Birthday #4
Ημέρας γενεθλίων
κάγριν με τρώει, παλιόν, δεκαοχτώ χρονών:
;Θυμάσε με τωρά, καλή μου Νύνφη πρώτη;
;Είδωλα φκάλλεις χάρτενα τζι εσύ, που το καφέ συρτάριν;
Κρυμμένος μεσ' το πιάνον σου πεθύμησα να διπλωθώ,
να κρυφακούσω σαν τζοιμάσ' αθώα,
φτερά πουλλιού στα χήλη σου, χαϊδεύκουν τ' όνομαν μου.
;Θυμάσε που κλεφτά τες νύκτες επαρπάτας
τζι'απ' όπου 'δκιάλλαζες εσβύννασην οι στύλλοι
τζι' εκλείαν τα νυχτολούλλουδα, οι σσιύλλοι εσσιωπούσαν
τζι' έρκεσουν πάντα σου σσιυφτή, λιγνή, μαυροντυμένη
μες την μιτσιάν την κάμαρην να μ' εύρεις μαρανμένον;
Μύριζες μελισσοτζερίν, έρωταν τζιαι νοθκειάν,
κουκκουλλωμένη Άλλου μυστικήν, καλλήτερην αγάπην.
;Θυμάσε δάκρυα σιονωτά, φίθκια πώς εκρεμμούνταν
που τα βαμμένα 'μμάθκια σου τζι' τρέχαν ως τα στήθη
Γιατί ο Κακός εφύτεψεν μωρόν ι στην τζιοιλιά σσου
έξι 'βτομάες έρκεσουν κοντά μου να πεθθείς
(οι Τρεις σας πήετε στο Γιατρόν, οι Δκυό έν εστραφήκαν
τζαι ο γιος σου θα' τουν σήμμερα δεκαεννιά χρονών)
Τζαι όπως Ήρτες, Έφυες
τα κρίνα μου εσσιύψαν
επόσφιξες μου τη ψυσιήν
τζαι 'στράντζισες το λάκκον
τα γέννεια μ' εμακρύνασην
ερούφησες το φως μου
έκαμες πέτραν το κορμίν
την μουσικήν μου ασσιήμησες
τζι' άμαν παντού 'βαλες φωθκιάν
Μετάνοιαν δεν έδειξες που μ' έκρουσες τον κήπον,
'Μμα ήρταν ούλλα πάνω σου σε ένα χρόνον μέσα:
Τον Κρεμμασμένον σου Παππούν είδες τον πάσ' την σκάλα
τζι' ο Φίλος ο καλλίτερος (που σ'έπιαεν που μέναν)
εφόνευσεν τον τζιύρην του σε μιά στιγμήν πελλάρας.
(συνεχίζεται)
Σχόλια