιοι εξεριζωθήκαν χωρίς να τους ρωτήσει κανένας.    Χρόνια κρατούν τα πουμέσα τους.  Αντρέπουνται να τα λαλούν.   Είχαν όρεξη όμως να  μιλήσουν τα πλάσματα να τα πούν, τον παπάν μου ξέρουν τον, τζιαι  εκτιμήσαν το που τους ερώτησα να μου πούν τί σκέφτουνται για το  "Τότε".  Αννοίχτηκα τους.  Τζιαι τζιήνοι.  Είπαν πολλά.   Τζιήνα που μου εμείναν στο νούν είναι τα εξής:

Τους εποίκους έν τους θέλουν να τους δούν, εν ξημαρισμένοι, λαλούν τους "τούρκαλλους", νιώθουν απειλημένοι που τζιήνους (οτι εν είδος προς εξαφάνισην οι τκ δηλαδή)

Φοούνται το τουρκοστρατόν πολλά, τζιαι προσέχουν ήνταμπου λαλούν τζιαι τί κάμνουν.
Προτιμούν να φύει.  Τρών οι στρατηγοί ριάλλια που νάκρας τζιαι τρομοκρατούν τους.


Ήταν λάθος που η τουρκία έκαμεν εισβολήν με τζιήντον τρόπον τον κτητικόν τζιαι το βάρβαρον.  Θεωρούν οτι έπρεπεν να αστυνόμευκεν την κατάστασην η αγγλία  μαζίν με την τουρκίαν να σταματήσουν τη χούνταν τζιαι μετά να φύουν χωρίς κατοχήν τζιαι ξεριζωμόν του κόσμου.

Ναί πιστεύκουν αν το πραξικόπημαν εσυνέχιζεν υπήρχεν τσιάνς να εκάμναν πολλούς σκοτωμούς ορισμένοι, οτι θα τους εσυνάαν να σφάξουν καμπόσους, εφέραν παραδείγματα προσωπικά που εζήσαν που την εφτομάν μεταξύ πραξικοπήματος τζιαι εισβολής στα διάφορα χωρκά.  (εχάσαν δικούς τους μές σε πηγάδια.  Είπαν τζιαι για την κοφίνου, την τόχνην  -ερώτησα τους-   κλπ που εγίναν σε άλλα χρονικά διαστήματα) Είπαν ομως οτι εν που την κκελλέν των εξτρεμιστών εθνικιστών της ΤΜΤ  που αρκέψαν τα κακά πας στους τ/κ, τζιαι που τες βαρβαρότητες της τουρκίας μές τες φασαρίες του 63.   Τζιαι οτι έν ήταν δικαιολογία αρκετή για ολόκληρην εισβολήν.

Φταίν οι ακραίοι τζιαι που τες θκυό μερκές που εγεννήσαν βεντέττες αίματος μεταξύ των κυπραίων.   Φταίει η τουρκία που είσιεν άλλες βλέψεις τζιαι οι εγγλέζοι που εβουρούσαν μόνο το δικό τους συφφέρον.

Θέλουν να βρεθεί τρόπος να φύουν όσον παραπάνω έποικοι γίνεται, να φύουν οι στρατοί τζιαι να μπούν στην ευρώπη μαζίν με τους ε/κ  τζιαι οι τ/κ  χωρίς τους τούρκαλλους πασιάες πάς τη κκελλέν τους.   Φοούνται οτι οι ε/κ έν θα τους δεχτούν ομως.  Έχουν πρόβλημα ταυτότητας.  Έν ξέρουν πού ανΟΙκουν.  Τα σπίθκια τους ήταν 'ποδά'  τζιαι είπαν τους να πάν 'ποτζιή'  να πιάσουν τα δικά μας.  Ο ένας τους μεινίσκει σπίτιν μου τωρά.  "Τα κλειδκιά του σπιθκιού εν δικά σου όποτε μας επιτρέψουν"  είπεν τζι έσφιξεν μου το μπράτσον με το ροζιασμένο σιέριν του.

"Ξέρω το, πιστεύκω σε".


Τούτα είπαμεν.  Εσσιωπήσαν καμπόσην ώραν τζιαι ετρώαμεν ξιδάτα, τασιές, αρνίν, αναρήν, χαλλούμια.   Τα μουστάτζια ελαδκιαστήκαν.   Τα μμάθκια εμιλήσαν.  Εγεννήθηκεν κάτι κοινόν αντρίκιον  που δέ μπορώ να το εξηγήσω.  Κάτι κοινόν τζιαι αδρωπινόν  μεταξύ μας εμάς που τραβούμεν την ιστορίαν.   Εμείς κρατούμεν τ' αρματα.  Εμείς σφάζουμεν ή πεθανίσκουμεν μές τα χωράφκια πρώτοι αμαν γινεί τίποτε, ή αφήννουμεν πίσω γυναικόπαιδα στο έλεος του άλλου. Εμοιραστήκαμεν μεταξύ μας οτι δέ θέλουμεν πλέον τούντην ευθύνην.     Έπνασα.     Όι πως έσβυσεν μέσα μου ο θυμός ή το αλοίμονο.   Έν είμαι τέλλεια ρομαντικός!     Όι πως εν μου φαίνουνται εχθρικές οι σημαίες που εν κρεμμασμένες (που το στρατόν τζιαι τους ακραίους κυρίως -τζιαι ας τολμήσεις να μέν τες κρεμμάσεις!-  είπαν μας)   άφθονες γυρόν του χωρκού μου επειδή ακόμα γιορτάζουν.   Όι πως χωνεύκω τον εκτουρκισμόν της πατρίδας μου με αλλαγές των ονομάτων των χωρκών τζιαι εποικισμόν βίρα.  Έν τα χωνεύκω ρέ!, ούτε τα καταλάβω ή συχχωρώ το χαμόν τους.   Αν δέ φύει η τουρκία έν θα μπορέσω να απλώσω τέλλεια το σιέριν μου.   Αλλά  ανταλλάξαμεν κάτι που δέν υπάρχουν λόγια να το περιγράψουν.   Κάτι που μόνον οι πολεμιστές της Τροίας ανταλλάξαν μετά που επορθήσαν την πόλην, τζιαι εβαρεθήκαν να αλληλοσκοτώννουνται τζιαι εκάτσαν παρέαν να κάμουν σπονδή στο Δίαν.   Υπάρχει ελπίδα, αθρώπινη.   Ίσως.  Έτσι το ένιωσα πόψε.  Ίσως ήταν η στιγμή.   Μέν με κατακρίνετε!


Η σσιωπή εβάρεσεν σάν να τζιαι η ιστορία έκατσεν πάς τους ώμους μας ούλλους σάν τον βράχον τον ασήκωτον.    Έλειψεν τζιαι το φαϊ.  Καφές σκέττος.

Ώρα για να αρκέψει η μουσική.


Πιάννει την πένναν  ο δάσκαλος εισπνέει ήρεμα τζιαι παίζει πάς το σάζιν κάτι σκοπούς για αγάπες που εχαθήκαν τζιαι μπαξέδες με καμάρες τζιαι χαμούς, για κοπέλλες σάν τα κρύα τα νερά που τους εσκοτώσαν τον αγαπητικό, στίχους-παραβολές  του Ρούμι.  Ετραουδούσεν μαζίν με τον άλλον τον ασπρομάλλην.   Οι μανέδες εταξιδεύκαν στριφογυριστοί ανάμεσα στα αμπελόφυλλα τες τριανταφυλλιές τζιαι τες στοίβες με τα πιατάκια.  Κάτι γέροι δίπλα μας επαίζαν τα πεγλέρια τους τζιαι εσούζαν σοβαροί τες τζιεφαλές με το ρυθμό.  Αναστενάζαν μέσα μέσα τζιαι εμουρμουρούσαν τα λόγια σάν το ποίημαν που εξέραν στο δημοτικόν τζιαι εξεχάσαν. 
Έθελα να κλαμουριστώ τζιαι δέν εμπορούσα.  Έτσι μουσικές έν ακούει ο άθρωπος πολλές φορές στη ζωήν του γιατί πρέπει πρώτα να φορτιστούν ούλλα γυρόν του για να ακούει καλά.  Τζιαι ποττέ έν αφήννουμεν τον εαυτόν μας να φορτιστεί αρκετά.   Σχεδόν εμπόρεσα το πόψε.  


 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Κυπραίοι. Δειλοί.

Τρώγοντας το Ντούριαν