Σπονδή

Σάν τον Κωστή, φτάννω τζι εγώ στο δικό μου βάλτο να έβρω το φίδιν μου..

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Στέκω, εγώ,  ο Άσπιλος Συνθέτης μές τους καπνούς, τζιαμέ που φκέννει η λάβα πιτητή.  Τα σιέρκα μου εν γδαρμένα που την δύσκολη ανάβαση, τα ρούχα ξημαρισμένα κατασχισμένα, το πρόσωπο έσιει γραμμές φρεσκοχαραγμένες τζιαι μουζωμένες που το δρώμαν.  Στέκω, Άσπιλος Συνθέτης δίχα κρίση, σφίγγουμαι να μέν με κρίνω,  να μέν κρίνω το ηφαίστειον,  μές τους καπνούς στο στόμα του το πύρινον.

Θωρώ το χάος πουκάτω.


Μές τη φωθκιά ούλλα εν Ένα, ξέρεις.  Οι βασάλτες, οι σχιστόλιθοι, οι πουρόπετρες, ο γρανίτης, ο ατμός του υπόγειου νερού, η στάχτη, το σίδερο, ο χαλκός, ούλλα ελύσαν τζι έν θωρείς ποιόν εναι ποιόν.  Σάν το καμίνι το βιβλικό αλλάζει το ηφαίστειο τη φύση τους, τζιαι κάμνει την υγρήν.  Η μεταμόρφωση εν που αυξάνει τη θερμοκρασία.  Κολλούν τα μόρια του γρανίτη με τζιήνα του νερού, με τζιήνα του σιδέρου, γίνουνται Ένα.

Δέ τη σοφίαν του Ηφαιστείου, διαβάτη.   Δέ τη Δύναμην του.  Δέ πόσον εύκολα μπορείς να το ζηλέψεις, να το θαυμάσεις, να θέλεις να γινείς τζι εσύ Ένα μαζί του.


Εγώ ο Άσπιλος Συνθέτης στέκουμαι με τα συναισθήματα υπο παρατήρηση μόνο, κλείω τα μμάθκια μου τζιαι θωρώ πουμέσα.  Είμαι πουμέσα όσο τεράστιο εν το ηφαίστειο, τζιαι δέ σηκώννει φόο ή σύγκριση.  Εν τούτη η σύγκριση που εννα μας φάει, διαβάτη.


Ακούω μιάν φωνήν μές το μυαλόν μου, φωνή που ανήκει σε μορφήν θεϊκή.  Εν το Ηφαίστειον που μου διά τες Εντολές του.   Τζιαι η φωνή φέρνει σεισμόν.  Εν σεισμός που ο σκοπός του εν για να μου προκαλέσει δέος, να με δοκιμάσει.

Καλεί με το ηφαίστειον, φωνάζουν μου το οι λειωμένοι βράχοι με κραυγές σάν των κολασμένων.  Φωνάζουν το οι ψυσιές που ήρταν ώς δαμέ τζι ετυφλωθήκαν που το θέαμαν της δημιουργίας τζι εδώκαν μέσα τζι ήβραν την ευτυχίαν τους.  Τον Πατέραν τους.

Φωνάζουν το μύνημαν τζιήνοι που ακούσαν του Δόγματος του Ηφαιστείου τζι εδώκαν μέσα με ολόκληρον τον εαυτόν τους.  Θέλουν με τζι εμέναν να ΑνΟΙκω δαμέ.

Οι εντολές εν αυστηρές, με δόγμαν ατάραχον.  Πο τζιήντες εντολές που σε κάμνουν χαμέ να γονατίσεις που το φόον τον πολλύν.  Σε διατάσσουν να μέν είσαι ο εαυτός σου.  Να χαθείς.



Θέλει με μέσα του λαλεί το Ηφαίστειον, ολόκληρος να ππέσω, να γινώ τζι Εγώ λάβα,   Ένα μαζί του.  Τζι εν τεράστιο το ηφαίστειο, επιβλητικό.  Με εκατομμύρια χρόνια σοφίας στη λειτουργία του ξέρει καλά πώς να μιλά με εξουσία ηγετική, ανρική, στη φωνή του.  Διατάσσει με να απαρνηθώ όσα είμαι για να μπορέσω να γινώ έναν μαζίν του.


Το  Δόγμα του Ηφαιστείου καλεί την ύλη μου ολόκληρη να ππέσει μέσα να πνιεί, να κρούσει.

Καλεί με να γράψω τες εντολές του καλά στην πλάκα του μυαλού, τζιαι μετά να τον αφήσω να με Φάει, να γινώ ένα  με τη σοφία που ενόμισα πως έπιασα, τζιαι να με πετάξει μαζίν με ούλλους τους άλλους στην κοιλάδαν, να πλάσω τον Κόσμον μου με τες εντολές του, τζι  όσα είμαι να γίνουνται  σύμφωνα με τούντες εντολές.   Να με πετάξει ψηλά ώς τα σύννεφα, να ππέσω κάτω μές τους εύφορους μου κάμπους σάν την χρυσή βροσιή τζιαι να καλύψω όσα είμαι με το Δόγμα, με την ύλη ούλλη του ηφαιστείου.

Τούτη εν η Δοκιμασία του Ηφαιστείου.  Έννεν διαταγή.  Έννεν εντολές.  Εν δοκιμασία.  Για να δεί αν σώννεις να Δείς πάρακατω.  Τζιή που το Δόγμαν.

Τζι αν κάμεις τούτον το πρώτον που σου φωνάζει, έσιει τζιήνον τη δύναμην.  Τζι όσο το φοάσαι, δυναμώννεις τη φωνή του, κουφανίσκει σε.

Μα σαν Άσπιλος ο Συνθέτης που είμαι, τωρά που στέκουμαι δαμέ είμαι ελεύθερος, τζιαι Δόγματα έν χωρώ άλλα μέσα μου.



Έν το φοούμαι το Ηφαίστειον.


Θωρώ το Μάτι το Πύρινο  ολόϊσια,  χωρίς να στεγνώννουν τα μάθκια μου.  Ακούω του, προσεχτικά, θκιεβάζω τες εντολές του όι μόνο με μάθκια τζιαι φκιά αθρώπινα.  Διώ του σεβασμόν μα όι Φόον.   Λαλώ του  "Αγαπώ σε".



Τζιαι η φωνή του σιγά σιγά αρκέφκει να χαλαρώννει, γίνεται απαλή, στο τέλος σιωπά.   Κοπάζει η έκρηξη του.   Πίσω, μές τους καπνούς, ακούω άλλη φωνή, απαλή, Μητρική, αισθησιακή.  Που μουρμουρά για Αγάπην μόνο.

Τυλίει με ο καπνός σάν φόρεμα μεταξωτό.  Τυλίει με ο Οργασμός της Πλάστης ο ατέρμονος.

Τζιαι καταλαβαίνω.



Έννεν ο Μάστρος το ηφαίστειον.  Εν η πόρτα του Μάστρου μόνον.   Ο  Μάστρος εν η θηλυκή φωνή που ακούεται μόνον αμα σιωπήσει ο Εξουσιαστής.

Η  Πλάστης.


Πόσους εδιέφυγεν τούτος ο Γρίφος καλέ μου τζι εκάψαν μας ζωντανούς..

Τζιαι καταλαβαίνω.

Τζιήνο που θέλει το ηφαίστειο είναι να ρίξεις μέσα του μόνο τους εαυτούς σου που εσύ χρειάζεσαι να γίνουν ένα.  Να μέν τους ρίξεις όμως μές το στόμαν του να σμίξουν με τη λάβα.

Μόνο τη ζέστη του ηφαιστείου να χρησιμοποιήσεις, Καύσιμο.  Θέλει κοντά του να σταθείς, να στήσεις το Φούρνο το δικό σου.



Στήννω το καμίνι μου τζιαι πιάννω με το φτυάρι λάβα πολλή, να το ανάψω.


Γυρόν μου παίζουν τα σεττάρ τη μουσικήν της έκστασης.


Τζιαι πιάννω μέσα μου τζιαι φκάλλω όσα χρειάζεται.


Τζιήνον το δίχρονον μωρόν που εγνώρισεν τον πόλεμον.

Τζιήνον το τρίχρονον μωρόν που εγνώρισεν τον Φόον του Θανάτου, που τον καρκίνον σάν εγλύτωσεν παρα τρίχαν.

Τζιήνον το μωρόν που έκλαιεν άμαν άκουεν τραούθκια λυπημένα.

Τζιήνον το μωρόν που τόσον Καθαρά εθώρεν γυρόν του που εβασανίζετουν που το βάρος των συναισθημάτων που επιτούσαν οι άλλοι τζι εσιονώνναν του τα μές τη ψυχούδαν του αθέλητα του.

Τζιήνον τον έφηβον που εκλειώθηκεν μές τη σπηλιάν για να μέν τον πονούν όσα εκαταλάβαιννεν να γίνουνται,  τζι εσιώπησεν τέλλεια.


Τζιήνον τον δεκαοχτάρην που έκλεισεν ορμητικά την πόρταν της αγάπης της ζωής γιατί εγίνηκεν η αγάπη τζι η ζωή τέρας να τον φάει.

Τζιήνον που άμαν ήπιεν  το δηλητήριον αντί να το φτύσει για να ψατζιέψει άλλους εκατάπιεν το μόνος του να σκοτωθεί χωρίς να βλάψει.

Τζιήνον τον κοσπεντάρην που εκόντεψεν του θανάτου ώς το κατώφλιν.

Τζιήνον τον τριαντάρην που εξύπνησεν που το λήθαργον της σπηλιάς μές το θυμόν μα ήταν τόσον μεγάλοι οι βράχοι που εκλείαν την είσοδον που τα νύσια του εγαιματοθήκαν ώς που να τους φύει.

Τζιήνον τον τριανταπεντάρην που ετάραξεν τους βράχους ούλλους τζιαι έφκηκεν στο Φώς.

Τζιήνον που ελάτρεψεν τον Έρωταν της Ζωής τζι εγέννησεν ουσίαν πολλήν.



Πιάννω τους ούλλους φκάλλω τους που το στομάσιην μου τζιαμέ που κάθουνται σάν τους κολασμένους, τζιαι κάμνω τους εμετόν να φκούν έξω.  Πιάννω τους που το σιερούιν τζιαι οδηγώ τους στο καμίνιν μου σάν τα μωρά τα αθώα.  Δίπλα μου η φωνή της Πλάστης χαϊδεύκει μου το σώμαν.

Τζιαι το καμίνιν μου εννα τους κάμει τους εαυτούς Έναν.

Σχόλια

Ο χρήστης ΚΥΠΡΟΛΕΩΝ είπε…
ου παναγια μου θελω manual η cliff notes να σε πιασω. Εσου κατι θελεις να μας πεις..... αλλα ο απλοικος μου νους εν σε πιαννει.... τι θελει να πει ο ποιητης? ιδου το ερωτημα μου.... μεν μου πεις αησε να δοκιμασουν πρωτα οι αλλοι να δουμε ιντα που θωρουν. Ουτε πινακας ναν τα γραψιμια σου ρε διασπορε. πρεπει να τα θωρεις να τα ξαναθωρεις, να γυρνεις λλιο την κκελλε σου αν πα τζιαι δεις κατι αλλο...
Ο χρήστης Neraida είπε…
Καλωσόρισες καλέ μου :-)
Ο χρήστης Diasporos είπε…
κυπρολέων μου

ρέ καλέ μου μα έν γίνεται να σου εξηγήσω τα απόκρυφα της ψυσιής με λόγια σταράτα, ίσια, έν έχω έτσι άδειαν. Το νούν σου μέν τον λαλείς απλοϊκόν όμως, εν που προσπαθεί να βάλει εμπόδιον τζιήνον που κάμνεις για δουλειάν μαζίν με τη λογικήν που έν τα πιάννεις. Εγώ έννεν τζιήνου του νού που τα λαλώ. Εν του άλλου, που άφηκες πίσω όταν παιδάκι εκάθεσουν τζι άκουες τα παραμύθκια της γιαγιάς τζι επίστευκες τα ολόκληρος. Έβρε τον τζιήνον, τζι εννα με καταλάβεις πολλά καλά. :)))


Νεράϊδα

Ακόμα κρούζει το καμίνιν..
Ο χρήστης Aceras Anthropophorum είπε…
Ψάξε καλά. Ίσως αυτοί που έσυρες μες το ηφαίστιον να εν οι κλόνοι. Οι παλιοί εαυτοί εν από εφτάψυσιοι μέχρι εκατονταεφτάψυσιοι. Κόφκεις έναν τζιαι πουκάτω έχει άλλον. Τζιαι για να τους ξυριζώσεις τέλλεια εν όπως τους σκαθθάρους που πρέπει να έβρεις την ρίζαν. Άμαν την ώραν που εν να τους σύρεις για πολλαπλή φορά μες το ηφαίστιον νοιώσεις έναν πόνον που σου κόφκει τα πλαήτζια (όι όπως τζιείνους τους πόνους που ξέρεις, πόνον που δεν εγνώρισες ποττέ), τότε εν το σημάδιν ότι εν την ρίζαν, τον πραγματικόν παλιόν που έσυρες μες την λάβαν να γινεί έναν με τους άλλους.
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Αέρφιν Aceras, είπαμεν, εν κυκλικό το μονοπάτι που οδηγά στο ηφαίστειον τζιαι στο καμίνιν που στείννουμε δίπλα του να κρούζουμεν μέσα τους εαυτούς που εχουν κλωννιά τζιαι ρίζες τόσο γερές.

Ξαναφακκούμεν τον περίπατον μας όποτε αθθυμούμαστεν, κάθε μέρα, κάθε ώραν, σάν την προσευχήν, ή σάν τον δερβίσην που κάμνει τούτον το ταξίδιν του ηφαιστείου κάθε δευτερόλεπτον την ώραν που κλωθογυρίζει του εαυτού του του ασπροντυμένου.

Τζιαι κάθε τροχιά ξεριζώννει τζι άλλον, τζι άλλον όσο χρειαστεί.


Γιατί πάντα νομίζεις εξερίζωσες τα, μα σάν τον άρκαστη τζιαι μιά μιτσιά ριζούα να μείνει ξαναπολιά.

Να 'σε καλά όπου τζιαι να είσαι πόψε ρέ.
Ο χρήστης Aceras Anthropophorum είπε…
δουλεύκω σαν το ζόμπι. Έφκαλεν ο κώλος μου ρίζες πας την καρέκλαν. Κάθομαι τρεις μέρες τώρα τζιαι γράφω με κκομπιούτερ πας τα γόνατα μου τζιαι σηκώννουμαι να φάω, να κατουρήσω τζιαι να τζιοιμηθώ τέσσερεις πέντε ώρες. Έχω αλλο τρεις ημέρες γέννα. Αλλά ευχάριστη.

Γράφε. Κάμνω μέσα μέσα καμιά παύση τζιαι θκιανεύκουμαι κατά δα
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Καλές δουλειές. Εννα πιαστεί η ράσιη σου που το καθήσι με το κομπιούτερ, είμαι παθών τζι εγώ.

Γέννα όσο πρέπει τζιαι μετά ξεκουράστου.

Εγώ είμαι κομμένος μέσα, ήρταν μου ένα σωρό πράματα σύν της ζωής που τζιυλά με τον φρενετικό ρυθμό της τζι έν καταλάβει πότε έχουμεν πράματα να σκεφτούμεν να μας αφήκει λλίον ήσυχους.

Εννά γράφω. Όσο γράφω μαθαίννω. Αν έσιει πολλά φκιά τζιαι μμάθκια να καταλάβουν έν ηξέρω.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν