Περπάτημα στο δάσος με το Βάκχο της μουσικής.
Πρωίν της άνοιξης περπατώ τον Κήπο του Νού, ο ήλιος ο ξένος τους αθρώπους κρύφκεται, καρτερά εμέναν να ανατείλω, τζιαι ψιλοβρέσιει ο ουρανός μου μές το Δάσος, ψηλά οι πεύκοι μουρμουρούν, μιλούν, χορεύκουν, αρχαίοι σοφοί ερωτευμένοι μουρμουρούν στη γλώσσα την κρυφή των άπειρων σταγόνων που αγκαλιάζουν τες βελόνες τους για λλίο με το υγρό της ουράνιας ζωής τζιαι που ψηλά τζιύλούν το στρογγυλό τους σώμα στον κορμό ώς τη γής να σπείρουν τους βράχους με τον ήχο τον στακκάτο τους που για ν' ακούσεις θέλεις φκιά τζι αισθήσεις άλλες.
Με πάτημα σίουρο εγώ τζι ο Βάκχος μου περπατούμεν στο λαβύρινθο του Δάσους, δκυό κορμιά αντρικά παρέαν.
Δκυό κορμιά αδρωπινά, δρωμένα, γυαλλιστά, με ζάμπες φουσκωμένες, μπροστά ο Βάκχος μου τζιαι πίσω εγώ να καβαλλούμεν βουρητοί τες ράσιες του λόφου, σιονωτοί μές της κοιλάδας την καμπυλωτή τζοιλιά, τζιαι ο μόσχος του Έρωτα αναβλύζει που κάθε πόρον σάν την βροσιή, μυρωμένοι που την υγρασία την αντρική που ξυπνά τες θηλυκές αισθήσεις. Πίσω μας άμα δείς με μάθκια άλλα μας ακολουθά σάν πομπήν Μαινάδων η μυρωθκιά μας η μαγευτική. Παρέαν γυρεύκουμεν τη Μούσα, τζι αφήννουμεν τα ζωικά σημάθκια πάς τους κορμούς, στα φύλλα για να 'ρτει η Μούσα να μας έβρει.
Αννοίει τα ρουθούνια του ο Βάκχος, γυρεύκει την οσμήν τη γυναικεία της Μούσας μές τον άνεμο που αμυδρά την κουβαλεί ώς το μονοπάτιν. Γυρεύκει την, ώρες πολλές.
Μές σ' ένα ξέφωτο κρυφό εστάθηκεν η Μούσα, καρτερά τζιαι που τη λύραν της σάν τες σταγόνες ππέφτει μουσική. Γυρόν της κάθουνται πουλιά τζι ακούν την, σάν μαγεμμένα κάθουνται πουλιά πολύχρωμα. Ακούεις Βάκχε μου τη μουσικήν? Άκου την μόνον, μέν την κρατείς, άφησ' την να σε ταξιδέψει τζιήνη, μέν τη γυρεύκεις, σιόνωσε δάκρυν να ποτίσεις τες πευκοβελόνες τζιαι σύ, τζι άφησ' την μουσικήν της μόνον να σε συνεπάρει, Ερωτεύτου την.
Όταν ώραν πολλήν τη μουσική της Μούσας σταθείς να ακούσεις σιωπηλά με υπομονήν πολλήν, ταξιδιώτη, Βάκχε μου, τζιαι άν το δάκρυ σου σάν τη σπονδήν ποτίσει το χώμαν, έρκεται η Μούσα να σε έβρει.
Τρυγούμεν στήθη, δέρμαν απαλόν, τρυγούμε τα μεσάσκελα τζι ανατέλλει ο ήλιος που ακούει το κάλεσμαν της Μούσας την πρωτόγονη κραυγή.
Της Μούσας τότε το λουλούδιν της αννοίει, τζιαι καβαλλά μας, μιάν τον έναν, μιάν τον άλλο, αβίαστα, λυτρωτικά, άγρια, αγαπητικά, όπως θέλει τζιήνη, τζιαι τα πουλιά στροβιλιστά κάμνουσην κύκλους πετητά γυρόν μας, ππέφτουν οι αθθοί που τες μηλιές του Κήπου για να στρώσουσην κρεβάτιν του Έρωτα, τζιαι οι τρείς μας πλάθουμεν μουσικήν Ουράνιαν.
Τζιαι χάννεται το Δάσος μές την έκσταση. Χάννεται τζι ο Βάκχος, μεινίσκω μόνος με τη Μούσα μου τζιαι το κορμίν μου ένα γίνεται μαζίν με το δικόν μου, τζοιλιά πάς την τζοιλιά, στήθη σφιχτά να τρίφκουσην τες ρώβες τους στο τριχωτόν μου τον κορμόν, λαιμοί ακκαμμένοι, σιέρκα που ψάχνουν, στόματα γεμάτα ζουμιά του έρωτα, ράσιες ακκαμμένες, ξανά, ξανά ώσπου η ουσία να τελειώσει με φωνές που γεννούν τον Ήλιο το δικό μμου.
Με πάτημα σίουρο εγώ τζι ο Βάκχος μου περπατούμεν στο λαβύρινθο του Δάσους, δκυό κορμιά αντρικά παρέαν.
Δκυό κορμιά αδρωπινά, δρωμένα, γυαλλιστά, με ζάμπες φουσκωμένες, μπροστά ο Βάκχος μου τζιαι πίσω εγώ να καβαλλούμεν βουρητοί τες ράσιες του λόφου, σιονωτοί μές της κοιλάδας την καμπυλωτή τζοιλιά, τζιαι ο μόσχος του Έρωτα αναβλύζει που κάθε πόρον σάν την βροσιή, μυρωμένοι που την υγρασία την αντρική που ξυπνά τες θηλυκές αισθήσεις. Πίσω μας άμα δείς με μάθκια άλλα μας ακολουθά σάν πομπήν Μαινάδων η μυρωθκιά μας η μαγευτική. Παρέαν γυρεύκουμεν τη Μούσα, τζι αφήννουμεν τα ζωικά σημάθκια πάς τους κορμούς, στα φύλλα για να 'ρτει η Μούσα να μας έβρει.
Αννοίει τα ρουθούνια του ο Βάκχος, γυρεύκει την οσμήν τη γυναικεία της Μούσας μές τον άνεμο που αμυδρά την κουβαλεί ώς το μονοπάτιν. Γυρεύκει την, ώρες πολλές.
Μές σ' ένα ξέφωτο κρυφό εστάθηκεν η Μούσα, καρτερά τζιαι που τη λύραν της σάν τες σταγόνες ππέφτει μουσική. Γυρόν της κάθουνται πουλιά τζι ακούν την, σάν μαγεμμένα κάθουνται πουλιά πολύχρωμα. Ακούεις Βάκχε μου τη μουσικήν? Άκου την μόνον, μέν την κρατείς, άφησ' την να σε ταξιδέψει τζιήνη, μέν τη γυρεύκεις, σιόνωσε δάκρυν να ποτίσεις τες πευκοβελόνες τζιαι σύ, τζι άφησ' την μουσικήν της μόνον να σε συνεπάρει, Ερωτεύτου την.
Όταν ώραν πολλήν τη μουσική της Μούσας σταθείς να ακούσεις σιωπηλά με υπομονήν πολλήν, ταξιδιώτη, Βάκχε μου, τζιαι άν το δάκρυ σου σάν τη σπονδήν ποτίσει το χώμαν, έρκεται η Μούσα να σε έβρει.
Τρυγούμεν στήθη, δέρμαν απαλόν, τρυγούμε τα μεσάσκελα τζι ανατέλλει ο ήλιος που ακούει το κάλεσμαν της Μούσας την πρωτόγονη κραυγή.
Της Μούσας τότε το λουλούδιν της αννοίει, τζιαι καβαλλά μας, μιάν τον έναν, μιάν τον άλλο, αβίαστα, λυτρωτικά, άγρια, αγαπητικά, όπως θέλει τζιήνη, τζιαι τα πουλιά στροβιλιστά κάμνουσην κύκλους πετητά γυρόν μας, ππέφτουν οι αθθοί που τες μηλιές του Κήπου για να στρώσουσην κρεβάτιν του Έρωτα, τζιαι οι τρείς μας πλάθουμεν μουσικήν Ουράνιαν.
Τζιαι χάννεται το Δάσος μές την έκσταση. Χάννεται τζι ο Βάκχος, μεινίσκω μόνος με τη Μούσα μου τζιαι το κορμίν μου ένα γίνεται μαζίν με το δικόν μου, τζοιλιά πάς την τζοιλιά, στήθη σφιχτά να τρίφκουσην τες ρώβες τους στο τριχωτόν μου τον κορμόν, λαιμοί ακκαμμένοι, σιέρκα που ψάχνουν, στόματα γεμάτα ζουμιά του έρωτα, ράσιες ακκαμμένες, ξανά, ξανά ώσπου η ουσία να τελειώσει με φωνές που γεννούν τον Ήλιο το δικό μμου.
Σχόλια
Αν στην προηγούμενη ανάρτηση σου έκαμες με να νομίζω ότι μπορώ να γράψω μουσική...με αυτή την ανάρτηση έκαμες με να θέλω να κάμω σεξ!!! (ελπίζω να μην σε προσβάλλει το σχόλιο μου!)
Ελπίζω να μην μετανιώσω για την ειλικρίνεια μου, έστω και ανώνυμα!!
Μέν αφήνεις ποττέ την ειλικρίνεια να βεβηλώνεται που τους 'κοινωνικούς νόμους'. Αν δέν σε έκαμνεν η περιγραφή να θέλεις να απολαύσεις τη Ζωή, τότε έν έγραψα που τη ψυσιήν μου.
Έκαμα και την εικόνα μες τον νου μου έτσι όπως τα περιγράφεις. Έκαμες με να θυμηθώ ότι - τελικά - είμαι ζωντανή ακόμα!!!
Κι ας ένιωθα πεθαμένη τον τελευταίο καιρό.
Αέρφιν, εν που ενομίσαν εν για σέχς που μιλώ. Μα τα νοήματα εν τρία. Έναν επιφανειακόν, τζιαι δκυό βαθύττερα. Η φίλτατη Rain Tears που εν μαγκούα έπιαν τα νομίζω.