Κάτω που το βλέμμαν της συτζιάς τζιαι της ελιάς.
Ήρτεν η ηχογράφηση της μουσικής μου σήμμερα, εχάρηκα την πολλά. Άκουσα το κομμάτι καμπόσες φορές, εξανάνιωσα τη φόρτιση της συναυλίας. Σήμμερα ήταν που τες μέρες που πάν ούλλα καλά τζιαι η ψυσιή εν παραπονιέται για τίποτε. Εκτίμα το Διάσπορε. Η ανάπαυλα εν δώρο.
Έτην τζιαι τη μουσική μου για όσους έν είχαν την ευκαιρία να την ακούσουν...
Ππέφτει που τον χρυσαφί ουρανό το σούρουππο μέσα στον Κήπον τζιαι χρωματίζει μακρυά, στα σκέλλια του ορίζοντα τα βουνά μπλέ βιολεττί σχεδό διάφανο. Ήταν ωραία η μέρα σήμμερα, ήρταν επίσκεψη κάτι πλάσματα που έσιει τζιαιρό που θέλω να πιούμεν καφέν τζιαι να μιλήσουμεν που κοντά, μα εχάρηκα το πολλά. Έν εκάτσαν πολλά, τζιαι άμαν εφύαν έπιασα το ακκορτεόν μου, έκατσα κάτω που μιάν ελιάν τζιαι έκαμνα ακομπανιαμέντο στο τραγούδιν του ανέμου όπως τον αναπνέαν τα πνευμόνια της ελιάς τζιαι εφυσοτραγουδούσαν το σάν να είσιεν βυζαντινές χορωδίες μές τα κλωννιά της. Άμαν κάθουμαι κάτω που ελιά νιώθω Ολόκληρος, σταματώ να έχω ατέλειες τζιαι πολύπλοκες σκέψεις. Ξιάννω δηλαδή την ύπαρξην μου. Εν τούτον που λαλούν θέωσην? Άμαν ενωθούμεν με τη φύση γινούμαστεν ένα με τον πλάστη. Ήρτεν τζι ένας καφές τριπλός γλυτζιής δυνάμενος να τον ρουφήσω. Αν μείνω κύπρον ακόμα ένα μήνα εννα γινώ Άσιλα Άδρωπος, γέρος αρχαίος μουστακαλλής. Αν συνεχίσω να ρουφώ τες στιγμές τζιαι τη φύσην αχόρταγα, τον αέραν, τους αθρώπους, στο τέλος εννα αρκέψω να μιλώ μεσαιωνικά κυπριακά, θα βάλω τζιαι ρούχα αππωμένα εποχής (όι βράκαν, εν της τουρκοκρατίας) τζιαι θα καβαλλήσω άτι μές τους κάμπους. Έκατσα τζι εχουζούρευκα οκλαδόν μές τα κοτσιηνοχώματα με τη ράσιην κουμπημένη πάς την κουφάλλαν της ελιάς τζι εμισόκλεισα τα μμάθκια μου. Εν ωραία η ζωή αν προσέξεις τον εαυτό σου την ώραν που θωρείς τη σκόνην να σηκώννεται μές τον κάμπον, τες τερατσιές να λυγίζουν τα φορτωμένα τεράτσια κλωννιά με θόρυβον σάν που ξύλενα σπαθκιά, τζιι να ακούεις τα θερισμένα τα χωράφκια δίπλα σου να θροϊζουν -ποταμός ολόκληρος.
Εσηκώστηκα. Κοντά στην ελιάν έσιει δέκα νεαρές λυγερές συτζιές. Άφηκα το ακκορτεόν πάς το πλακόστρωτο τζιαι επήα κοντά τους. Οι σιλουέττες τους εχαράζαν μαλακές γραμμές σκούρες πάς τον ουρανόν που εκόντεφκεν να τζοιμηθεί, τζιαι ελικνίζουνταν ανεπαίσθητα, τζιαι τούτες βαρετές που τον καρπόν. Άλλες κάμνουν λαϊτζιανά, άλλες σμυρνέϊκα, άλλες βαζανάτα, βάρτικα, αντελούνικα (της Λαπήθου). Βασιλικό δεντρόν η συτζιά. Κάπως παρεξηγημένο. Όταν είμαι στη ΧΤΕρνία ονειρεύκουμαι τες αγκάλες των συτζιών. Πόψε ήρτεν η ώρα να επικοινωνίσω με το Ιερό Δέντρον. Έσιει που τα χτές εψηθήκαν τα σύκα τζιαι περιμένουν. Άνοιξα τες φούχτες μου τζιαι έμπηκα μές το φύλλωμαν της πρώτης, της σμυρνιάς, εχαϊδεύκαν μου το πρόσωπο με τα σκλερά τα φύλλα τζιαι τες βέρκες της. (άραγε θα φκάλω σπυρούθκια αύριο?) Εμύρισα το γλυκόξινο άρωμα τζιαι έκοψα όσα ήταν μαλακά όσα εστάσσαν μέλι. Βάλλω θκυό στο βούκκο, έτσι για να με συνεπάρει η γεύση. Εν όνειρο. Σπάζουν στο στόμα σου τα σύκα, μετά νιώθεις την περίεργη τους γεύση που έσιει κάτι γλυκό, κάτι που γαργαλίζει τη γλώσσα σου σάν το αψό, τζιαι κάτι λεμονάτο καταπράσινο που σου μεινίσκει στο τέλος. Τα πιό καλά, τα μαύρα, μυρίζουν κρασί τζιαι σταφίδες που σταφύλι μοσχάτο. Ακκάννεις τα τζιαι ακκάννει σε πίσω το ασπρόγαλο που φκέννει που το νουρούιν τους. Έφαα τζιαι τα άλλα τα μίνι τα βαθυπράσινα, που εν σάν τα στραγάλια μιτσιά τζιαι πόμελα. Τζιήνα μυρίζουν δαμάσκηνο τζιαι φοινίτζια. Εμάζεψα καμπόσα.
Τζιαι άμαν ανάτειλεν το φεγγάριν τζιαι άψαν οι φουκούδες για να ψήσουμεν το κοντοσούβλιν, έρεξα τζιαι μιάν σμίλα σύκα τζι έκαμα νέα συνταγή. Σύκα στα κάρβουνα πασπαλισμένα με κανέλλαν, με λλίον τρίμμαν πουπάνω τους τελευταία στιγμή (ίσα μέρη παρμεζιάνα αληθινή όι του κουθκιού, χαλλούμι παλιό, αναρή παλιά, κεφαλοτύρι).
Σχόλια
Τα υπόλοιπα που γράφεις για το χώμα και τη συκιά και την ελιά είναι άκρως ενδεικτικά για ένα ανήσυχο πνεύμα που θέλει να γίνει ένα με το σύμπαν. Όμως, δε με πείθεις, ότι θα μετατραπείς σε μουστακαλλή με μεσαιωνικά κυπριακά. :) Οι Διάσποροι ριζώνουν παντού και πάντοτε και...πουθενά. Κρίνω εξ ιδίων και κάθε μου περαιτέρω λέξη θα το επιβεβαιώνει, γι αυτό σταματώ εδώ...Είναι και λιγάκι αργά...
Φρόντισε να γεμίσεις καλά τις μπαταρίες σου στην Κύπρο για το Χειμώνα που μας έρχεται. Θα τις χρειαστείς...
Καλό σου ξημέρωμα στις ακτογραμμές...
Να σαι καλά τζιαι να ταϊζεις την ψυσιήν σου τζιαι να την καλοκραείς να μας φκάλει τζιείνην την Άλλην μουσικήν που μας έταξες.
Ά ρε ξενιτεμένη έφερες με στα σύγκαλα μου. Άμα έρτουμε κύπρο θέλουμε να την κρατήσουμε, άμα πάμε πίσω στα σπίτια μας αφήνουμεν την να κοιμηθεί στη μνήμη μας. Οι παταρίες εγεμίσαν, είμαι έτοιμος να επιστρέψω.
Καλή σου παρασκευή, καλό σεληνοφώς -άρεσεν μου η ανάρτηση σου απόψε, θέλω να μελοποιήσω τον ύμνο.
Νεράϊδα
Σιωπώ τζιαι γώ.
(τζιαι χρωστώ σου ήμεηλ, έλειπα..)
ΔεmΩΝ
Ευχαριστώ πολύ.
Στείλε μου κανέναν ωραίον ποίημα σου.
Ακέρα
Είσαι τυχερός που είσαι κοντά τζιαι μπορούν τα βάρτικα να έρκουνται έτσω τζιαι μιά τσέντα. Τζιηκάτω που είμαι έν γοράζουνται, ούτε έσιει φρέσκα, εν ξινισμένα που τα πουλούν. Θκυό σύμβολα έσιει η κύπρος για μένα, την ελιά τζιαι τη συτζιά (άτε τζιαι τα γαουράγκαθθα τζαιι τες τερατσιές). Θέλω τα, έστω τζαιι μές σε γλάστρα στο σαλόνι μου.
Καλή σου νύχτα.