Τον Κήπον "Άννοιξα"
Έχει καιρόν που το κομμάτιν τούτο θθέλω να μοιραστώ. Στη συναυλία που το επαίξαν, καθόλου δέν εμίλησα. Τους άρεσεν πολύ, τους ειδήμονες. Μου εχειροκρότησαν με κρότον της αρεσκείας μου. Η καλύτερη μου φίλη-πάσh μουσικός έκλαιεν στο τέλος. Έννιωσα άβολα γιατί άρεσεν μου τζιαι τούτον. Την ιστορίαν του "Άννοιξα" όμως, δέν την είπα. Πελλόν θα με εφκάλλαν. Έτην τωρά:
Μετά από πολύχρονην προσπάθειαν και πάσκισμαν αθώον για να ανθίσω στον Κήπον μου μόνιμα, με τον ιδιαίτερον τρόπον που μόνον άμαν ανθίσεις και ξεράνεις Κήπους πολλούς εχτιμάς, τούντον χρόνον επιτέλους ένας μίσχος μου μπροστάρης, μονάκριβος, έσπασε με τες γροθθιές του την πράσινην μας φυλακή, επετάχτην έξω να αγαπήσει την μέρα που κοντά. Κοντά του εχτοξευτήκαν χιλλιάδες άνθη μυρψδάτα, εγέμισεν πλέον ο Κήπος, και οι σκούντροι της Χαράς επεταχτήκαν έξω μες τα γκάθκια.
Πέρυσι το καλοκαίρι, στη δύση της ζωής μου χωρίς τέκνα, έκατσα και ενήστεψα, εσφίχτηκα, και επόσφιξα τες εμπειρίες μου τούτες, ώσπου εμίκραναν στο χέριν μου και γίναν σβώλοι εφτά. Τες νύχτες μές τα σκοτεινά εκάθουμουν σταυροπόδιν τζιαι 'πετούσαν οι σβώλοι μπροστά μου σαν τους πλανήτες. Εγυρίζαν σαν τες σβούρες. Το διάστημαν που τες περιτριγύριζεν, παχύν και εύηχον, όλον ωραίες νότες που σαν τη ββαρύτηταν εκολλούσαν -οι σωστές- πάνω στους σβώλους. Ένας ένας εσταματούσαν μπροστά μου κάποτε, τζιαι εθώρουν τους με το βλέμμαν που κρίσην δέν έχει. Εγυρίζαν, εκόλλαν ο ήχος που τες εκλωθωγύριζεν. Μέρες, νύχτες πολλές. Έγκυος η Αγάπη μου, κατάβαρη με δυό, στο κρεβάτιν. Ο Εαυτός μου ο Άγριος Ζώος εκανόνιζεν το σπίτιν, τες ανάγκες, πραχτικές και συναισθηματικές. Ο Εαυτός μου ο Κανένας, πίσω του Άγριου Ζώου καβάλλαν εβάσταν μέγαν κασμάν και φτυάριν, για να μεν κόψει πίσω η καλλιέργεια του Κήπου. Η φίλτατη Γαλανή, που εκάθετουν σταυροπόδιν τες νύχτες μαζίν μου και εκοίταζεν ίλαρη τους εφτά σβώλους έδωσεν μου σημάδιν.
Ένας ένας και αργά εσταματήσαν την τροχιάν τους. Όταν ήλθεν η κατάλληλη στιγμή, σε μμιάν απότομην γωνίαν του χρόνου που σταματά τζιαι παγώννει, με θόρυβον πολλύν εμεγαλώσαν οι σβώλοι μου, ισια μένα σπίτι, βράχοι τεράστιοι. Από ήχον και πετρωμένον Πνεύμαν επλαστήκαν.
Μέσα στες πέτρες τούτες σφιχτά εφυλάκισα τες πολύτιμες εμπειρίες, επυράχτωσα τες -όπως το μάγμαν του ηφαιστίου μες τον φλοιόν της γής.
Έπιασεν η αγαπημένη Γαλανή Σφυρίν και Κοπίδιν να τες ελευθερώσει, να τους δώσει Ουσίαν. Σαράντα νύχτες το Σφυρίν εχτύπαν πας το Βράχον. Έπλασεν αγάλματα της ύλης Εφτά που κρέμμουνται στον αέρα, μακρόστενα τεράστια έναν μίλιν -μέγεθος κομήτη. Άλλα εγεννηθήκαν με πολλές γωνίες, άλλα πασκίζουν να σχηματίσουν τη γαλήνην στο κορμίν τους αλλά εν γεμάτα άρνησην και πόθον βάρβαρον, άλλα πάλλονται στρογγυλεμένα με τεράστια χάσματα, μέσα τους ρουφούν τον ήχον ίλαρα και άκακα.
Η Γαλανή ετέλλειωσεν τα.
Έπιασα τα στο χέριν μου. Έκλεισα την παλάμην. Μες σε περιδέραιον χρυσόν τα εκλείδωσα, ταπεινόν στο σχέδιο, και πάλι εμικράνασην σαν το τοπάζιν και το τουρκουάζ. Όμορφα είναι κι έτσι που κοσμούν το περιδέραιον μου. Να τα ακούσεις ξένη, στο χέρι σσου να τα κρατήσεις. θα σου αρέσουν κι έτσι. Όμως κρυμμένην χάρην έχουσιν, άμαν το γρίφον τους μπορέσεις (και θέλεις!) να λύσεις.
Σε δωμάτιο μικρό να μπεις, να αναπνεύσεις αργά με το σωστό ρυθμό, ώσπου να μπείς και σύ μεσα στον Κήπο σου. Με τη ψυχή γυμνή θα φορέσεις μόνο το κόσμημα μου το ταπεινό. Όταν είσαι έτοιμη, θα Αννοίξει και οι βράχοι θα μεγαλώσουν. Τους βλέπεις; Αιωρούνται από πάνω σου αργά, λικνίζονται μαζί με την αναπνοή σου, καθρεφτίζουν το Χορό σου, κολοσσοί αραχνοπλεγμένοι, μελετάς τα σχήματα τους, δέν έχουν λόγια, κουβαλούν τ'αποτυπώματα της γλώσσας του Κήπου μου. Κουτουλλούν, διαφωνούν, φιλεύκουν, γεμώννουν έρωταν, μεταννιώννουν, κι εσύ ο Ήλλιος τους μες τη μμέσην τα φωτίζεις. Άμαν θέλεις.
Άχ, να μπορέσεις να τα δείς.
Μετά από πολύχρονην προσπάθειαν και πάσκισμαν αθώον για να ανθίσω στον Κήπον μου μόνιμα, με τον ιδιαίτερον τρόπον που μόνον άμαν ανθίσεις και ξεράνεις Κήπους πολλούς εχτιμάς, τούντον χρόνον επιτέλους ένας μίσχος μου μπροστάρης, μονάκριβος, έσπασε με τες γροθθιές του την πράσινην μας φυλακή, επετάχτην έξω να αγαπήσει την μέρα που κοντά. Κοντά του εχτοξευτήκαν χιλλιάδες άνθη μυρψδάτα, εγέμισεν πλέον ο Κήπος, και οι σκούντροι της Χαράς επεταχτήκαν έξω μες τα γκάθκια.
Πέρυσι το καλοκαίρι, στη δύση της ζωής μου χωρίς τέκνα, έκατσα και ενήστεψα, εσφίχτηκα, και επόσφιξα τες εμπειρίες μου τούτες, ώσπου εμίκραναν στο χέριν μου και γίναν σβώλοι εφτά. Τες νύχτες μές τα σκοτεινά εκάθουμουν σταυροπόδιν τζιαι 'πετούσαν οι σβώλοι μπροστά μου σαν τους πλανήτες. Εγυρίζαν σαν τες σβούρες. Το διάστημαν που τες περιτριγύριζεν, παχύν και εύηχον, όλον ωραίες νότες που σαν τη ββαρύτηταν εκολλούσαν -οι σωστές- πάνω στους σβώλους. Ένας ένας εσταματούσαν μπροστά μου κάποτε, τζιαι εθώρουν τους με το βλέμμαν που κρίσην δέν έχει. Εγυρίζαν, εκόλλαν ο ήχος που τες εκλωθωγύριζεν. Μέρες, νύχτες πολλές. Έγκυος η Αγάπη μου, κατάβαρη με δυό, στο κρεβάτιν. Ο Εαυτός μου ο Άγριος Ζώος εκανόνιζεν το σπίτιν, τες ανάγκες, πραχτικές και συναισθηματικές. Ο Εαυτός μου ο Κανένας, πίσω του Άγριου Ζώου καβάλλαν εβάσταν μέγαν κασμάν και φτυάριν, για να μεν κόψει πίσω η καλλιέργεια του Κήπου. Η φίλτατη Γαλανή, που εκάθετουν σταυροπόδιν τες νύχτες μαζίν μου και εκοίταζεν ίλαρη τους εφτά σβώλους έδωσεν μου σημάδιν.
Ένας ένας και αργά εσταματήσαν την τροχιάν τους. Όταν ήλθεν η κατάλληλη στιγμή, σε μμιάν απότομην γωνίαν του χρόνου που σταματά τζιαι παγώννει, με θόρυβον πολλύν εμεγαλώσαν οι σβώλοι μου, ισια μένα σπίτι, βράχοι τεράστιοι. Από ήχον και πετρωμένον Πνεύμαν επλαστήκαν.
Μέσα στες πέτρες τούτες σφιχτά εφυλάκισα τες πολύτιμες εμπειρίες, επυράχτωσα τες -όπως το μάγμαν του ηφαιστίου μες τον φλοιόν της γής.
Έπιασεν η αγαπημένη Γαλανή Σφυρίν και Κοπίδιν να τες ελευθερώσει, να τους δώσει Ουσίαν. Σαράντα νύχτες το Σφυρίν εχτύπαν πας το Βράχον. Έπλασεν αγάλματα της ύλης Εφτά που κρέμμουνται στον αέρα, μακρόστενα τεράστια έναν μίλιν -μέγεθος κομήτη. Άλλα εγεννηθήκαν με πολλές γωνίες, άλλα πασκίζουν να σχηματίσουν τη γαλήνην στο κορμίν τους αλλά εν γεμάτα άρνησην και πόθον βάρβαρον, άλλα πάλλονται στρογγυλεμένα με τεράστια χάσματα, μέσα τους ρουφούν τον ήχον ίλαρα και άκακα.
Η Γαλανή ετέλλειωσεν τα.
Έπιασα τα στο χέριν μου. Έκλεισα την παλάμην. Μες σε περιδέραιον χρυσόν τα εκλείδωσα, ταπεινόν στο σχέδιο, και πάλι εμικράνασην σαν το τοπάζιν και το τουρκουάζ. Όμορφα είναι κι έτσι που κοσμούν το περιδέραιον μου. Να τα ακούσεις ξένη, στο χέρι σσου να τα κρατήσεις. θα σου αρέσουν κι έτσι. Όμως κρυμμένην χάρην έχουσιν, άμαν το γρίφον τους μπορέσεις (και θέλεις!) να λύσεις.
Σε δωμάτιο μικρό να μπεις, να αναπνεύσεις αργά με το σωστό ρυθμό, ώσπου να μπείς και σύ μεσα στον Κήπο σου. Με τη ψυχή γυμνή θα φορέσεις μόνο το κόσμημα μου το ταπεινό. Όταν είσαι έτοιμη, θα Αννοίξει και οι βράχοι θα μεγαλώσουν. Τους βλέπεις; Αιωρούνται από πάνω σου αργά, λικνίζονται μαζί με την αναπνοή σου, καθρεφτίζουν το Χορό σου, κολοσσοί αραχνοπλεγμένοι, μελετάς τα σχήματα τους, δέν έχουν λόγια, κουβαλούν τ'αποτυπώματα της γλώσσας του Κήπου μου. Κουτουλλούν, διαφωνούν, φιλεύκουν, γεμώννουν έρωταν, μεταννιώννουν, κι εσύ ο Ήλλιος τους μες τη μμέσην τα φωτίζεις. Άμαν θέλεις.
Άχ, να μπορέσεις να τα δείς.
Σχόλια
Στα Χρόννια της Ανομβρίας εστέρεψεν αλλά τωρά πιτά ίσια πάνω άφθονον και γεμάτον ζωήν.
Βρίσκεις το τζιαι σού, στη γωννιάν που μεγαλώννουν τα φύλλα της Γαλήνης, το Δεντρόν της Αγάπης, τζαμαί δίπλα που βλαστά ένα φκιόρον άσπρον, Αθώον.
mpika 100 fores kai den ta katafernw na ta valw na paizoun!
pe mas re koumpare ti patas!!!!!!!!!!
OMFOU OMFOU
des ena apaisio video gia na thimitheis se ti kosmo zoume
http://theoperiv.blogspot.com/2008/01/blog-post.html
αρρωστημένοι. ενεουλλιάστικα, τζιακομα εν το είδα ούλον. άραγε, τζιήντα Ζώα που βασαννιούν τα αθώα τα κτηνά του θεού, από πιάν κωλοτρύπαν της γής ένε; Πέ ότι θέλεις για τους αμερικάνους, αλλά τα ζώα τουλάχιστον έχουμεν τα καλά.
Άκουσα τη μουσική σου, μου άρεσε ιδιαίτερα το 6 και το 7, επήραν με αλλού.
Thanks for sharing.
Αρεσεν σου το 6 και το 7? Ωραία, αν τα ακούσεις 5 φορες σε 5 μέρες εννα σου αρέσουν τζιαλλον
΄-)