Ο Κολοσσός #2
Η ιστορία του Κολοσσού επείραξε μμε, έλυσεν με. Εννεν εύκολο μμου να φανταστώ το τέλος της Οικογένειας μου, τη σήψην των επιτευγμάτων Της, τζιαι τη ζωήν που συνεχίζεται μετά που φεύκουμεν εμείς. Έγραψα την γιατί είπεν μου ο τζιύρης μου προχτές που εσυζητούσαμεν ότι δέ θθέλει να γεράσει άλλο γιατί έν του αρέσκει η φάση, τζιαι εννα χάσει την αξιοπρέπειαν του αν αρρωστήσει σοβαρά τζιαι να μεν ηξέρει τί του γίνεται. Μιλούμεν για έναν άθρωπο που χτυπά το σφυρί τζιαι το κοπίδι χαμαί τζιαι πετάσσουνται αζίνες. Σπάζει τους κομμόροτσους σαν τα αθάσια τζιαι φκάλλει τους μορφήν ότι θέλει, σε ότι μέγεθος φανταστείς, εως 10 τόνους. Έννεν άδρωπος που μπορεί να δεχτεί τα γεραθκειά με μοιρολατρικόν τρόπον.
Εδήλωσε λλοιπόν πως άμαν καταλάβει ότι έν πάει πολλά καλά στην υγείαν, αντί να βασαννιά την Οικογένειαν του, εννα σκαλίσει έναν τάφον όπως του βασιλλιά Φιλίππου στη μμακεδονίαν που είδεν (μες σέναν λόφον, ημιυπόγειον, πέτρενον) τζιαι να χτίσει τον εαυτόν του μέσα, τζιαι να καρτερά το θάνατον να έρτει να τον πιάσει -άν τα καταφέρει να τον έβρει βέβαια, λαλεί. Τζιαι να του ορκιστώ μάλιστα ότι δε θθα αφήσουμεν τα έργα του να χαθούν ή να του του πιάσουν οι κκεραττάες οι κηφήνες της κυβέρνησης ποττέ. Εσοβαρομίλαν. Έτσι εγεννήθηκεν το παραμύθιν του Κολοσσού.
Εψές λοιπόν, εσκέφτουμουν τα τούτα, τζιαι ήρτεν η αδελφή μου να συζητήσουμεν με την Αγάπην οι τρείς μας. Εμιλήσαμεν για πράματα πολλές οκκάδες βάρους, με διορατικότηταν και βεληνεκές, όπως κάμνουμεν κάθε φοράν. Που το πολλυν το ζουμίν της επικοινωνίας, έπιαν με το παράπονον. Πιατί να μεν ημπόρω να πελλαρίσω τζιαι να μιλώ για τη μάππαν, τζιαι άλλα ανάλαφρα θέματα ποττέ μου; Γιατί μόνον με 5-6 πλάσματα να αννοίει το πνεύμαν μου τζιαι να βρίσκω νόημαν;
Εξέχασα να προσθέσω ότι μαζί της αρφής μου ήρτεν σε γυάλλινη μπουκάλλα γεμάτη ελληνικό Τσίπουρο πολλά ψηλής ποιότητας χωρίς γλυκάνισσον, η ανακάλυψη της εβδομάδας. Νέκταρ μοσχάτο. Μετά που 10-12 ήρεμα ποτηράκια σε διάστημαν τεσσάρων ωρών για να λιπαίνουν τη συζζήτησην μας, το αμάθητον μου κεφάλιν εξαπολύθηκεν σαν το κολότζιην που ποάλλει η κολοτζιά η άποτη τζιαι ππέφτει.
Αποφάσισεν να πάει λέει περίπατον ξικόλλητον χωρίς εμέναν. Σβούρα χαμαί. Ετζιύλησεν πάς τους τοίχους τζιαι μετά επέτησεν πόξω που το παράθυρον, ως τα τζιεραμίθκια τζι' έκατσεν πάς την υδρορρόην να πνάσει. Κάμνει τζιαι μμιάν χίσαν απότομη προς τον ουρανόν μετά, τζιαι βρέθειν ψηλά πουπάνω που τη γειτοννιάν μεταξύ των τζιενούρκων πολυκατοικιών που εχτοίσαν γυρώ μμας οι γαδάροι οι τηβέλοππερς. Πύραυλος πιον. Επήεν επήεν, τζιαι εθώρουν το που τη ββεράνταν τζιαι βώβωσα. Αθθυμήθηκα που είμου μμωρόν τζιαι έφευκε μμου το μπαλόνιν τζιαι έκλαια. Φωνάζου του: Πού πάεις έλα πίσω κκέλλα μου τζιαι θέλω σε, έννεν ώρα τωρά για βόλτες ιπτάμενες. Εν ακούει. Έδωκεν γυρόν του κάθε σπιθκιού τζιαι μαχαλλά, να μάθει λέει ήντα μπου συζητούν οι αθρώποι μες τούντην πόλην, να έρτει να μου πεί για να σταματήσω να ννιώθω άσσιημα. Εκατέληξεν λοιπόν ι στο λιμάνιν να κάμνει κύκλους γυρώ γυρώ ως μέσα της θάλασσας τζιαι πάλε πίσω, όπως το αεροπλάνον που δέν το αφήννουν να προσγειωθεί. Που ήρτεν τελικά πίσω τζιαι έδωκεν ττάππα πάς τα κόκκαλα του νώμου μου, εθύμωσα του μα είπε μμου μάστρε να με σσικκιρτίζουμαι τζιαι να του ακούσω την ιστορίαν του για να καταλάβω.
Λαλεί μου έθθα το πιστέψεις. Ξέρεις ήνταμμπου συζητά ο παραπάνω κόσμος μες τούντη μπόλη;
Τίποτε. Έσιη λλίους πελλούς που σκέφτουνται τζιαι λαγκοδέρνουν το μμιαλόν τους. Οι παραπάνω όμως τρώσην παττίχαν τζιαι χαλλούμιν στη βεράνταν με τη γεναίκαν τους, τζιαι έσιη δέκα χρόννια να τη ρρωτήσουν ήνταμπου κάμνει ή πώς ννιώθει πουμέσα της. Εχάσαν επαφή μμε τα παιδκιά τους τζιαι το περιβάλλο, τζιαι ζιούν όπως τους καλικάντζιαρους χωσμένοι μες τες σούβλες ώς τα φκιά, αχάπαροι τί συμβαίννει γυρόν τους.
Εκατάλαβα.
Σχόλια
λεμεσό, λάρνακα 'ξα πάφο; γιατί η λευκωσία εν έshει λιμάνι ;P
Άμα πεθάνει και η γενιά που ρωρά εν πάνω που 60 ούλλοι οι άλλοι είμαστεν άχρηστοιτζιαι που ιδέες τζιαι που αισθήματα βαθκιά .Ο πατέρας μου επέθανε πριν 10 χρόνια τζιαι ήτουν 90 χρονών εμεράζωνεν προς το τέλοςτζιαι ελάλεν ήμουν άδρωπος που έσφιγγα την πέτρα τζιαι έφκαλλεν ζουμί τζιαι τωρά να μεν ημπόρω? Ήτουν πολλά περήφανος άδρωπος. Νάσαι καλά τζιαι σου τζιαι ο πατέρας σου.Δώστου σιαιρετίσματα τζιας μεν με ξέρει.
Νομίζω ο παπάκης σου περνά δύσκολες στιγμές μέχρι να δεχτεί τον εαυτό του σε ένα σώμα και πνεύμα που του φαίνονται ξένα, πιό αδύναμα. Κάποτε υποθέτω θα το δεχτεί και θα δεί και τα καλά της ηλικίας του. Π.χ τα μικρά διασπορούθκια
Συγνώμημ με τα μακάβρια αλλά εν τζιαι τούτα μες τη σκέψην μου.