Δεντρόν εγίνηκα, του ποταμού.

Η κρυψώνα μου στον ποταμό κάτω που το πεζούλι το κούγκρενο περιμένει με κάθε βδομάδα ανυπόμονα σάν την ερωμένη την κρυφή.
Αριστερά που το καταδικασμένο δέντρο.  Πίσω που την Κλαμουρισμένη Κερασιά.  Το καταδικασμένο δέντρο κάθε χρόνο γύρνει παραπάνω, μιά μέρα (σίουρα εννα είμαι δαμέ οταν συμβεί)  εννα βουττήσει στο νερό με φωνή μεγάλη να ποταμιστεί.  Ούλλη μέρα θωρεί το θάνατον του στα μμάθκια τζιαι περιπαίζει τον.  Ας μάθουμε τζι εμείς.

Κατεβαίνω τα σκαλιά τελετουργικά.
Γίνουμαι τζιαι γώ δέντρον πασιόφυλλον θωρώ κλωννιά να βλαστούν που τους αγκώνες τζιαι τα δάκτυλα μου.  Θωρώ ρίζες να κωλοσύρνουνται κάτω που τα πόθκια μου ξαπόλυτες.  

Κάθουμαι τζιαι τρυπώ τα χώματα.

Αφήννω να ππέσουν που πάνω  μου τα προστατευτικά κομμάθκια του χοντροφελλού  μου: η οικογένεια, το σπίτι, οι ευθύνες, οι μαθητές, οι συνθέσεις, η κατζία, η καλοσύνη, η δύναμη, τα χαμόγελα, η τρυφεράδα, οι γνώσεις, η ημιμάθεια, οι εμμονές, η α-ταξία, ούλλα πετάσσω τα πάς το κουγκρίν να λιαστούν τζιαι να με αφήκουν ήσυχο.  Κουβεντιάζουν μεταξύ τους τζιαι ποσκολιούνται μόνα τους.   Κάμνω τζιαι γώ τη δουλειά μμου.

Θωρώ κατάφατσα τον ποταμό πρώτα τζιαι σιερετώ τον.  

Κάθουμαι μετά χαμέ σταυρορίζιν  καμπόσην ώραν τζιαι λυμπουρίζουν οι ζάμπες μου οι δρύινες αλλά αγνοώ τες γιατί κοιτάζω τον ήλιον κατάμματα με μισόκλειστα τα μμάθκια.  Ο νούς πάνω ψηλά στη μούττην του δεντρού μου σταματά να αντιστέκεται την αλλαγήν τζιαι ανθίζει, ξεδιπλώννει τον αληθινόν του εαυτόν -ο οποίος εν εύρωστος, νέος με φτερούθκια διάφανα πάς τη ράσιην τζιαι στα πόθκια, αναπνέει αργά τζιαι σταθερά, εν τετραπέρατος, ομιλητικός, καλότροπος, έν έσιει άχχος τίποτε, τζιαι εν ολοκληρωμένος μέσα που την ύπαρξην του χωρίς να θέλει τίποτε εξωτερικό για να νιώσει καλά.  Έρκεται τζιαι συνεπαίρνει με  καβάλλα τες αχτίδες του ήλιου, ώραν πολλήν.  Αγαπά με.  Μετά λαλεί μου γειά χαρά, τζιαι κρύφκεται πάλε μές τα φύλλα, φεύκει, μεινίσκω μόνος μου τζιαι σηκώννουμαι να φύω τζιαι γώ.  Ξεριζώννουμαι, αντινάσσω τα ποϊνάρκα που τα ξερόξυλα τζιαι τα σπασμένα τα κλωννιά τζιαι κούτσα κούτσα περπατώ λλίον να ξανακυκλοφορήσει το γαίμαν να ξανααδρωπέψω.   Ώρα να πάμεν πίσω στα δίδυμα, τζιαι μετά δουλειά.  

Αναστενάζω.  Θέλω να μείνω δαμέ να νυχτοξημερωθώ ριζωμένος στον όχτον τζιαι τες λεισιήνες να καρτερώ το Έξω τζιαι το Μέσα να γίνουν Ένα.    

Ε, μα έν γίνεται.

Σχόλια

Ο χρήστης thalassamov είπε…
Όλοι μας σαν το δέντρο το γυρτό είμαστε. Κάμνει μας κούκου ο ποταμός του Χάρου αλλά εν τζαι καταλάβουμεν το, στην κοσμάρα μας!
Εν ωραία να έχεις τοπούθκια για ξαπόσταμα και μίνι φευκιό που τα καθημερινα.
Φιλούθκια σας πολλάαααα!!!
Ο χρήστης Diasporos είπε…
Θάλασσαμωβ

Είμαστε όλοι, αλλά δέν το καταλαβαίνουμε. Αν το εθωρούσαμε θα είμαστεν πιό ευτυχισμένοι.

Έσιει κάτι τοπούθκια ωραία ο ποταμός που λές..

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ελάτε στες μουσικές

Τρώγοντας το Ντούριαν