Το Παραμύθιν του Κολοσσού

....στον τζύρην μου, που πέτρες καταλλιή.
----------------------------------------
Το Παραμύθιν του Κολοσσού.
-----------------------------------------
Μάστρε μου γλύπτη 
αιωνοπνεύστη,
αδρόν τα σιέρκα σου με φκάλαν τζιαι
γενάν,
κονταροφόρον,
πρί χρόννια που 'σκαλίσασην 
το δύστοκον κορμί μμου.
Δεκαπεντάπηχον με ποίησες,
αγέρωχα να ποταννιώ
δίμετρες ζάμπες τζιαι δκυό μπράτσα 
βαρυπάλαμα.
Στο κήπευμα σσου το πετραίον ο κηδεμών,
γλέπω το χείρωμαν σου Μάστρε,
-αγάλματα χαζίριν εκατό.

Τα λόγια σου τα υστερινά 'θθυμούμαι:
"Ευθύνην σου αφήννω, ώ πέτρας ποίημαν,
δαμέ να μείνης πυλωρός, του κήπου ακρίτας,
σύνοικος τζιαι πρυμνήτης να'σαι
τους άλλους πετρωμένους εκατό,
δικαίως να κυβερνάς"

Είπες τα τούντα λλία τζ' έσσιυψες.

Δίπλα μου Τύμβον έχτισες κουτσά κουτσά με τον μαλάν, 
τζιαί έμπης μέσα τζιαί 'κατσες.
Στην τελευταίαν κέραμον πηλός ερίχτην
τζιαι 'χτίστεις μες τα σκοτεινά, να καρτεράς ν' αναπαυτείς.

Τα Χρόννια ερέξασιν τζιαι 'πήαν.

Τζιαι τα παιδκιά σου, που άθθη που' ταν εμαράνασην,
τζιαι τα δικά τους είδα τα να ρέσσουν που την γήν,
δέκα γεννιές επαίξαν ι στα πόδκια μου.
Ούλοι τους επροσέχασην τζιαι 'μέναν τζιαι τους άλλους
κανένας δέν εβρέθηκεν παττάλης να τα χάσει.
Μα χρόνοι εφύασην πολλοί
τζι η πέτρα εκαταλύθην
Στη φιλαντρίαν που είχαμεν 
άρχοντας πιόν η φθίσης.

Μάστρε, πιόν εβαρέθηκα
θέλω τζιαι γιώ ν'αναπαυτώ
στο χώμαν να σε έβρω.
Εγέρασα τζιαι ξήφτησα
εππέσαν μου τα σιέρκα
εδιαλύθην το κορμίν
τα μμάθκια εστραωθήκαν
τζιαι το κοντάριν το μακρύν
μες το μουσείον εβάλαν το
κάπιοι να σ' αθθυμούνται.
Οι Πέτρες, -εμαλλώσασην
τζιαι κακοκυβερνώ τες.

Κρώστου του κολασμάτου μου
τζιαι με μμε κρίνεις Μάστρε
τζιαι λλίες κόμα ενν να σου πω
των Πέτρων σου αμαρτίες:

Ευρώπη επήρεν πάνω της, θέλει να κουμαντάρει
τζιαι τα βρουλλιά της έδισεν πάνω μου να με πνίξει
-της Απριλλιάς Οι Ήρωες την κύπρον εποκάμασην όππαλλα πο' βαστούσαν,
τζιαι 'σύραν την του χαντατζιού
στον καφενέν τα πίννουν,
-ο σπιούννος Διπλοπρόσωπος ο πρώτος φτερνογλύφτης
βάλλει ιδέες του φτανού του 'Αθρωπου Του Δάσους
μαζίν να με τροκκίσουσην 
που τα 'ψη να με ρίξουν.
-Οι Τέσσερις οι Γενεές 
έτσι που εγεράσασην ούλες με την κουρούκλαν,
πικροχολλιές στομμιάζουσειν
σιελιδονούν, πολλωποδκιές, 
τα μμάθκια μας εφκάλαν.
-Τ' Αμάρτημαν το Προπατωρικόν ούλλον τζιαι προσευκέται
πέρκει φανεί καν'ας θεός, πουλλόου μας να γλυτώσει
τζιαι τα Λλιοντάρκα ακκάσασην την τζιεφαλήν της Σφίγγας
-Τζ' οι Ερυνείες ασκομαχούν, τζιαι τσιριλλούν τες νύχτες
σαν τα στοισιά της αντροπής για τούντες αμαρτίες.

Μάστρε μου τοιχοθαμμένε, έν θέλω πιον τούντην ευθύνην.

Εφώναξεν του ο Μάστρος που τον τοίχον μέσα:
"Ξαπολώ σε Γέριμε, πνάσε"

Αναστενάζει η γής 
Τζι ο Κολοσσός εσούστηκεν
στα δύο εδιπλώθην,
ετσάκκισεν του ο λαιμός, τζ' όπως εχαμογέλαν
ελούβησεν το στόμαν του
τζιαι γίνειν ούλλος χώμαν.
Τζι ο Άνεμος, φιλεύσπλαχνος
εσκόρπισεν τη σκόνην.
Με μιάν φωνήν τραουδιστήν
οι εκατόν οι πέτρες
τζιαι τζιήνες ππέφτουν διπλωτές
κοντά του εξυψησιήσαν.

Τζιαι ήβρεν ο Πετρόκηπος τέλος ναν τερκαστόν του.

-------------------------------

Διάσπορος 7/27/2008 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν