Προσεχτικά στην κατάβαση που το ηφαίστειο..
Βουίζει ο μύλος του παππού, με βόμβον εκκωφαντικόν σάν τον σφήκαν ο τεράστιος ο μύλος του καλού μου του παππούλλη, τζιαι τα αλεύρια φτεροπετούν ολοφώτιστα τζιαι ππέφτουν μές την ηλιαχτίδαν την μεσημεριανήν που μπαίννει δειλά ακάλεστη που το σκονισμένο πράσινο παράθυρο της προσφυγιάς. Η σίστρα -κόσκινο μηχανικό- ψηλή τζιαι μονοκόμματη έσιει στην αγκαλιά της τη μητρική φρεσκοαλεσμένο τζιαι σπασμένο σε κομμάθκια μικρά σιτάρι, τζιαι ξεχωρίζει μόνη της τ' άσιερα του που το σπόρον, τζιαι που το σπόρον το φλοιόν. Αλλού ο φλοιός, αλλού τα άσιερα (εννα τα φάν οι κότες).
Δίπλα κάθουνται οι θείοι, η μάνα μου, η στετέ μου, κάθουνται παρέαν στο ξιπέτρισμαν του σιταρκού, γυρόν που μιάν άλλη μηχανήν που εφεύρεν ο πολυμήχανος μου παππούς, που κάμνει το σιτάριν το φρεσκοτρυγημένον να περνά λλίο λλίον αππιδώντας πάνω κάτω πάς σε μιάν πλατφόρμαν κινητήν μπροστά που σκαμνιά ψηλά. Τζιαι κάθουνται οι συγγενείς προσηλωμένοι, δοσμένοι στον χοροπηδηχτόν καρπόν τζιαι μόλις δούν πετρούαν ή αγκαθθούιν που εγέλασεν του κκομπαγιού στο θέρος αρπάσσουν την απότομα, σάν τους γύπες, έπαθλον, τζιαι πετάσσουν την χαμέ. Ποττέ να μέν γελαστούν, ποττέ να μέν μείνει πετρούα να τη φάει ο κόσμος.
Τζιαι παραδίπλα, κάτω που το υπόστεγον με τους τσίγκους που άμα βρέσιει τραουδούν τζιαι μπροστά που την παράγκαν την στροντζυλήν τη λεγόμενην (κάμνουν μέσα τον τραχανάν), εν το χαρτζιήν που βράζουν το σιτάρι κάθε νύχτα. Βράζει, κοχλάζει, τζιαι μουσκομυρίζει η γειτονιά, για να εν έτοιμο το επόμενο πρωί να το απλώσουν πάς τες ταβλαρκές -χαμηλά 'κρεβάθκια' που έχουν πάνω έναν πράσινο ττελωτόν (ποτζιήνο που βάλλουν στα παράθυρα να μέν τους τρών τα κουνούπια) στο οποίον απλώννεται το φρεσκοβρασμένο σιτάρι. Τί μυρωθκιάν έσιει τούντο σιτάρι. Μπαίνει μές τα ρουθούνια σου η αρχαία του οσμή, εν ζωική, ερωτική σχεδόν -τζι ας μέν το ξέρεις- γεμώννει τους πνεύμονες με τη μυρωθκιάν της Γής.
Τζι άμα ξεράνει ο ήλιος τζι ο καύσωνας τα κόλλυφα τούτα, συνάουμεν τα μές σε σακκούλλες τζιαι λέθει τα ο μύλος.
Πουρκούρι για κούπες, κονάρι, πουρκούρι του τραχανά. Ποούλλα φκάλλει ο μύλος, τζι ούλλη μέρα έρκουνται με τα ημιφορτηγά όσοι το χρειάζουνται. Ζυγίζει τους σάκκους πάς την πιλάντζαν ο παππούς, τζιαι τούτην μόνος του την έκαμεν, να μέν γελάσει κανενού, φορτώννει ο θείος με τους ιδρωμένους μύς τους σάκκους -60 οκκάες ο ένας- πάς την κάσιαν, τζιαι φεύκει ο πελάτης. Έρκουνται πολλοί.. Ο Γρίστος ο Γελαστός, που χαχχανίζει συνέχεια δίχα λόγο (ξενίζει το γέλιον του, δαμέ κανένας έν γελά εχτός που τον παππού -μα του παππού το γέλιον εν σοφόν, του Γρίστου του Γελαστού εν χάχχανο λλίο της πελλάρας!), έρκεται ο Φρυδάς, με τα μεγάλα του φρύθκια τζιαι τους γιούς του τους πασιήες που τους διά κανέναν πάτσον μές τα ζινίσια άμαν κάμνουν πελλάρες μές το μύλον, έρκεται ο Τταντής που πουλεί λευκά είδη προίκας για να γοράσει πουρκούρι για κούπες, έρκεται ο Πουλλιτζιής να ανταλλάξει όρνιθες ζωντανές με λλίον τραχανάν, έρκεται τζιαι ο Κουλλουράς που διαλαλεί "τασιηνόπιιιιτες κουλλούριιιιιιιν, Οοοο Κουλλουράααας" τζιαι γοράζουμεν τασιηνόπιτταν (την πιό μεγάλην την ολόμελην που στάσσει ζουμιά).
Έρκουμαι τζι εγώ που το σχολείον, μπαίννω μές το μύλον πρίν να πάω έσσω, πρίν μου δώκει η αύρα του σπιθκιού του δικού μου τζιαι το σύννεφον του που το κρατεί μές την ομίχλην την κόκκινην μέρα νύχταν, πρί δώ τη φάτσαν την απελπισμένην του πολέμου πάς τη μάναν μου σάν τη μάσκαν τρόμου, πρί δώ τον τζιύρην μου το συνοφρυωμένον που τον κατατρώει η βιοπάλη τζιαι τα ανεξήγητα του μυττερά νεύρα, πρίν χωστώ το δείλις πίσω μές την αυλήν κάτω που την ελιάν την Μάναν της Ασφάλειας να παίξω πόλεμον τζιαι διαστημόπλοια μόνος μου ώς το σούρουππον που εννα ανοίξει το νυχτολούλλουδον τζιαι να μου φωνάξει η μάνα μου να πάω έσσω να φάω πατάτες τηανιτές τζιαι παστά του σιοίρου. Πρίν ούλλα τούτα, πάω στο μύλον, ντυμένος γκρί τζιαι άσπρα, να δώ τον Παππούν μου.
"Γειά σου παππούλλη!"
Γυρίζει τζιαι ΘΩΡΕΙ με.
Χαμογελά μου τζιαι το χαμόγελον του το καθημερινό με τα λουκκούθκια εν οι πρώτοι σπόροι που εβλαστήσαν μές τον μικρόν μου τον Κήπον. Πόσο μεγάλη δύναμη εν η αγάπη αλήθκεια.
Λαλεί ο Παππούς "Καλώωωως το λεβέντην μου τον άγγοναν μου. 'Εφερες μου τίποτε που το σκολείο?"
"Έγραψα έκθεσην Παππού μου, θέλεις να τη θκιεβάσεις? Έπιασα Άλφα!!!"
"Πρώτα δώς μου το Άλφα να το φάω. " (κάμνει πως το τρώει τζιαι τρίφει την τζοιλιάν του.)
"ΜΜμμμμμμ, εν πολλά καλόν το Άλφα σου".
Παρετά τη δουλειάν που κάμνει τζιαι πιάννει το τετράδιον μου. Εν άθρωπος μορφωμένος, έμαθεν εγγλέζικα τζι έκαμεν πανεπιστήμιο με αλληλογραφία να γινεί μηχανολόγος, μές τες φασαρίες του '50. Άδρωπος μετρημένος. Έξυπνος. Πολυμήχανος. Έκαμεν μύλον μόνος του, με τα σίερα τζιαι το σμιρίλιο τζιαι την ηλεκτροκόλληση. Εν άθρωπος που ποττέ του έν νευριάζει. Σοφός.
Δκιεβάζει την έκθεση μου. Ενεκάτωσα το ρομπέν των δασών στο τρόοδος μαζίν με τους αστροναύτες τζιαι τους πειρατές. Άρεσεν του.
"Very good" λαλεί. Μαθαίννει μου εγγλέζικα.
"Να γράφεις γιέ μου, γράφε τζι όσο γράφεις εννα σκέφτεσαι καλλύττερα. Άφησε το νού σου να ταξιδεύκει τζιαι γράφε εσύ. Μέν αφήκεις κανέναν ποττέ να σου το στερήσει εντάξει?"
"Εντάξει παππούλλη"
Φεύκω.
Περνά η μέρα, όπως ούλλες οι άλλες. Παίζω με τα στρατιωτάκια, τες φωλιές τους λυμπούρους, κολυμπώ μές τη φαντασίαν μου όμορφα πίσω που την ελιάν ψάχνωντας για κάστρα μές την κουφάλλαν της, τζιαι το βράδυν πάω να φάω στης γιαγιάς. Ούλλοι μαζί, καμιά δεκαπενταριά άτομα. Λουβί με τα λάχανα. Κρομμύδι. Λεμόνια φρέσκα για ούλλους. Τζι ο Παππούς πίννει κοκκινέλλι που την νταμιζιάναν της ΚΕΟ. Βάλλει μου να το δοκιμάσω, αραιωμένο με νερό μές σ' έναν πλαστικό κίτρινο ποτήρι προσφυγικό που την αρμαρόλλα της κουζίνας. Μυρίζει μετά καφές, τζιαι κουβέντες για την πολιτική. Για τον Μακάριο. Για τους Τούρκους. Φοούμαι πολλά, έννεν καλά που κάμνουν τούντες κουβέντες μπροστά που το μωρόν, λαλεί η στετέ η μαυροφορεμένη. Παίζω με το θείον μου έξω στην αυλή μπροστά του σιωπηλού μύλου, τζιαι οι ζίζιροι αρκέφκουν το τραούδιν τους.
Κάπου στην άλλη γειτονιά παίζει έργο στο υπαίθριο σινεμά. Καουμπόϊκο. Ακούω τα εγγλέζικα τζιαι προσπαθώ να καταλάβω τί λαλούν, μές την πυράν απλωμένος στο κρεβάτι με τα πόθκια στο ανοιχτό παράθυρο. Κοιτάζω τα δάκτυλα που κάμνουν σκιές σάν τα δέντρα πάς το φόντον του ουρανού, τζιαι πιάννει με ο ύπνος. Ονειρεύκουμαι ότι δαμέ εν ο παράδεισος μου, χτίζω τον, τζιαι μιάν ημέραν εννα έρτω να τον ξαναεβρω που εννα χρειαστεί.
Δίπλα κάθουνται οι θείοι, η μάνα μου, η στετέ μου, κάθουνται παρέαν στο ξιπέτρισμαν του σιταρκού, γυρόν που μιάν άλλη μηχανήν που εφεύρεν ο πολυμήχανος μου παππούς, που κάμνει το σιτάριν το φρεσκοτρυγημένον να περνά λλίο λλίον αππιδώντας πάνω κάτω πάς σε μιάν πλατφόρμαν κινητήν μπροστά που σκαμνιά ψηλά. Τζιαι κάθουνται οι συγγενείς προσηλωμένοι, δοσμένοι στον χοροπηδηχτόν καρπόν τζιαι μόλις δούν πετρούαν ή αγκαθθούιν που εγέλασεν του κκομπαγιού στο θέρος αρπάσσουν την απότομα, σάν τους γύπες, έπαθλον, τζιαι πετάσσουν την χαμέ. Ποττέ να μέν γελαστούν, ποττέ να μέν μείνει πετρούα να τη φάει ο κόσμος.
Τζιαι παραδίπλα, κάτω που το υπόστεγον με τους τσίγκους που άμα βρέσιει τραουδούν τζιαι μπροστά που την παράγκαν την στροντζυλήν τη λεγόμενην (κάμνουν μέσα τον τραχανάν), εν το χαρτζιήν που βράζουν το σιτάρι κάθε νύχτα. Βράζει, κοχλάζει, τζιαι μουσκομυρίζει η γειτονιά, για να εν έτοιμο το επόμενο πρωί να το απλώσουν πάς τες ταβλαρκές -χαμηλά 'κρεβάθκια' που έχουν πάνω έναν πράσινο ττελωτόν (ποτζιήνο που βάλλουν στα παράθυρα να μέν τους τρών τα κουνούπια) στο οποίον απλώννεται το φρεσκοβρασμένο σιτάρι. Τί μυρωθκιάν έσιει τούντο σιτάρι. Μπαίνει μές τα ρουθούνια σου η αρχαία του οσμή, εν ζωική, ερωτική σχεδόν -τζι ας μέν το ξέρεις- γεμώννει τους πνεύμονες με τη μυρωθκιάν της Γής.
Τζι άμα ξεράνει ο ήλιος τζι ο καύσωνας τα κόλλυφα τούτα, συνάουμεν τα μές σε σακκούλλες τζιαι λέθει τα ο μύλος.
Πουρκούρι για κούπες, κονάρι, πουρκούρι του τραχανά. Ποούλλα φκάλλει ο μύλος, τζι ούλλη μέρα έρκουνται με τα ημιφορτηγά όσοι το χρειάζουνται. Ζυγίζει τους σάκκους πάς την πιλάντζαν ο παππούς, τζιαι τούτην μόνος του την έκαμεν, να μέν γελάσει κανενού, φορτώννει ο θείος με τους ιδρωμένους μύς τους σάκκους -60 οκκάες ο ένας- πάς την κάσιαν, τζιαι φεύκει ο πελάτης. Έρκουνται πολλοί.. Ο Γρίστος ο Γελαστός, που χαχχανίζει συνέχεια δίχα λόγο (ξενίζει το γέλιον του, δαμέ κανένας έν γελά εχτός που τον παππού -μα του παππού το γέλιον εν σοφόν, του Γρίστου του Γελαστού εν χάχχανο λλίο της πελλάρας!), έρκεται ο Φρυδάς, με τα μεγάλα του φρύθκια τζιαι τους γιούς του τους πασιήες που τους διά κανέναν πάτσον μές τα ζινίσια άμαν κάμνουν πελλάρες μές το μύλον, έρκεται ο Τταντής που πουλεί λευκά είδη προίκας για να γοράσει πουρκούρι για κούπες, έρκεται ο Πουλλιτζιής να ανταλλάξει όρνιθες ζωντανές με λλίον τραχανάν, έρκεται τζιαι ο Κουλλουράς που διαλαλεί "τασιηνόπιιιιτες κουλλούριιιιιιιν, Οοοο Κουλλουράααας" τζιαι γοράζουμεν τασιηνόπιτταν (την πιό μεγάλην την ολόμελην που στάσσει ζουμιά).
Έρκουμαι τζι εγώ που το σχολείον, μπαίννω μές το μύλον πρίν να πάω έσσω, πρίν μου δώκει η αύρα του σπιθκιού του δικού μου τζιαι το σύννεφον του που το κρατεί μές την ομίχλην την κόκκινην μέρα νύχταν, πρί δώ τη φάτσαν την απελπισμένην του πολέμου πάς τη μάναν μου σάν τη μάσκαν τρόμου, πρί δώ τον τζιύρην μου το συνοφρυωμένον που τον κατατρώει η βιοπάλη τζιαι τα ανεξήγητα του μυττερά νεύρα, πρίν χωστώ το δείλις πίσω μές την αυλήν κάτω που την ελιάν την Μάναν της Ασφάλειας να παίξω πόλεμον τζιαι διαστημόπλοια μόνος μου ώς το σούρουππον που εννα ανοίξει το νυχτολούλλουδον τζιαι να μου φωνάξει η μάνα μου να πάω έσσω να φάω πατάτες τηανιτές τζιαι παστά του σιοίρου. Πρίν ούλλα τούτα, πάω στο μύλον, ντυμένος γκρί τζιαι άσπρα, να δώ τον Παππούν μου.
"Γειά σου παππούλλη!"
Γυρίζει τζιαι ΘΩΡΕΙ με.
Χαμογελά μου τζιαι το χαμόγελον του το καθημερινό με τα λουκκούθκια εν οι πρώτοι σπόροι που εβλαστήσαν μές τον μικρόν μου τον Κήπον. Πόσο μεγάλη δύναμη εν η αγάπη αλήθκεια.
Λαλεί ο Παππούς "Καλώωωως το λεβέντην μου τον άγγοναν μου. 'Εφερες μου τίποτε που το σκολείο?"
"Έγραψα έκθεσην Παππού μου, θέλεις να τη θκιεβάσεις? Έπιασα Άλφα!!!"
"Πρώτα δώς μου το Άλφα να το φάω. " (κάμνει πως το τρώει τζιαι τρίφει την τζοιλιάν του.)
"ΜΜμμμμμμ, εν πολλά καλόν το Άλφα σου".
Παρετά τη δουλειάν που κάμνει τζιαι πιάννει το τετράδιον μου. Εν άθρωπος μορφωμένος, έμαθεν εγγλέζικα τζι έκαμεν πανεπιστήμιο με αλληλογραφία να γινεί μηχανολόγος, μές τες φασαρίες του '50. Άδρωπος μετρημένος. Έξυπνος. Πολυμήχανος. Έκαμεν μύλον μόνος του, με τα σίερα τζιαι το σμιρίλιο τζιαι την ηλεκτροκόλληση. Εν άθρωπος που ποττέ του έν νευριάζει. Σοφός.
Δκιεβάζει την έκθεση μου. Ενεκάτωσα το ρομπέν των δασών στο τρόοδος μαζίν με τους αστροναύτες τζιαι τους πειρατές. Άρεσεν του.
"Very good" λαλεί. Μαθαίννει μου εγγλέζικα.
"Να γράφεις γιέ μου, γράφε τζι όσο γράφεις εννα σκέφτεσαι καλλύττερα. Άφησε το νού σου να ταξιδεύκει τζιαι γράφε εσύ. Μέν αφήκεις κανέναν ποττέ να σου το στερήσει εντάξει?"
"Εντάξει παππούλλη"
Φεύκω.
Περνά η μέρα, όπως ούλλες οι άλλες. Παίζω με τα στρατιωτάκια, τες φωλιές τους λυμπούρους, κολυμπώ μές τη φαντασίαν μου όμορφα πίσω που την ελιάν ψάχνωντας για κάστρα μές την κουφάλλαν της, τζιαι το βράδυν πάω να φάω στης γιαγιάς. Ούλλοι μαζί, καμιά δεκαπενταριά άτομα. Λουβί με τα λάχανα. Κρομμύδι. Λεμόνια φρέσκα για ούλλους. Τζι ο Παππούς πίννει κοκκινέλλι που την νταμιζιάναν της ΚΕΟ. Βάλλει μου να το δοκιμάσω, αραιωμένο με νερό μές σ' έναν πλαστικό κίτρινο ποτήρι προσφυγικό που την αρμαρόλλα της κουζίνας. Μυρίζει μετά καφές, τζιαι κουβέντες για την πολιτική. Για τον Μακάριο. Για τους Τούρκους. Φοούμαι πολλά, έννεν καλά που κάμνουν τούντες κουβέντες μπροστά που το μωρόν, λαλεί η στετέ η μαυροφορεμένη. Παίζω με το θείον μου έξω στην αυλή μπροστά του σιωπηλού μύλου, τζιαι οι ζίζιροι αρκέφκουν το τραούδιν τους.
Κάπου στην άλλη γειτονιά παίζει έργο στο υπαίθριο σινεμά. Καουμπόϊκο. Ακούω τα εγγλέζικα τζιαι προσπαθώ να καταλάβω τί λαλούν, μές την πυράν απλωμένος στο κρεβάτι με τα πόθκια στο ανοιχτό παράθυρο. Κοιτάζω τα δάκτυλα που κάμνουν σκιές σάν τα δέντρα πάς το φόντον του ουρανού, τζιαι πιάννει με ο ύπνος. Ονειρεύκουμαι ότι δαμέ εν ο παράδεισος μου, χτίζω τον, τζιαι μιάν ημέραν εννα έρτω να τον ξαναεβρω που εννα χρειαστεί.
Σχόλια
Εμυρίστηκα,
εγεύτηκα,
ένιωσα...
Να' σαι πάντα καλά!
(δεν ξέρω αν μπορούν οι κυπραίοι αναγνώστες σου να το αντιληφθούν αυτό, αλλά για μένα η κυπριακή διάλεκτος σε αυτές τις νοσταλγικές περιγραφές - στις οποίες είσαι μάστορας σωστός - εντείνει το συναίσθημα σε βαθμό ολοκαυτώματος!)
Επήα στο Τότε. Ολόκληρος.
Τζι εσύ να σαι ακόμα καλύτερα.
ΔemΩΝ
Ξέρω το φίλε και διαβάτη σύντροφε πως τα κάμνεις τα μακροβούτια τούτα. Εν η ουσία της δημιουργίας.
Πολλά χαίρομαι που αναγνωρίζεις το ολοκαύτωμα άμα γράφω κυπριακά ρε. Εν η ιθαγενής γλώσσα των συναισθημάτων μου.