Το κουμάντον της ψυσιής της πεθθεράς.
Είμαι στην σπηλιάν του θηρίου τζιαι τρώω πρόγευμαν στο σαλόνιν. Γλυκάλμυρον πατέ της πάπιας πάνω σε κράκερ βιολογικής σικάλεως, τζιαι νεκατώννω τον εσπρέσσο μου με τ' ασημένια κουταλάκια άρτ νουβώ της στετές της Αγάπης, καθώς θκιαλέω τυρκά ντόπιας παραγωγής που εν απλωμένα σε πορσελάνενα πιάτα 100 τζιαι βάλε χρονών, τζιαι προσέχω να μέν ξημαρίσω το δαντελένιο τραπεζομάντιλο.
Εψές εμαζευτήκαν οι διάφοροι συγγενείς να γιορτάσουν τζι εφάαμεν μαζίν.
Εν ούλλοι χτιτζιασμένοι, εννοείται, με τη δρακουνοπεθθεράν μου τζιαι το θκιαολοχαραχτήραν της που επέτασσεν αζίνες δεξιά αριστερά, ούλλοι, εχτός που εμέναν. Είσιεν κάτι κακόν να πεί για ούλλους τους συνδετημόνες, έκρινεν τον τρόπον που μεγαλώννουν τα κοπελλούθκια τους, τα ρούχα τους, τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. The usual. Ο Διάσπορος, Ατάραχος. Έν μου είπεν κακό λόον, εσκέφτετουν τον, μα δέν έφκεννεν που το στόμαν της.
Έκαμα πνευματικόν πείραμαν εχτές για να δώ αν όσα έχτισεν η ψυχική μου ύπαρξη εν αληθινά γιά εν μόνον φαντασιώσεις του μυαλού ενός καλλιτέχνη. (μιά φίλη καρδιακή τζιαι μεγάλη δασκάλα ελάλεν πάντα "μόνο όταν έσιεις αποδείξεις ξέρεις ότι όσα εκατάλαβες εν αληθινά", τζι εν αλήθκεια.
Μόλις έμπηκα της πόρτας εχτές το δείλις τζι είδα την, εβυθίστηκα σε πολλά βαθύν διαλογισμόν, τζι είδα τα Χρώματα της, είδα μές το εσσωτερικόν της, εταξίδεψα τζι επήα μές το σκοτεινόν της τζι ήβρα τί τη βασανίζει στη ζωή τζι εν έτσι όξινη. Κουβαλά μιάν μάζαν κατάμαυρήν σάν το καρκίνωμαν της ψυσιής -μιάν άλλην ύπαρξην, ξένην, σάν τον κακόν άγγελον, σάν τον ιόν που εκόλλησεν άθελα της που ήταν μιτσιά.
Εκόντεψα τούντης μάζας ντυμένος με τες πανοπλίες μου για να του δώκω να καταλάβει πως έσιει να κάμει με Μάστρον. Τζι επέρασα μές το νούν μου μιάν προσευχήν που ελάλεν ο βασιλιάς Δαυίδ πρίν πάει στη μάχην, μιάν προστατευτικήν προσευχήν η οποία περιέχει έναν που τα 72 ονόματα του θεού, το οποίον έσιει 42 γράμματα διεσπαρμένα μές τες λέξεις της προσευχής τούτης. Εν τούτη η Πανοπλία της Ψυσιής. Έμπηκα μές τον χώρον της ψυσιής της τζι είδα τον Κακόν. Ερώτησα τον να μου πεί τί θέλει που τούντο πλάσμαν τζιαι βασανίζει το. Έμαθα ποιός της τον έδωκεν τον άγγελον τούτον, τζιαι τί θέλει. Είπεν μου πως η ίδια έν ηξέρει για την ύπαρξην του, τζιαι δέν έσιει ιδέαν κάν πως η ψυσιή της εν εγκλωβισμένη που ύλη ξένη που δέκα χρονών κορούδα. Είδα τον άγγελον τούτον, τζι εμίλησα του ίσια. Είπεν μου "εννα κάμω τη δουλειάν μου, τζι άμαν πεθάνει η κοτζιάκαρη θα έβρω άλλον πλάσμαν να πάω πάνω του.. Εμαράζωσα. Έν θα την αφήκει ήσυχη ποττέ του, είπεν μου. Εκάμαμεν όμως συμφωνίαν. Να μέν τον πειράξω, φοάται με, τζι έν θα με πειράξει. Έννεν που τη δουλειάν μου είπεν να νεκατωθώ. Τζι εκατάλαβα. Υποσχέθηκα να μέν τον ξαναγυρέψω, τζιαι τζιήνος υποσχέθηκεν να την κρατά πάντα ήρεμη στην παρουσία μου.
Τζι εσσιώπησεν πάλε, εχώστηκεν μές το καβούκκιν του το μαύρον.
Τζι ετέλλειωσα το διαλογισμόν μου τζι έμπηκα της πόρτας του σπιθκιού σάννα τζιαι δέν εσυνέβηκεν τίποτε.
Είδα την πεθθεράν μές τα μμάθκια, πίσω που τα μμάθκια τζι έμεινα για μιά στιγμήν Ατάραχος. Το Όν μέσα της εμιτσοκάμμησεν μου, τζι εγώ είπα του με τη γλώσσαν της ψυσιής "Μπορώ να περάσω, απείραχτος"? Τζι ένεψεν μου "Δικαιούσαι".
Επέρασα την πόρταν, ντυμένος Βασιλιάς Δαυίδ, τζι η πεθθερά έν εμπόρεσεν να με δεί, ούτε να την ενοχλήσει η παρουσία μου καθόλου. Τζι ούλλους ετάραξεν τους που την πελλάραν, μα εγώ ήμουν Αόρατος.
Τζι έτσι, έκλεισεν τον κύκλον της τούτη η μάχη.
Εψές εμαζευτήκαν οι διάφοροι συγγενείς να γιορτάσουν τζι εφάαμεν μαζίν.
Εν ούλλοι χτιτζιασμένοι, εννοείται, με τη δρακουνοπεθθεράν μου τζιαι το θκιαολοχαραχτήραν της που επέτασσεν αζίνες δεξιά αριστερά, ούλλοι, εχτός που εμέναν. Είσιεν κάτι κακόν να πεί για ούλλους τους συνδετημόνες, έκρινεν τον τρόπον που μεγαλώννουν τα κοπελλούθκια τους, τα ρούχα τους, τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. The usual. Ο Διάσπορος, Ατάραχος. Έν μου είπεν κακό λόον, εσκέφτετουν τον, μα δέν έφκεννεν που το στόμαν της.
Έκαμα πνευματικόν πείραμαν εχτές για να δώ αν όσα έχτισεν η ψυχική μου ύπαρξη εν αληθινά γιά εν μόνον φαντασιώσεις του μυαλού ενός καλλιτέχνη. (μιά φίλη καρδιακή τζιαι μεγάλη δασκάλα ελάλεν πάντα "μόνο όταν έσιεις αποδείξεις ξέρεις ότι όσα εκατάλαβες εν αληθινά", τζι εν αλήθκεια.
Μόλις έμπηκα της πόρτας εχτές το δείλις τζι είδα την, εβυθίστηκα σε πολλά βαθύν διαλογισμόν, τζι είδα τα Χρώματα της, είδα μές το εσσωτερικόν της, εταξίδεψα τζι επήα μές το σκοτεινόν της τζι ήβρα τί τη βασανίζει στη ζωή τζι εν έτσι όξινη. Κουβαλά μιάν μάζαν κατάμαυρήν σάν το καρκίνωμαν της ψυσιής -μιάν άλλην ύπαρξην, ξένην, σάν τον κακόν άγγελον, σάν τον ιόν που εκόλλησεν άθελα της που ήταν μιτσιά.
Εκόντεψα τούντης μάζας ντυμένος με τες πανοπλίες μου για να του δώκω να καταλάβει πως έσιει να κάμει με Μάστρον. Τζι επέρασα μές το νούν μου μιάν προσευχήν που ελάλεν ο βασιλιάς Δαυίδ πρίν πάει στη μάχην, μιάν προστατευτικήν προσευχήν η οποία περιέχει έναν που τα 72 ονόματα του θεού, το οποίον έσιει 42 γράμματα διεσπαρμένα μές τες λέξεις της προσευχής τούτης. Εν τούτη η Πανοπλία της Ψυσιής. Έμπηκα μές τον χώρον της ψυσιής της τζι είδα τον Κακόν. Ερώτησα τον να μου πεί τί θέλει που τούντο πλάσμαν τζιαι βασανίζει το. Έμαθα ποιός της τον έδωκεν τον άγγελον τούτον, τζιαι τί θέλει. Είπεν μου πως η ίδια έν ηξέρει για την ύπαρξην του, τζιαι δέν έσιει ιδέαν κάν πως η ψυσιή της εν εγκλωβισμένη που ύλη ξένη που δέκα χρονών κορούδα. Είδα τον άγγελον τούτον, τζι εμίλησα του ίσια. Είπεν μου "εννα κάμω τη δουλειάν μου, τζι άμαν πεθάνει η κοτζιάκαρη θα έβρω άλλον πλάσμαν να πάω πάνω του.. Εμαράζωσα. Έν θα την αφήκει ήσυχη ποττέ του, είπεν μου. Εκάμαμεν όμως συμφωνίαν. Να μέν τον πειράξω, φοάται με, τζι έν θα με πειράξει. Έννεν που τη δουλειάν μου είπεν να νεκατωθώ. Τζι εκατάλαβα. Υποσχέθηκα να μέν τον ξαναγυρέψω, τζιαι τζιήνος υποσχέθηκεν να την κρατά πάντα ήρεμη στην παρουσία μου.
Τζι εσσιώπησεν πάλε, εχώστηκεν μές το καβούκκιν του το μαύρον.
Τζι ετέλλειωσα το διαλογισμόν μου τζι έμπηκα της πόρτας του σπιθκιού σάννα τζιαι δέν εσυνέβηκεν τίποτε.
Είδα την πεθθεράν μές τα μμάθκια, πίσω που τα μμάθκια τζι έμεινα για μιά στιγμήν Ατάραχος. Το Όν μέσα της εμιτσοκάμμησεν μου, τζι εγώ είπα του με τη γλώσσαν της ψυσιής "Μπορώ να περάσω, απείραχτος"? Τζι ένεψεν μου "Δικαιούσαι".
Επέρασα την πόρταν, ντυμένος Βασιλιάς Δαυίδ, τζι η πεθθερά έν εμπόρεσεν να με δεί, ούτε να την ενοχλήσει η παρουσία μου καθόλου. Τζι ούλλους ετάραξεν τους που την πελλάραν, μα εγώ ήμουν Αόρατος.
Τζι έτσι, έκλεισεν τον κύκλον της τούτη η μάχη.
Σχόλια
αν περηφανευτείς για τη νίκη,χάνεις την αυτόματα.
Θωρείς το κακό, μιτσοκαμά σου αλλά είσαι σίγουρος πως δεν άρχισε το γήτεμα;
Εν πάμε στο σπίτι της πεθεράς,προετοιμαζόμενοι για το δηλητήριο που σερβίρεται στο σπίτι της. Πάμε ήρεμα με την πίστη πως μπορούμε να φωτίσουμε το σπίτι, με την γαλήνη, που εκτίσαμε μέσα μας.
Ο καθένας έχει τα όπλα της γαλήνης του, αν τα ενώσετε, εξατμίζουνται οι σκιές.
-τα χρώματα θωρούν τα οι ευαίσθητοι αλλά νιώθουν τα ούλλοι.Κατά καιρούς όλοι κουβαλάμε και το κακό. Δυστυχώς ή ευτυχώς.
Να σας προσέχεις.
φιλιά
Σοφόν τζι ωραίον τούτο που είπες.
Σε κάθε τελετουργία τέτοια χρειάζεται ένα σύν τζι ένα πλήν. Το κορμί περήφανο, η ψυχή humble.
σαν τον προφήτη
Έννεν πάντα που μιλώ περίεργα κόρη?
Έν μιλώ σαν τον προφήτην όμως. Μιλώ με τη γλώσσα πλασμάτου που τον εγεννήσαν θκυό μήτρες. Μια της μάνας του τζιαι η άλλη της δικής του. Εν κληρονομιά ούλλους μας η δεύτερη γέννα, τζι όπως αννοίουν τα μάθκια του μωρού πρώτη φορά στον κόσμο, έτσι τζιαι τα Άλλα Μάθκια αννοίουν όταν γεννήσεις τον εαυτό σου που μόνος σου.
whatever the case, εφόσον είσαι πεπεισμένος ότι εν ο ένοικος μέσα της που ευθύνεται, θα μπορούσες έως και να την αγαπήσεις (now that "you know" ασπούμε);
btw "Εκόντεψα τούντης μάζας ντυμένος με τες πανοπλίες μου για να του δώκω να καταλάβει πως έσιει να κάμει με Μάστρον" lol
Σοβαρά το είδα πως εν possessed, όπως αρκετοί άνθρωποι. Γράφω τα με χιούμορ φυσικά., you should never take yourself too too seriously αλλιώς τα υπερ-μάτια κλείνουν. Εν η μισή τέγνη της Νόησης το χάζι (σπουδαία πανοπλία )
Εμπόρεσα να αγαπήσω τη δρακούναν τωρά που είδα μέσα της, τζι είδα τον τρόπο να κρατώ τη σωστή απόσταση που το μαύρο της.
Συμφωνώ με thalassamov - take care (τζιαι όσο μπορείς πιο μακρυά που την πεθθερά, εν βλάφτει!)
Ρουθ
Εν τζιήνη η πανοπλία που εφόρησα. Του βασιλιά Δαυίδ. Εδούλεψεν. Δύσκολον πράμα η Αγάπη, αλλά εν πιό εύκολο άμα καταλάβεις πως ο άλλος τόσα ξέρει, τόσα κάμνει.
Ξενοφίλιε
Έσιει 12 χρόνια εγώ, τζιαι μισά με που την πρώτη στιγμή. Εδοκίμασα τα ΠΑΝΤΑ. Που πελλές απαντήσεις στην σχιζοφρένεια της ώς αδιαφορία στο έπακρο. Μόνον τωρά που είμαι γεμάτος αγάπην την εκουμάνταρα. Η αγάπη εν ο ανώτερος τρόπος λειτουργίας.
AMEN to that. you deserve some peace of mind. you and agapi.
Νομίζω έκλεισε για τα καλά, εν τούτα τα σημάθκια που είδα εχτές. Τζι ευχαριστώ σε για την ευχήν!
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι. και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.
Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
[...]
http://users.otenet.gr/~mystakid/love.htm
Σπουδαίος πολλά ο ύμνος, τζι όποιος τον ζήσει καταλάβει τον, που τα σιείλη του Μάστρου του Ίδιου.
Πρόσεξε ήνταλως μιλά για την αγάπην. Έν λαλεί να αγαπάς κάποιον, απλά λαλεί Να Αγαπάς. Να είσαι γεμάτος με τούντο νέκταρ.