Götterdämmerung


Αννοίω το αδιάβροχον αργά
να νιώσω τη βροσιή
μα έννεν δροσερή
κρούζουν οι σταγόνες της σάν το ασίτ
τζιαι λειώννει μου το δέρμαν ούλλον.


Παρπατώ γυρόν του βάλτου τζι είμαι μόνον κόκκαλα
καρτερώ την έκσταση να έρτει πάλε μα μόνον το
κενόν του ουρανού φαίνεται ψηλά πάνω που τα ζαβοκλωννιά
τζι ο βάλτος εχώστηκεν κάτω που τα ξερόχορτα
ρωτώ τον να μου πεί δκυό λόγια γλυτζιά
μα έν μου λαλεί τίποτε, ώς τζι οι κάστορες αποφεύγουν με.
"Έν είμαστεν δαμέ για να μας ξαπολάς τα σκουπίθκια σου.  Φύε."

Βουρώ αγκρισμένος  πάς τον όχτον.
Λείφκει ο αέρας των πνευμόνων, προδώννει η καρδία.
Τζιαι μές τον πανικόν φκαίννω τρείς βράχους που εχλιάζαν
τζιαι παρολλίον να σκοτωθώ.
Έν με θέλουν δαμέ.
"Τζιαι ποιός σου είπεν είμαστεν σύμβολα σου ρε κκεραττά?  Ανήκουμεν σου τίποτε??
Λάμνε έσσω σου τζιαι γυρεύκουν σε, εχάθηκες."


Τα δέντρα εν τίτσιρα.  Εππέσαν τα φύλλα, έχασα τα φέτος.
Ενεκρώσαν πάλε.
Τζιαι μετανώννω το.
Εθωρούσαν με τα δέντρα αδιάφορα.
"Ποττέ σου δέν μας είδες.  Έν είμαστεν δαμέ για να γυρεύκεσε, είμαστεν δάσος,
αδιάφορον προς εσένα τζιαι τες ανάγκες σου.  Άτε ασσιχτίρ έπρισες μας τα έσιει ένα χρόνο."

Έμεινα ώς τη νύχταν, να δώ αν τουλάχιστον με πιάσει η υποθερμία να ζαλιστώ να νιώσω τελοσπάντων κάτι ουσιαστικό που να με φκάλει έξω πάλε.  Μα το κορμίν αρνήθηκεν να μου δώσει έτσι ικανοποίησην.
Αντί υποθερμίας
μές τη σκοτεινιάν του δάσους ήρτεν το παλιόν να μαλλώσει με το καινούργιο.
Τζιαι τραβουν  μασιέριν τζιαι οι δκυό τους, ο παλιός τζι ο τζιαινούρκος, εσταθήκαν απέναντι ο ένας που τον άλλον τζι ορμούν ακράτητοι.  Καρφώννεται το μασιέρι τζιαι των δκυό τζιαμέ που εν η αρτηρία του λαιμού, πρίν προλάβω να τους γλυτώσω, τζιαι γύρνουν τζι οι δκυό τους χαμέ, θωρώ μόνο  στα μάθκια τους  το ψυχομάσιημαν τους.
Θάφκω τους μέσα μου, τζι εβρώμισεν ο Κήπος μου.  Η ψατζιή τους εννα ξεράνει τα όμορφα μου δεντρά τζιαι τες λακάνες με τες τουλίππες.   Φεύκουν οι κατοίκοι που τους είχα χτίσει τόσα ωραία σπιτούθκια κοντά στον ποταμόν, τζιαι τραβούν προς στην ενδοχώραν, τζιαμέ που δέν μπορώ να τους βλάψω άλλον.  

Τζιαι μπαίννω μέσα του Κήπου να τα έβρω ούλλα γέριμα, τσαλαπατημένα, απεριποίητα.

Γιατί την ώραν που ενόμιζα πως επότιζα τζι εφύτευκα έναν χρόνον ολόκληρον, εν αγριόχορτα, παλλούρες, ζιζάνια, παρασιτόδεντρα που εφύτευκα τζιαι δέν το εκατάλαβα.


Αντί δεντρά, αθρώπους, αγάπην, έρωταν, ομορκιάν, φύλλα, βράχους, χώματα, σκουλουκούθκια, πεταλλούδες, γρασίθκια, ζώα, μαθητές, μουσικές,   εν εμέναν που εθώρουν τελικά.   Εν καθρέφτες που ήταν, τζι αντί να ανοίξω, έκλεια.  



Τζιαι ξαναρκέφκει που την αρκήν  το ταξίδιν.



Σχόλια

Ο χρήστης Neraida είπε…
Καλόν ταξίδιν.

Προχωράς για να φτάσεις σε πιο μακρινόν προορισμό. Πριν ένα χρόνο άνοιξες πόρτες, έκανες τη διαδρομή τζιαι τωρά έφτασες σε άλλην πόρτα.

Φαίνεσται σου ότι ήταν όλα καθρέφτες. Μα τούτη η αίσθηση απλά διά σου ώθηση για να ανοίξεις την επόμενη.
Ο χρήστης ruth_less είπε…
Διάσπορε,
η (πολύχρονη!) πείρα μου με δίδαξε ότι τίποτε δεν καταστρέφεται ποτέ. Καμμιά γνώση, καμμιά εμπειρία. Όλα υπάρχουν και ανάλογα λειτουργούν, βγαίνουν στην επιφάνεια όταν χρειάζεται ή απλά μένουν σε μια γωνιά του Κήπου και εργάζονται σιωπηλά.

Έψαξα τον τίτλο σου, γιατί πάντα περιέχει το νόημα της όλης ανάρτησης σου. This is not the ultimate destructions of the gods in a battle with evil. This is your inward battle... and the winner is always You :)

Φιλιά πολλά και καλή βδομάδα.
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Είπες το πολλά σωστά, νεράϊδα. Καλήν αντάμωση.




ρούθλες μου εν ώρα να έβρω τη σιωπή λαλούν τα σημάθκια. Καταπίννω με.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν